Η εύθραυστη πολιτική θέση του Φ. Μερτς
Χωρίς αμφιβολία, ήταν μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη, αδιάψευστης
μάρτυς της οποίας ήταν η έκφραση στο πρόσωπο του Φρίντριχ Μερτς καθώς άκουγε
την ανακοίνωση της μη εκλογής του ως Καγκελαρίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας
της Γερμανίας με την πρώτη ψηφοφορία, γεγονός πρωτοφανές στη μεταπολεμική
γερμανική ιστορία. Πρόκειται για μία αποτυχία που, εκτός από το στοιχείο της
απόρριψης στο πρόσωπό του, αποκάλυψε την ευθραυστότητα της πολιτικής θέσης
τουΦ.Μερτς, καθώς δεκαοκτώ βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού δεν τήρησαν
την κομματική γραμμή, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα εσωτερικής δυσαρέσκειας. Αυτή
η αρχική ήττα, αν και δεν έθεσε σε κίνδυνο την τελική του εκλογή, που πραγματοποιήθηκε
με δεύτερη ψηφοφορία την ίδια μέρα, είναι ενδεικτική τηςέλλειψης συνοχής στο
εσωτερικό του CDU/CSU και, οπωσδήποτε, της αδυναμίας του Μερτς να εμπνεύσει
απόλυτη εμπιστοσύνη, ακόμα και στους δικούς του.
Ωστόσο, θα ήταν άδικο να ρίξει κανείς όλο το φταίξιμο προσωπικά στον Φ.
Μερτς, καθώς οι πολιτικές ισορροπίες στη Γερμανία εμφανίζονται πιο
κατακερματισμένες από ποτέ. Η νίκη του CDU/CSU, με ποσοστό κοντά στο 30%, του
εξασφάλισε μεν την πρωτοκαθεδρία, αλλά η απουσία απόλυτης πλειοψηφίας ανάγκασε
τον Φ. Μερτς να σχηματίσει συνασπισμό με το SPD, σε μια προσπάθεια να
εξασφαλίσει σταθερότητα, στο πλαίσιο ενός σχήματος GroKo (Μεγάλου Συνασπισμού).
Ωστόσο, η συνεργασία με το SPD, το οποίο υπέστη ιστορική ήττα με μόλις 16%, δεν
είναι, αυτή τη φορά, χωρίς σοβαρές προκλήσεις. Το SPD, αποδυναμωμένο και χωρίς
σαφή πολιτική ταυτότητα, πιέζεται από την αριστερή του βάση (και την άνοδο του
DieLinke) να διατηρήσει προοδευτικές θέσεις, ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως η
κοινωνική πρόνοια και η κλιματική πολιτική, μολονότι φαίνεται ότι δεν είχε
ιδιαίτερη δυσκολία να αποδεχθεί μια σημαντική αυστηροποίηση της γερμανικής
μεταναστευτικής πολιτικής. ΟΦ. Μερτς, με μιαφιλοεπιχειρηματική ατζέντα που
ασφαλώς δεν είναι άσχετη με το προσωπικό του εργασιακό παρελθόν ως στελέχους,
μεταξύ άλλων, της Blackrock, προωθεί μέτρα όπως η μείωση της γραφειοκρατίας και
η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, τα οποία συχνά συγκρούονται με τις
κοινωνικές προτεραιότητες των Σοσιαλδημοκρατών (όσες, τουλάχιστον, έχουν
απομείνει).
Στην πραγματικότητα, ο παράγοντας που, περισσότερο από οποιαδήποτε
πολιτική συμφωνία,κρατά τον κυβερνητικό συνασπισμό ενωμένο είναι η συνεχιζόμενη
άνοδος της AfD (πρώτο κόμμα πλέον, σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις), η οποία
ρίχνει βαριά σκιά στη γερμανική πολιτική σκηνή. Η ακροδεξιά ρητορική, που
εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια για το μεταναστευτικό και την οικονομική ύφεση,
έχει διχάσει την κοινωνία και περιορίζει δραστικά τον πολιτικό ορίζοντα του
Μερτς. Δεν βοήθησε καθόλου, άλλωστε, η στήριξη της AfD σε πρόταση του CDU για
ακόμα μεγαλύτερη αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής (πριν τη διεξαγωγή
των εκλογών), η οποία προκάλεσε σάλο, σπάζοντας το παραδοσιακό «τείχος
προστασίας» κατά της συνεργασίας με την Ακροδεξιά, και έβλαψε σημαντικά τόσο
τον Φ. Μερτς όσο και το κόμμα του. Αυτό το περιστατικό όχι μόνο ενίσχυσε τις
κατηγορίες για πολιτικό καιροσκοπισμό αλλά περιέπλεξε και τις σχέσεις του Φ.
Μερτς με τους κυβερνητικούς εταίρους του, που επιμένουν στη διατήρηση κάποιων
δημοκρατικών αρχών.
Παρά τις διατυπωμένες φιλοδοξίες του Φ.Μερτς να ενισχύσει τον ρόλο της
Γερμανίας στην Ευρώπη, η εσωτερική αστάθεια και η έλλειψη συναίνεσης
υπονομεύουν τις προοπτικές του. Εξάλλου, αυτές οι φιλοδοξίες δεν έχουν πάρει τη
μορφή μιας ολοκληρωμένης γερμανικής πρότασης για το πώς θα βγει από τη χρόνιαmalaiseτης
παρακμής της η Ευρώπη, η οποία δείχνει να περιορίζεται σε μια ρητορική για την
ανάσχεση του «ρωσικού κινδύνου», για τη συνέχιση της υποστήριξης στηνΟυκρανία
και για τη μετατροπή του γερμανικού στρατού στον «ισχυρότερο της Ευρώπης» (κάτι
που ίσως δεν ακούγεται και τόσο ευχάριστο ως προοπτική στα αυτιά των Γάλλων,
των Βρετανών ή των Πολωνών).
Πράγματι, η προοπτικήενός ισχυρού ηγέτη που θα επαναφέρει τη Γερμανία
στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ηγεσίας δεν φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερο
ενθουσιασμό στις άλλες δύο χώρες της ιδιότυπης ευρωπαϊκής τριαρχίας που έχει
διαμορφωθεί. Η Βρετανία και η Γαλλία, αν και συνεργάζονται με τη Γερμανία στο
πλαίσιο της ευρωπαϊκής άμυνας, διατηρούν τη μνήμη της παραδοσιακής ιστορικής
τους αντιπαλότητας, πρωτίστως όμως βλέπουν με επιφύλαξη την ενίσχυση της
γερμανικής επιρροής που, εκ των πραγμάτων, θα περιόριζε τον δικό τους χώρο.
Αυτή η στάση αποκαλύπτει ότι πίσω από τη ρητορική περί αρραγούς ευρωπαϊκής
ενότητας οι εθνικές φιλοδοξίες συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις ενδοευρωπαϊκές
ισορροπίες.
Αυτό είναι το πρώτο γερμανικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Και οι νομικές περιπέτειες της Ούρσουλαφον ντερ Λάιεν
Το δεύτερο γερμανικό πρόβλημα φέρει τη μορφή της προέδρου της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, για περισσότερους του ενός λόγους. Ο ακραίος υπερσυγκεντρωτισμός, η
ευνοιοκρατία, η μυστικοπάθεια και η υπέρμετρη φιλοδοξία της Ούρσουλα φον ντερ
Λάιεν, η οποία την ωθεί να διεκδικεί λόγο και ρόλο πολύ πέρα από αυτόν που
δικαιολογεί η θέση της, μαζί με την εντυπωσιακή της ικανότητα να υφαρπάζει
περισσότερες εξουσίες για το Γραφείο της με κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται
(συνήθως με το πρόσχημα κάποιας κρίσης), είναι ήδη γνωστά στους κύκλους των
Βρυξελλών και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ωστόσο, είναι η απόφαση του Γενικού
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Μαΐου για την υπόθεση «Pfizergate»
που αποτελεί το αληθινά (αρνητικό) ορόσημο για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στους
ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ ταυτόχρονα εκθέτει τις μεγάλες ελλείψεις στους
ελεγκτικούς μηχανισμούς της ΕΕ.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσφαλε αρνούμενη να
δημοσιοποιήσει τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάχθηκανμεταξύ της προέδρου της και
του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer Άλμπερτ Μπουρλάκατά τη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων για τη σύμβαση προμήθειας 1,8 δισεκατομμυρίων δόσεων εμβολίων
COVID-19 το 2021. Η απόφαση, που προέκυψε έπειτα από προσφυγή της εφημερίδας
NewYorkTimes, υπογράμμισε ότι τα μηνύματα αυτά αποτελούν επίσημα έγγραφα και,
ως εκ τούτου, υπόκεινται στους κανόνες διαφάνειας της ΕΕ. Το Δικαστήριο ακύρωσε
την απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί την πρόσβαση, κρίνοντας ότι δεν παρείχε
επαρκή αιτιολόγηση για την απόκρυψή τους, αποκαλύπτοντας έτσι μια κουλτούρα
αδιαφάνειας σε κρίσιμες αποφάσεις δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η αντίδρασητης φον ντερ Λάιεν και της Επιτροπής υπήρξε επιφυλακτική και
αμυντική. Η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση δηλώνοντας ότι θα μελετήσει την απόφαση
πριν αποφασίσει τα επόμενα βήματα, τονίζοντας τη δέσμευσή της στη διαφάνεια και
τη λογοδοσία. Ωστόσο, η απουσία συγκεκριμένων δεσμεύσεων για δημοσιοποίηση των
μηνυμάτων ή για αναθεώρηση των σχετικών διαδικασιώνενίσχυσε την εντύπωση ότι η
Επιτροπή επιχειρεί να περιορίσει τη ζημιά αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη
ρίζα του. Η Ου. φον ντερ Λάιεν, που δεν παρέστη στη μοναδική ακρόαση του
Δικαστηρίου, δέχτηκε έντονη κριτική ότι καλλιεργεί «κουλτούρα συγκάλυψης» για
πολιτικούς λόγους. Η σιωπή της ενίσχυσε τις κατηγορίες για έλλειψη λογοδοσίας,
ιδιαίτερα καθώς η ίδια είχε δηλώσει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα τη δέσμευσή της
για «υψηλά πρότυπα διαφάνειας» στη δεύτερη θητεία της.
Ωστόσο, και πάλι, το βαθύτερο ζήτημα εδώ δεν είναι η Ούρσουλαφον ντερ
Λάιεν προσωπικά. Η απόφαση του Δικαστηρίου φωτίζει τη συστημική αδυναμία της ΕΕ
να εξασφαλίσει θεσμική διαφάνεια και λογοδοσία. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της ΕΕ
αποδεικνύονται ελλιπείς, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά τις τυπικά
αυξημένες αρμοδιότητές του, δεν ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί της Επιτροπής. Εάν
το Κοινοβούλιο λειτουργούσε όπως οφείλει να λειτουργεί, δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι θα είχε ήδη κινηθεί η διαδικασία για την κατάθεση πρότασης μομφής κατά της
Επιτροπής, κατά τα άρθρα17 παρ. 8 ΣΕΕ, 234 ΣΛΕΕ και 127 του Κανονισμού του. Η δε
πρόεδρος της Κομισιόν, μακριά από το να διεκδικείτον ρόλο της Ευρωπαίας
πολεμάρχου, δεν θα ήταν σε θέση, πολιτικά μιλώντας, να διατηρήσει το πόστο της.
Ευτυχώς για την ίδια και δυστυχώς για την Ευρώπη, δεν υφίσταται κανένας
τέτοιος κίνδυνος. Η απόφαση, αν και δεν υποχρεώνει άμεσα την Επιτροπή να
δημοσιοποιήσει τα μηνύματα, ανοίγει το δρόμο για νέες πιέσεις, τόσο νομικές όσο
και πολιτικές. Εν τούτοις, ακόμα και αν επικυρωθεί σε δεύτερο βαθμό από το
Δικαστήριο της ΕΕ, είναι εντελώς απίθανο να οδηγήσει σε αποπομπή ή παραίτηση
της φον ντερ Λάιεν, καθώς η πολιτική της στήριξη παραμένει στιβαρή, ιδιαίτερα
από ισχυρά κράτη-μέλη όπως η Γερμανία (πάλι). Αυτό περιγράφει και το θεμελιώδες
πρόβλημα: η απουσία εν τοις πράγμασι αποτελεσματικών θεσμικών αντίβαρων, η συνεχής
και μη δημοκρατικά νομιμοποιημένη συγκέντρωση εξουσίας σε αδιαφανή κέντρα που
δεν υπόκεινται σε λογοδοσία, οι κατηγορίες για συγκάλυψη, όλα αυτά απλώς
ενισχύουν την εικόνα ενός θεσμού που αδυνατεί ανταποκριθεί στις δημοκρατικές
προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών, ενώ δεν φαίνεται να το επιθυμεί κιόλας. Η
έλλειψη πολιτικής βούλησης για περαιτέρω εξέταση, σε συνδυασμό με την απουσία
πραγματικών κυρώσεων για την παραβίαση των κανόνων διαφάνειας (χωρίς να γίνει
καν λόγος για την ουσία της υπόθεσης, η οποία σαφώς αφήνει υπόνοιες διαφθοράς
μεγάλης κλίμακας),υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους ευρωπαϊκούς (και
όχι μόνο) θεσμούς, αποκαλύπτοντας τις βαθιές ρωγμές στη θεσμική δομή της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Και αυτό μακροπρόθεσμα θα αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερο–υπαρξιακό, στην
πραγματικότητα– πρόβλημα για την Ευρώπη από τον όποιο Φ. Μερτς και την όποια
Ου.φον Ντερ Λάιεν.