Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Γιάννης Μετζικώφ «ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ» | ΤΟ ΒΗΜΑ

Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, αποδεχόμενο την τιμητική πρόταση του Οργανισμού Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Πρεσπών Φλώρινας, διοργανώνει και σας προσκαλεί

στα εγκαίνια της εικαστικής έκθεσης
Γιάννης Μετζικώφ
«ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ»
την Πέμπτη 22.05.2025 και ώρα 19:00, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, Ταγμ. Φουλεδάκη 8
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη - Σάββατο 18:00-21:00 και Κυριακή 11:00-13:00

Ναι, τα μάτια μου είναι ένα διάφανο, ολάνοιχτο παράθυρο της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα σ’ αυτά, κάθε λέξη, κάθε συμβάν, κάθε μου εμπειρία και συμπεριφορά, το μείζον και έλασσον μιας καθημερινότητας, αναδύεται και μας προδίδει με στίγματα λύπης, αγάπης, ταραχής, πόνου, ευτυχίας, γαλήνης, με κάθε καλό ή δυσάρεστο συναίσθημα. Είναι οι καταδότες μας. Όλα μέσα στα βλέμματά μας καθρεφτίζονται.

Κάθε μου φόρτιση ψυχολογική, κάθε οδύνη, αδιέξοδο, εκεί ακουμπάει, στο πιο ισχυρό επικοινωνιακό μας εργαλείο, που αποτελεί την κορυφαία έκφραση του μύχιου εαυτού μας. Εκεί καταλήγει κάθε μας φόρτιση όταν ερωτευόμαστε, όταν αδιαφορούμε, μισούμε, θυμώνουμε, ικετεύουμε, ελπίζουμε ή αγαπάμε. Μιλάμε με τα μάτια.

Όλα, μα όλα, εκεί καταγράφονται, υγραίνοντας, φωτίζοντας, σκοτεινιάζοντας, χρωματίζοντας κι αναπτερώνοντας το βλέμμα μας. Ακόμα κι όταν νιώθουμε αμήχανοι, εγκλωβισμένοι μέσα σε μια κατάσταση που θέλουμε να αποφύγουμε, άλλο δεν κάνουμε από το να προφυλάξουμε αυθόρμητα το βλέμμα μας καρφώνοντάς το κάπου και υπομένοντας έτσι σιωπηλά τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα μέχρι ν’ αλλάξει.

Ανοίγω ένα συρτάρι. Όλο λέω πρέπει να τακτοποιήσω όλες αυτές τις φωτογραφίες. Κοιτάζω μία. Η μάνα μου κοπέλα μάς κοιτάζει γελώντας και μας δείχνει μια χούφτα κεράσια. Μας κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο λατρεία, τρυφεράδα και φροντίδα. Ελάτε, είναι πλυμένα. Πάνε αμέτρητα χρόνια που η μάνα μου δεν είναι πια κοντά μας. Τόση γλύκα, τόση μεγαλοσύνη, τέτοια καλοσύνη, χάθηκε σαν να ’ταν από άστρινο υλικό κι επέστρεψε στο σύμπαν που ανήκε, αφήνοντάς μου μονάχα το βλέμμα που τόσο αγάπησα σε μια παλιά φωτογραφία.

Κι ο πατέρας μου εδώ, με φίλους του. Δεν θέλει. Απλώνει το χέρι του για να μας εμποδίσει. Δεν βγαίνω ποτέ καλά, επαναλαμβάνει. Κι έπειτα στάθηκε μετά την τόση επιμονή μας, ντροπαλός κι ευθυτενής. Το βλέμμα του πράο, καθησυχαστικό, βαθύ, σκιαζότανε από τις φυλλωσιές της κρεβατίνας έτσι που τον έκαναν μυστηριώδη, έτσι όπως ήτανε κάποτε οι γόητες που παίζανε στις προπολεμικές αμερικανικές ταινίες. Ο όμορφος πατέρας μου, τα βλέμματα που αγάπησα, που με σημάδεψαν, βρίσκονται πια βαθιά κρυμμένα μέσα σε ένα αταχτοποίητο συρτάρι.

Αυτά τα πρόσωπα που ζωγραφίζω δεν υπάρχουν ή υπάρχουν μόνο μέσα μου. Είναι φαντάσματα και δεν τα βλέπω μόνα τους ποτέ, σέρνουν μαζί τους τη μνήμη ενός χαμένου κόσμου, σαν τις παλιές φωτογραφίες. Πρόσωπα που τα πλησιάζουνε τα χέρια τους, που μπλέκονται τα δάχτυλά τους κι αγγίζουν το ένα το άλλο, πρόσωπα που πάνω τους χρώματα αναβλύζουν απροσδόκητα από απρόσμενα σημεία, πρόσωπα που ψάρια κολυμπάνε πλάι στα χαρακτηριστικά τους, πουλιά, αηδόνια και κοράκια, κουρνιάζουν στον λαιμό και τις μασχάλες τους. Συνομιλούν, σαν να τους λένε πως μια πτήση, ένα πέταγμα από εδώ ίσαμε εκεί είναι κι η σύντομη ζωή μας. Κάτω και γύρω, φύλλα και καρπουδάκια βάζω να ’ναι σκορπισμένα, σα να ’ναι η φύση που έρχεται περπατώντας και μας ζώνει από παντού. Στέκω μπροστά στα βλέμματα ανθρώπων που ζωγράφισα κάποτε. Μάτια γλυκά και ήρεμα, σ’ ένα καθρέφτισμα ψυχής, βλέμματα οργισμένα, σκοτεινά, μυστηριώδη, κόρες βουβές που πλέουνε στα δάκρυα, μάτια που έχουν μέσα τους τον έναστρο ουρανό, μάτια σκληρά, μισόκλειστα, βλέμματα ντροπαλά, προκλητικά, βλέμματα όλο πάθος, μίσος, ελπίδα, χαρά, θλίψη και τρέλα.

Στα βλέμματά μας κατοικούν τα μυστικά μας. Ψάχνοντας πρόσωπα να ζωγραφίσω, ψάχνω συχνά να βρω ένα ίχνος, ένα σημάδι, ένα σημάδι χαρακτήρα, μία παραξενιά, μία σύσπαση, ένα μειδίαμα, μία ανταύγεια κάποιου συναισθήματος που σαν μικρό φως κάτι τού γαληνεύει, κάτι τού φωτίζει και τον κάνει έναν άνθρωπο ξεχωριστό.

Τα βλέμματα που ζωγραφίζω νιώθω πως, μες στην εκκωφαντική σιωπή τους, αλλάζουν όταν γίνουν ζωγραφιά και γίνονται λαλίστατα κι αποκαλυπτικά. Μ’ αρέσουν τα ερωτευμένα βλέμματα, γιατί εύκολα χάνεσαι μέσα τους, μεθυσμένος από τα αρώματα που αναβλύζουνε από τα γυμνά κορμιά κι αγκαλιάζουν όλες τις αισθήσεις.

Σ’ αυτές τις περιπέτειες του βλέμματος, αυτή η ανταλλαγή, το πηγαινέλα του ερωτισμού είναι ένα πραγματικά αθέατο παιχνίδι που διαδραματίζεται κρυφά, ένα παιχνίδι πλάνης και αποπλάνησης.

Γιάννης Μετζικώφ