* Αλέξανδρος Παπαμιχαλόπουλος, Πολιτικός Επιστήμονας– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 24ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Eξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ.
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, ο τερματισμός της αιματοχυσίας
στη Γάζα,έπειτα από 15 ολόκληρους μήνες, με ουσιαστική νίκη του Ισραήλ και η
εμπλοκή του ΈλονΜασκ στα εσωτερικά των ευρωπαϊκών χωρών, λίγες μέρες πριν από
την αλλαγή του ενοίκου του Λευκού Οίκου στις ΗΠΑ, συμβάλλουν στην έγερση νέων
ανησυχιών για τις περιφερειακές και παγκόσμιες εξελίξεις.
Ειδικότερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η δεύτερη θητεία του προέδρου Τραμπ
δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα, καθώς, πέραν των υπαινιγμών για χρήση ακόμα
και στρατιωτικών μέσων για την προσάρτηση της Γροιλανδίας, που ως υπερπόντιο
έδαφος της Δανίας συνιστά έδαφος κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο
νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει αποδείξει και κατά το παρελθόν ότι δεν διστάζει να
έρθει σε ρήξη με τα συμφέροντα των Ευρωπαίων συμμάχων του.
Επομένως, εκτός των άλλων, η επανεκλογή Τραμπ βρίσκει εκ νέου την Ευρώπη
αδύναμη απέναντι στις διεθνείς εξελίξεις. Οι στόχοι τής για δεύτερη φορά
προεδρεύουσας στο Συμβούλιο της Ευρώπης Πολωνίας είναι ενδεικτικοί της διεθνούς
αναδίπλωσης της Ένωσης, με την έμφαση να δίνεται, όπως και επί ουγγρικής
προεδρίας, στην προστασία των συνόρων και στην ασφάλεια.
Σε αυτή τη συγκυρία οι δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την ανάγκη εποικοδομητικής προσέγγισης με την Κίνα
και διεύρυνσης των σχέσεων με την Ινδία ίσως να αποτελούν μία ακόμα προσπάθεια
της Ένωσης να υπερασπιστεί τη βαρύτητα της φθίνουσας κανονιστικής της ισχύος
προκειμένου να σταθεί ως ίσος εταίρος απέναντι στη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ως κανονιστική –ή, αλλιώς, ήπια– ισχύ οΑμερικανός πολιτικός επιστήμονας
JosephΝye ορίζει την ικανότητα να αποτελεί κάποιος πρότυπο και να δύναται μέσω
των ιδανικών και των αρχών του όχι μόνο να προσελκύει τους άλλους αλλά και να
τους κάνει να τον ακολουθήσουν χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει στη σκληρή
ισχύ.Διακρίνοντας μάλισταμεταξύ σκληρής και ήπιας ασφάλειας, ο Nyeπαρομοιάζει
την Ευρώπη με την Αφροδίτη, παραλληλίζοντας τη γοητεία της θεάς με εκείνη των
ευρωπαϊκών αξιών.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση απόπειρας κεφαλαιοποίησης της
κανονιστικής ισχύος και άρα των ευρωπαϊκών αξιών εντοπίζεται στην Ευρωπαϊκή
Πολιτική Γειτονίας που εγκαινιάστηκε το 2004.
Βασικός στόχος της είναι η προώθηση της αγαστής συνεργασίας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα κράτη της ανατολικής και νότιας γειτονιάς της. Η
προσπάθεια προβολής της ήπιας-κανονιστικής ισχύος της Ένωσης υλοποιήθηκε αρχικά
μέσα από την οικονομική αρωγή και τη βοήθεια στη συγκρότηση σταθερών συστημάτων
διακυβέρνησης στα συνεργαζόμενα κράτη υπό τον όροτης υιοθέτησης κάποιων
ευρωπαϊκών αξιών από τις συνεργαζόμενες χώρες.
Ταυτόχρονα, οι συνεργαζόμενες χώρες θα συνέβαλλαν στην εξωτερική δράση
της Ένωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τον περιορισμό της διασποράς
όπλων μαζικής καταστροφής, τη διάδοση του κράτους δικαίου και την
αποτελεσματική επίλυση συγκρούσεων. Ωστόσο, η ανάδειξη της ρήτρας θετικής
αιρεσιμότητας,ήτοι η παροχή οικονομικού οφέλους ή υποσχέσεων πλήρους ένταξης σε
αντάλλαγμα για τη συμπόρευση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, σεπροαπαιτούμενο για
την οικοδόμηση αγαστών σχέσεων με τα πέριξ της Ένωσης κράτη υποδηλώνει ότι
χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής πολικής γειτονίας προσιδιάζουν περισσότερο σε μια
ιμπεριαλιστική λογική, απότοκο της περιόδου της αποικιοκρατίας. Τελικός στόχος
φαίνεται να είναι ο ενστερνισμός τους ως προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην
ευρωπαϊκή βοήθεια και όχι η ανεξαρτήτως βοήθειας αναγνώριση των αξιών της
Ένωσης και η εφαρμογή τους, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση της κανονιστικής
ισχύος.
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη πολιτική εμπεριέχει και όψεις συμβολικής
ισχύος που διαιωνίζουν τις ανισότητες μεταξύ της Ένωσης και των χωρών της
γειτονιάς της, με την πρώτη να τοποθετεί τον εαυτό της ως ιδεολογικό κέντρο και
τις δεύτερες να υποβιβάζονται σε χώρες-αποδέκτες των ανώτερων ενωσιακών αξιών.
Ωστόσο, η εφαρμογή της κανονιστικής ισχύος οδηγήθηκε σε αποτυχία, από τη
στιγμή που το οικονομικό όφελος δεν προσέφερε κίνητρο για τη μεταβολή των
καθεστώτων στην ευρύτερη γειτονιά. Μάλιστα, η στροφήστην πρόκριση της λογικής
της διαφοροποιημένης συνεργασίας με γνώμονα το αμοιβαίο συμφέρον το 2015 έδειξε
ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας εμπεριέχει και αποικιακά χαρακτηριστικά, που
στοχεύουν στην οικοδόμηση σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
της γειτονιάς της. Αναλυτικότερα, η Ένωση, χρησιμοποιώντας ως μοχλό την
οικονομική της ισχύ, εξαγόρασε τις υπηρεσίες κρατών της γειτονιάς της που είχαν
ανάγκη από πόρους μετατρέποντάς τα σε χώρες-παρόχους υπηρεσιών ασφαλείας έναντι
πιθανών απειλών για το κέντρο. Αυτή η πολιτική,που συνεχίζεται μέχρι και
σήμερα, στην πραγματικότητα δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη των αμυντικών
ικανοτήτων της Ευρώπης-κέντρου, αλλά στο να επωμιστούν την έλλειψη αυτής τα
κράτη της γειτονιάς-περιφέρειας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ενίσχυση των κρατικών
δομών χρηματοδοτήθηκε με τη λογική ότι σταθερότερα κράτη μπορούν να
συγκρατήσουν αποτελεσματικότερα τυχόν απειλές εναντίοντης Ένωσης.
Στην ίδια λογική και με βάση τις εξελίξεις στην περιφέρεια της
Ευρωπαϊκής Ένωσης την τελευταία δεκαετία, η χρηματοδότηση για την Ευρωπαϊκή
Πολιτική Γειτονίας αυξήθηκε από 15 δισ. για το χρονικό διάστημα 2014-2020 σε
79,5 δισ. για το διάστημα από το 2021 στο 2027. Τμήμα της
χρηματοδότησηςδιοχετεύεται στην εκπαίδευση των αστυνομικών δυνάμεων και των
συνοριακών φρουρών των χωρών της ευρωπαϊκής γειτονιάς. Παράλληλα, το NDICI (το
Ταμείο για την Πολιτική Γειτονίας) εμπλέκεται και στη χρηματοδότηση της
ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση και σε ζητήματα κοινής εξωτερικής
πολιτικής και πολιτικής άμυνας, συνιστώντας ουσιαστικά παρακλάδι της.
Παράλληλα με αυτή τη διαδικασία, η μη αφομοίωση των ευρωπαϊκών αξιών στο
εξωτερικό χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για τη διατήρηση της συνοχής στο
εσωτερικό, όπως φαίνεται από τα κείμενα υψηλής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, όπου η περιφέρεια αναγορεύεται σε πεδίο επώασης αναταραχών και κρίσεων
τις οποίες η ευρωπαϊκή ανάμειξη στην πορεία δεν αντιμετώπισε με πρόθεση να τις
λύσει αλλά με πρόθεση να τις περιορίσει τοπικά.
Επιστρέφοντας στο επίπεδο των δηλώσεων, λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις
δηλώσεις της περί προσέγγισης της Ευρώπης με την Κίνα και την Ινδία, η Ούρσουλα
φον ντερ Λάιεν συνεχάρη τον πρόεδρο Τραμπ, δεσμευόμενη να συζητήσει μαζί του
για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων ασφάλειας.
Αυτή η αμφιταλάντευση δίνει μια εικόνα της Ευρώπης που προσπαθεί να
παραμείνει ηγεμονικήακολουθώντας νεο-αποικιακά μοντέλα, που τελικά την αφήνουν
εκτεθειμένη απέναντι στο αξιακό της κεφάλαιο και την οδηγούν σε αναζήτηση της
ασφάλειάς της, παρά στην οικοδόμηση αυτής.