Την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου το ΕΝΑ διοργάνωσε ημερίδα με τίτλο «MME και Δημοσιογραφία στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία: Η πολυφωνία σε κίνδυνο;» στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ.
Στα δύο θεματικά τραπέζια της εκδήλωσης εκτέθηκαν και σχολιάστηκαν η
ιστορική εξέλιξη του ελληνικού μιντιακού συστήματος κατά τη μεταπολιτευτική
50ετία, η σχέση πολιτικής εξουσίας και δημοσιογραφίας σήμερα, οι τρόποι
μέτρησης, προστασίας και ενίσχυσης της πολυφωνίας, καθώς και οι παράγοντες που
απειλούν τον πλουραλισμό και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας στη χώρα μας.
ΜΜΕ & πλουραλισμός στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία
Στο πρώτο θεματικό τραπέζι της εκδήλωσης συμμετείχαν η αναπληρώτρια
καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης & Πολιτικής Επικοινωνίας στο Τμήμα Πολιτικής
Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Φανή Κουντούρη, ο
αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Κώστας
Στρατηλάτης, ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ και μέλος του
Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ Γιάννης Τσίρμπας και η διδάκτωρ Ανάλυσης Λόγου
του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και
συνεργάτιδα επικοινωνίας The GreenTank Έλενα Ψυλλάκου. Τη συζήτηση συντόνισε ο
επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ και συντονιστής του
Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ Κώστας Ελευθερίου.
Το διαρκές ζήτημα της πολυφωνίας στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία
Η Φανή Κουντούρη υπογράμμισε ότι το ζήτημα της πολυφωνίας
είναι κεντρικό στις σχέσεις ΜΜΕ και δημοκρατίας και έδωσε έμφαση στη «μεγάλη
εικόνα» της τελευταίας 50ετίας, επισημαίνοντας ότι «αυτό το θέμα δεν είναι
συγκυριακό, αλλά σχεδόν συστημικό στο πλαίσιο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας». Η
εισηγήτρια υπογράμμισε ότι «σε όλες τις εκδοχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας ο
Τύπος, μαζί με τα κόμματα, τη δικαιοσύνη και το Σύνταγμα, είναι τα θεσμικά
αντίβαρα, που λειτουργούν ως εγγυήσεις για τον πολιτικό ανταγωνισμό»,
σημειώνοντας ότι «τα μίντια έχουν αποικήσει τη δημόσια σφαίρα, έχουν εισβάλει
σε αυτήν και ελέγχουν το πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής ορατότητας, με
αποτέλεσμα μια “μεσοποίηση” της πολιτικής». Εν συνεχεία υποστήριξε ότι «τα ΜΜΕ
δεν υπάρχουν μόνο για να ενημερώνουν, αλλά και για να λειτουργούν ως “φύλακες”
απέναντι στην εξουσία, να υποχρεώνουν σε λογοδοσία τους κρατικούς αξιωματούχους
και να διασφαλίζουν τον κοινωνικό πλουραλισμό», ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι «στην
πράξη η κατάσταση δεν είναι ιδανική, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν προσδεθεί
ουσιαστικά στο άρμα της πολιτικής εξουσίας, αναπαράγοντας σχέσεις κυριαρχίας».
Καθοριστικό χαρακτήρισε η κ. Κουντούρη τον ψηφιακό μετασχηματισμό,
εξηγώντας ότι «τα νέα μέσα δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες να φύγουν από το
ρόλο του καταναλωτή των ειδήσεων και να γίνουν παραγωγοί αυτών», ενισχύοντας
τον πολιτικό ακτιβισμό και την πολιτική συμμετοχή. Υπάρχει όμως, όπως συμπλήρωσε,
και σκοτεινή πλευρά της διαδικτυακής ελευθερίας, όπως τα fakenews, η
παραπληροφόρηση και ο λόγος μίσους.
Ειδικά για την Ελλάδα η Φ. Κουντούρη ανέφερε ότι «μέρος του προβλήματος
είναι ότι η ελληνική μιντιακή αγορά χαρακτηρίζεται από μια πλεονάζουσα προσφορά.
Πρέπει ως εκ τούτου να αναρωτηθούμε αν η ποσότητα σημαίνει και ποιότητα, αν
σημαίνει και δημοκρατία». Στη συνέχεια η ομιλήτρια επισήμανε ότι «όσο η Ελλάδα
πλεονεκτεί σε προσφορά μέσων, μειονεκτεί σε βασικούς δείκτες αξιοπιστίας»,
καθώς, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ ως
προς την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ.
Επιπλέον, όπως σημείωσε, «ο πολιτικός Τύπος στην Ελλάδα,από τη δεκαετία
του ’80, είναι ευθυγραμμισμένος με τα πολιτικά κόμματα, ο δε δικομματισμός της
περιόδου 1980-2012 συνέβαλε σε αυτή την ενίσχυση της αλληλεξάρτησης των μίντια
και της πολιτικής εξουσίας». Όπως επισήμανε η Φ. Κουντούρη, στη δεκαετία της
κρίσης σημειώθηκε «οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία των ΜΜΕ», με «κατάρρευση
της εμπιστοσύνης απέναντι σε αυτά». Επρόκειτο, όπως χαρακτηριστικά είπε, για
«μια στιγμή αποκαθήλωσης των παραδοσιακών μέσων, όταν άρχισε η “ενημερωτική
μετανάστευση” στον κυβερνοχώρο, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη της
συζήτησης περί συστημικών μίντια και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας αλλά και τπερί
του τρόπου με τον οποίο τα ΜΜΕ αναπαράγουν τα κυρίαρχα αφηγήματα που
υποστηρίζουν μνημονιακές πολιτικές».
Οι πτυχές της πολυφωνίας και το ζήτημα «ποσότητα – ποιότητα» στα μέσα
Ο Γιάννης Τσίρμπας στη δική του εισήγηση μίλησε για τις πτυχές
της πολυφωνίας, αναφερόμενος και στις αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ). Όπως υποστήριξε, με βάση όλους τους διαθέσιμους δείκτες,
τα ελληνικά ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά) έχουν από μεσαία ως υψηλή συγκέντρωση
διαχρονικά», ενώ «ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί έχουν κρούσει καμπανάκι για το
ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει πολυφωνία», τη στιγμή που «αυτά που παίζουν τα μέσα
επηρεάζουν γενικότερα και τα κριτήρια με τα οποία εμείς κρίνουμε, αξιολογούμε,
επιβραβεύουμε, τιμωρούμε μια κυβέρνηση, όταν έρχεται η ώρα να το κάνουμε».
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στη συνέχεια σε τρεις πτυχές της
πολυφωνίας: α) στη νομική/ θεσμική (συνταγματική κατοχύρωση, ΕΣΡ ), β) στη
θεωρητική πλαισίωση και εννοιολόγηση της πολυφωνίας και στην οντολογία της (τι
είναι δηλαδή τελικά η πολυφωνία) και γ) στην επιστημολογική και μεθοδολογική
(στο πώς μαθαίνουμε για την πολυφωνία, αλλά και πώς τη μετράμε, πώς την
προσεγγίζουμε εμπειρικά).
Πολυφωνία είναι, όπως είπε, «ο βαθμός στον οποίο το περιεχόμενο των ΜΜΕ
διαφοροποιείται/ποικίλλει ως προς ένα ή περισσότερα κριτήρια», καθώς «είναι
άλλο το να έχουμε πολλά Μέσα και άλλο το να είναι αυτά διαφορετικά μεταξύ
τους». Υπό αυτή την έννοια, «αν κάτι αποσιωπάται από όλα τα κανάλια, το γεγονός
αυτό δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα, ως έλλειμμα στην πολυφωνία», ενώ εμμέσως
«η πολυφωνία των απόψεων ταυτίζεται με αυτή των πηγών, παρόλο που η πρώτη
θεωρείται σπουδαιότερη», η ταύτιση ωστόσο των πηγών με τις απόψεις είναι, όπως
επισήμανε ο Γ. Τσίρμπας, προβληματική». Είναι λοιπόν, όπως επισήμανε,
απαραίτητη, τουλάχιστον στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, η ποσοτική προσέγγιση,
έτσι ώστε «να μετριέται ο τηλεοπτικός χρόνος που αφιερώνεται σε διαφορετικές
πηγές, συμπεριλαμβανομένων φορέων της κοινωνίας πολιτών, ομάδων συμφερόντων,
συνδικάτων, φεμινιστικών οργανώσεων, ΜΚΟ κ.ά., επιπλέον των πολιτικών
κομμάτων». Ο εισηγητής υποστήριξε επίσης ότι, όσον αφορά τη δημογραφική,
κοινωνική και γεωγραφική πλευρά των ειδήσεων, «υπάρχουν διαχρονικές ενδείξεις
στρέβλωσης προς μια αθηνοκεντρική και ανδροκρατούμενη λογική, μαζί με μια
έντονη τάση υιοθέτησης της οπτικής των ελίτ.
Στο πλαίσιο αυτό απαραίτητη κρίνεται, κατά τον ομιλητή, η μέτρηση
τουλάχιστον τριών ποιοτικών μεταβλητών, όπως είναι ο τόνος παρουσίασης
(αρνητικός-ουδέτερος-θετικός), το εάν παρουσιάζεται αντίλογος (δεν μπορεί, για
παράδειγμα, η κυβερνητική θέση να παρουσιάζεται χωρίς αντίλογο) και το εάν
τηρείται η δέουσα απόσταση του Μέσου/των δημοσιογράφων από τα προβαλλόμενα ή
εάν οι τελευταίοι παίρνουν θέση. Παρουσιάζοντας στοιχεία από το ΕΣΡ (τα οποία, όπως επισήμανε, δεν τα συγκεντρώνει η
ίδια η ανεξάρτητη αρχή πρωτογενώς, αλλά τα παραδίδουν στο ΕΣΡ με υπεύθυνη
δήλωσή τους τα κανάλια), ο Γ. Τσίρμπας έκλεισε την ομιλία του σχολιάζοντας ότι
το ΕΣΡ είναι μία από τις ελάχιστες ανεξάρτητες αρχές στην οποία δεν έχει
επιτεθεί η κυβέρνηση.
Η πολυφωνική ενημέρωση ως θεσμικό ζητούμενο που δεν εκπληρώθηκε ποτέ
στην Ελλάδα
Ο Κώστας Στρατηλάτης στην εισήγησή του μίλησε για την
πολυφωνία από συνταγματική σκοπιά. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «η πολυφωνία, ως
συνταγματική αρχή, είναι μια θεσμικά εγγυημένη κατάσταση, που εμπεδώνεται όταν
οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς επιδιώκουν συστηματικά -και κατορθώνουν ως έναν
βαθμό- την εκπλήρωση δύο βασικών συνταγματικών σκοπών».
Ο πρώτος είναι η λεγόμενη εξωτερική πολυφωνία, δηλαδή η διασφάλιση ότι
τα πολλά και διαφορετικά ΜΜΕ, που ούτως ή άλλως υπάρχουν, ελέγχονται από πολλά
και διαφορετικά πρόσωπα, υπό καθεστώς διαφάνειας. Τούτο περιλαμβάνει αφενός
εγγυήσεις για την αποτροπή εκμετάλλευσης της επιρροής των Μέσων, προκειμένου να
αποκτηθούν αθέμιτα επιχειρηματικά πλεονεκτήματα μέσω συναλλαγής με τους
φέροντες κυβερνητική εξουσία, και αφετέρου εγγυήσεις ότι κανένας ιδιοκτήτης ΜΜΕ
δεν θα αποκτήσει δεσπόζουσα θέση από τη σκοπιά της αναγνωσιμότητας, της
τηλεθέασης και της επισκεψιμότητας. Τέτοιες εγγυήσεις επιβάλλει, όπως επισήμανε
ο Κ. Στρατηλάτης, το Σύνταγμα στο άρθρο 14 παρ. 9, αρμόδιες δε αρχές για την
τήρησή τους είναι το ΕΣΡ και, σε κάποια σημεία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο
δεύτερος σκοπός που εγγράφεται στην πολυφωνία ως θεσμικά εγγυημένη κατάσταση
είναι, όπως είπε ο ομιλητής, η επιδίωξη διασφάλισης εσωτερικής πολυφωνίας στα
τηλεοπτικά ενημερωτικά προγράμματα κάθε σταθμού ξεχωριστά.
Όπως υπογράμμισε ο Κ. Στρατηλάτης, «το κρίσιμο για την πολυφωνία είναι
ότι ως κατάσταση πρέπει να προέρχεται, τουλάχιστον εν μέρει, μέσα από θεσμική
δράση που να εγγυάται τα παραπάνω». Στη χώρα μας ωστόσο, εκτός του νομοθέτη,
όλοι οι άλλοι θεσμικοί φορείς συνέργησαν, κατά τον ομιλητή, με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο, ηθελημένα ή αθέλητα, ώστε να μην μπορεί να γίνει λόγος για θεσμική
εγγύηση της πολυφωνίας.
«Εάν βρισκόμασταν σε άλλες πολιτικές συνθήκες, το ζήτημα της
πολυφωνίας», είπε ο Κ. Στρατηλάτης, «θα έπρεπε να απασχολήσει εντατικά, ως ένα
από τα τέσσερα πέντε κομβικά θέματα, την προσεχή συνταγματική αναθεώρηση.
Δυστυχώς, οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας. Ούτε
καν αισιοδοξίας που κοιτά σε κάποιο παρελθόν», δεδομένου ότι «η χώρα μας δεν
διαθέτει κάποια παράδοση στο ζήτημα της πολιτικής πολυφωνίας». Η πολυφωνική
ενημέρωση δεν είναι, όπως είπε κλείνοντας ο εισηγητής, μια φυσική κατάσταση,
αλλά θεσμικό ζητούμενο, το οποίο δεν εκπληρώθηκε ποτέ στη χώρα μας.
Τρεις άξονες για αλλαγή στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης
Η Έλενα Ψυλλάκου επιχείρησε να περιγράψει έναν δρόμο τριών
διεξόδων για την ενίσχυση της πολυφωνίας και τη βελτίωση του τομέα της
ενημέρωσης. Στην εισήγησή της σημείωσε ότι «τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα
συνδέονται με συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις (με την ατζέντα τους αλλά και με
τις αξίες και τις πεποιθήσεις τους)», καθώς και ότι «εργαλειοποιούνται και
παράγουν περισσότερο σχολιασμό παρά ειδησεογραφία», με αποτέλεσμα να «μπαίνει
τελικά σε δεύτερη μοίρα ο επαγγελματισμός των δημοσιογράφων και φυσικά η
δημοσιογραφική ανεξαρτησία και αυτονομία». Σύμφωνα με την εισηγήτρια, «τα
παραπάνω δεν χαρακτηρίζουν απλώς το ελληνικό μιντιακό σύστημα, αλλά είναι τα
κύρια συστατικά του», ενώ παράλληλα «στην περίπτωση της Ελλάδας ενυπάρχουν και όλα
τα παράδοξα των προσωρινών αδειοδοτήσεων, τα αμφιλεγόμενα ιδιοκτησιακά σχήματα
κ.ο.κ., που, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα
κατεστημένων και διαπλεκόμενων συμφερόντων», οδηγώντας σε «ένα μιντιακό σύστημα
που προωθεί/ευνοεί τον αποκλεισμό, την αποσιώπηση, την επιλεκτική, μονόπλευρη
ή/και προπαγανδιστική πληροφόρηση».
Σχετικά με το τι μπορεί να αλλάξει στο ελληνικό μιντιακό τοπίο, η Ε.
Ψυλλάκου είπε: «Μια πρώτη απάντηση τη δίνει η τεχνολογία: Με την ψηφιακή
μετάβαση του μιντιακού συστήματος, έχουν πολλαπλασιαστεί τα ειδησεογραφικά
κέντρα, κάνοντας το όλο οικοσύστημα πιο πλουραλιστικό, πολυθεματικό και
συμπεριληπτικό. Το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο εκδημοκρατισμού
της μιντιακής σφαίρας, αλλά και συμμετοχής των πολιτών». Μια δεύτερη απάντηση
έρχεται, σύμφωνα με την Ε. Ψυλλάκου, από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Οι
δημοσιογράφοι έχουν, όπως είπε, και άποψη και όραμα για το επάγγελμά τους.
Καταγγέλλουν την παραβίαση των επαγγελματικών αξιών τους, της δημοσιογραφικής
δεοντολογίας, καταγγέλλουν τις σχέσεις πολιτικού παραλληλισμού, θέτουν ζητήματα
εργασίας, ζητήματα συμπερίληψης, κατάρτισης κ.ο.κ. Οι ίδιοι θέτουν την
αυτονομία, τη συμμετοχικότητα ως προϋποθέσεις ενός εναλλακτικού μιντιακού
τοπίου. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε, όπως υπογράμμισε η εισηγήτρια, στην πράξη να
ανθίζουν πρωτοβουλίες ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας – ειδικά τα
τελευταία χρόνια αυτές οι ομάδες, με ελάχιστους πόρους, έχουν σηκώσει στις
πλάτες τους μεγάλο βάρος και μεγάλη ευθύνη. Μια τρίτη απάντηση έρχεται, όπως
είπε, «από εμάς, τους καθημερινούς και τις καθημερινές αναγνώστριες και
ακροάτριες των ειδήσεων. Αντί της αποφυγής ειδήσεων, το στοίχημα για εμάς
είναι να μην κλείσουμε την πόρτα στα μίντια – αλλά να σταθούμε απέναντί τους
κριτικά».
Η δημοσιογραφία σήμερα & οι κίνδυνοι για την πολυφωνία
Στο δεύτερο θεματικό τραπέζι της εκδήλωσης συμμετείχαν η εκπρόσωπος της
πρωτοβουλίας JournalistTrustInitiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς
Σύνορα Εύα Αναστασιάδου, ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Γιάννης Παντελάκης, ο
δημοσιογράφος Πάνος Χαρίτος και ο δημοσιογράφος
των Reporters United Θοδωρής Χονδρόγιαννος. Συντονίστρια της
συζήτησης ήταν η Αγγέλα Νταρζάνου, δημοσιογράφος της εφημερίδας Η Αυγή.
Οι δύο δρόμοι των δημοσιογράφων: Συστημικά ΜΜΕ ή μικρές ερευνητικές
ομάδες
Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος αναφέρθηκε στους Reporters United, ένα
εγχείρημα που ξεκίνησε, όπως είπε, από την έλλειψη πολυφωνίας στα ελληνικά
μίντια, με στόχο την ενίσχυση της πολυφωνίας, αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες τόσο
ως προς τη δημοσιογραφική παραγωγή όσο και ως προς τη διασφάλιση της
βιωσιμότητάς του. Σχετικά με τη χρηματοδότηση των Reporters United, ο Θ.
Χονδρόγιαννος επισήμανε ότι «δεν δεχόμαστε χρήματα από εταιρείες, κυβερνήσεις
και από μεγάλα ιδρύματα με ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα», ενώ ιδιαίτερη μνεία
έκανε στο ζήτημα των αγωγών SLAPP, αγωγών που στρέφονται κατά δημοσιογράφων για
υποθέσεις που βρίσκονται υπό διερεύνηση (όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών),
δίνοντας έμφαση στο πρόβλημα της προστασίας των πηγών στην Ελλάδα.
Υπάρχουν, όπως είπε, δύο δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει ένας
δημοσιογράφος για να βγάλει την ιστορία του: «ο ένας είναι να το προσπαθήσει
μέσα από τα μεγάλα ΜΜΕ, ο άλλος είναι μέσω της κοινότητας που διαμορφώνουν
μικρές ερευνητικές ομάδες, όπως οι Reporters United». Και οι δύο επιλογές
επιφυλάσσουν, όπως υποστήριξε, πολύ μεγάλες δυσκολίες.
Η πληροφόρηση είναι περισσότερο ελεγχόμενη από ποτέ άλλοτε
«Η δημοσιογραφία, όταν ασκείται ως λειτούργημα και όχι ως υπηρεσία
παροχής, είναι λογικό να βρίσκεται στο επίκεντρο και να επιχειρείται να
ελεγχθεί και να περιοριστεί, να μπει σε καλούπια και να λειτουργήσει εντός
πλαισίων που καθορίζονται από πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα λήψης
αποφάσεων», επισήμανε ο Πάνος Χαρίτος στην εισήγησή του. «Δεν
ξέρω», συνέχισε, «αν υπάρχει περίοδος που κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε ή χώρα στην
οποία κυβερνήσεις και πολιτικοί δεν επιχειρούν να περιορίσουν την πληροφορία.
Σαφέστατα όμως, αυτό εκφράζεται διαφορετικά, ανάλογα με τα οικονομικά και
πολιτικά δεδομένα και βάσει των συνθηκών του κράτους δικαίου κάθε χώρας».
«Παράδεισος δημοσιογραφικός δεν υπάρχει», είπε χαρακτηριστικά,
επισημαίνοντας ωστόσο ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είχαν αλλάξει δραματικά από
τα τέλη του 1993, όταν έφυγε από τη χώρα, ως το 2015, που επέστρεψε. Ιδιαίτερα
στάθηκε στο «μαύρο» στην ΕΡΤ, το οποίο χαρακτήρισε «αποτέλεσμα της
εργαλειοποίησης και της πελατειακής λογικής του δικομματισμού της
μεταπολιτευτικής περιόδου», σημειώνοντας ότι μετά την επαναλειτουργία της
χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία.
Ο Π. Χαρίτος χαρακτήρισε την υπόθεση των υποκλοπών «μία από τις
μελανότερες σελίδες της μεταπολιτευτικής ιστορίας», ενώ, όσον αφορά την υπόθεση
των Τεμπών, σχολίασε ότι η στάση των μέσων ενημέρωσης άλλαξε πρόσφατα: «Το φως
στο έγκλημα δεν το ρίξαμε οι δημοσιογράφοι, ως οφείλαμε, αλλά οι οικογένειες
των θυμάτων. Υπήρξαν εξαιρέσεις, ωστόσο ήταν τόσο πολλά τα μέσα που επέβαλλαν
σιωπητήριο και αυτό έγινε τόσο εύκολα αποδεκτό, που θα πρέπει να μας κάνει να
επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο μας ως δημοσιογράφων μέσα σε αυτό το σύστημα».
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο έγκριτος δημοσιογράφος: «Οι συγκεντρώσεις της 26ης
του Γενάρη για τα Τέμπη απέδειξαν ότι η κοινωνία είναι ισχυρότερη από το σύνολο
των επιχειρηματικών συμφερόντων, των κυβερνητικών μεθοδεύσεων και των
δημοσιογραφικών στεγανών. Η κοινωνία υπέδειξε φωναχτά τι ενημέρωση θέλει και τι
περιμένει από τους δημοσιογράφους».
Ο Π. Χαρίτος υπογράμμισε ότι, «παρά το γεγονός ότι έχουμε περάσει σε μια
εποχή στην οποία η μετάδοση της είδησης και η επιβεβαίωσή της με τη χρήση των
σύγχρονων τεχνολογιών γίνεται ευκολότερα σε σχέση με το παρελθόν, η πληροφόρηση
είναι περισσότερο ελεγχόμενη από ποτέ. Σύμφωνα με τον Π. Χαρίτο, «υπήρξαν
κάποιες μικρές εξαιρέσεις, με ανάδειξη κάποιων μικρών κρατικών μέσων ενημέρωσης
σε πρωταγωνιστές της ειδησεογραφικής κάλυψης κυρίως διεθνών γεγονότων, ποτέ
όμως δεν θυμάμαι τέτοια συμπόρευση και υποταγή ιδιωτικών και κρατικών μέσων σε
ένα μοντέλο περιορισμού της πληροφορίας και χειραγώγησης της είδησης,
έστω κι αν αυτό είναι δύσκολο σήμερα να συμβεί λόγω της διεύρυνσης και του
χαρακτήρα των πηγών της ενημέρωσης».
Η ευθύνη των ίδιων των δημοσιογράφων και η πρωτοφανής σχέση ΜΜΕ –
πολιτικής εξουσίας
Ο Γιάννης Παντελάκης υπογράμμισε ότι το ζήτημα «δεν είναι ότι
δεν υπάρχει πολυφωνία, αλλά ότι δεν γίνεται τίποτα γι’ αυτό», κάνοντας
αυτοκριτική για λογαριασμό των δημοσιογράφων. Όπως επισήμανε, το 2025 υπάρχουν
πολύ περισσότερες πηγές πληροφόρησης απ’ ό,τι το 2015, αλλά η πληροφόρηση είναι
πολύ χειρότερη». Ο έμπειρος δημοσιογράφος αναφέρθηκε στην έρευνα της
ερευνητικής δημοσιογραφικής ομάδας Solomon για τον εντοπισμό των ιδιοκτησιών
των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, «κάτι που σε χώρες του εξωτερικού θεωρείται
αυτονόητο», για να προσθέσει ότι τα χρέη των καναλιών προς τις τράπεζες μόνο
ανέρχονται στα 350 εκατομμύρια ευρώ: «Aν και ζημιογόνα, οι ιδιοκτήτες τους τα
κρατούν για τις παράλληλες δουλειές που έχουν σχέση με το Δημόσιο,
χρησιμοποιώντας τα ως μοχλό πίεσης για να εξασφαλίσουν δημόσια έργα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε και αυτός με τη σειρά του στη μεταστροφή των
μέσων ενημέρωσηςσ την υπόθεση των Τεμπών, υποστηρίζοντας ότι «σε δέκα μέρες
έχουμε μάθει για τα Τέμπη όσα δεν μάθαμε δύο χρόνια». Ο Γ. Παντελάκης
χαρακτήρισε πρωτοφανή τη σχέση της πολιτικής εξουσίας με τα μίντια από το 2019
ως σήμερα: «Δεν υπάρχει άλλη περίοδος στην ιστορία στην οποία η πλειονότητα των
μίντια να είναι με την κυβέρνηση. Ούτε επί Καραμανλή, ούτε επί Σημίτη, ούτε επί
Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη υπήρχε τόσο μεγάλη ταύτιση
των κυρίαρχων μίντια με μεγάλη επιρροή με την κυβέρνηση», είπε ο ομιλητής,
κάνοντας λόγο για έμμεση χρηματοδότηση και διορισμό δημοσιογράφων.
Σύμφωνα με τον Γ. Παντελάκη, «οι έρευνες δείχνουν ότι ο μέσος πολίτης
έχει απαξιώσει το μέσο που παρακολουθεί. Αντί να βρεθούν λύσεις ώστε να αλλάξει
λίγο η κατάσταση, ο μέσος πολίτης στρέφεται προς τα σόσιαλμίντια. Έχουμε το
μεγαλύτερο ποσοστό, γύρω στο 70%, το οποίο πιστεύει πως ό,τι διαβάζει στα μέσα
αυτά είναι αλήθεια». Η εικόνα είναι δυστυχώς δραματική, κατέληξε ο κ.
Παντελάκης, «και δεν μιλάμε ούτε εμείς οι δημοσιογράφοι, που οφείλουμε να
μιλάμε».
Η υπερσυγκέντρωση των ΜΜΕ και ο αδύναμος πλουραλισμός
Αναλύοντας τα κριτήρια κατάταξης στη λίστα του Παγκόσμιου Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα, η Εύα Αναστασιάδου σημείωσε: «Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα κατέγραψε παρατεταμένη πτώση τα τελευταία χρόνια, με τη δολοφονία ενός αστυνομικού ρεπόρτερ, με πολλαπλές απειλές κατά της ασφάλειας των δημοσιογράφων, με ένα ευρύ σκάνδαλο παρακολούθησης και κατασκοπευτικού λογισμικού και με πολυάριθμες κακόβουλες αγωγές και νομικές απειλές κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων, με επιζήμιες συνέπειες για την ελληνική δημοκρατία». Όπως είπε, «ο αδύναμος πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης και οι παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις έχουν κάνει πολύ δύσκολη τη βιωσιμότητα των μέσων ενημέρωσης», ενώ χαρακτηριστική είναι η «παγιωμένη συγκέντρωση ιδιωτικών μέσων από ισχυρές οικογένειες και ιδιοκτήτες με κεκτημένα επιχειρηματικά συμφέροντα». Η Ε. Αναστασιάδου τόνισε ότι «αυτή η υπερσυγκέντρωση των ΜΜΕ, η έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο λειτουργίας τους και η εξάρτηση από κρατική διαφήμιση περιορίζουν σαφώς την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης», κάνοντας λόγο για ένα «οικοσύστημα μέσων ενημέρωσης στο οποίο, αν και υπάρχει μεγάλος αριθμός τίτλων μέσων ενημέρωσης, ο πραγματικός πλουραλισμός των μέσων είναι αδύναμος». Στο πλαίσιο βελτίωσης του τομέα της ενημέρωσης αλλά και της πολυφωνίας, η δημοσιογράφος παρουσίασε την πρωτοβουλία JournalistTrustInitiative, «έναν μηχανισμό που θα χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης για να εξασφαλίσουν τις καλές πρακτικές τους και την αξιοπιστία τους», ο οποίος «αναπτύσσει και εφαρμόζει δείκτες για την αξιοπιστία της δημοσιογραφίας και, ως εκ τούτου, προωθεί και επιβραβεύει τη συμμόρφωση με τα επαγγελματικά πρότυπα και τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας».