Το ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας αναδεικνύει για πολλοστή φορά το σοβαρό φαινόμενο του ελλείμματος αντιπολίτευσης. Αντί λοιπόν σύσσωμη η αντιπολίτευση να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να προτείνει ένα πρόσωπο υπερκομματικής αποδοχής, έπεσε πάλι στην παγίδα του αυτοπροσδιορισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός της Βουλής (άρθρο 140, παρ. 5), δεν ορίζει ότι κάθε κοινοβουλευτική ομάδα θα πρέπει να προτείνει διαφορετικό υποψήφιο. Συνεπώς, το νομικό πλαίσιο προσφέρει την παραπάνω δυνατότητα, δηλαδή της πρότασης από πάνω από ένα κόμματα της ίδιας (κοινής) υποψηφιότητας.
Από την άλλη, η κυβερνώσα παράταξη πρότεινε ένα πρόσωπο από την
παραδοσιακή δεξιά πτέρυγα, που συνομιλεί πιο εύκολα με τα άκρα και που στην
τελική δεν ήταν και κάτι το μη αναμενόμενο. Ο Μητσοτάκης βλέπει την ακροδεξιά
πλατφόρμα του εκλογικού σώματος να πηγαίνει προς Βελόπουλο και Λατινοπούλου,
ενώ το κέντρο ήταν και παραμένει πολωμένο. Συνεπώς, προτίμησε να χρησιμοποιήσει
την εκλογή ΠτΔ για να ποντάρει σε ένα πιο σίγουρο εκλογικό ακροατήριο (άρα και
σε ένα πιο σίγουρο εκλογικό αποτέλεσμα), παρά στο κέντρο, όπως κάποιοι θα περίμεναν,
το οποίο μπορεί πιο εύκολα να πάει και πιο δεξιά, αλλά και πιο αριστερά. Κάνω
επίσης την σκέψη ότι η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου είναι μια απόφαση που
συμπαρασύρθηκε από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, ή συνειδητά ταυτίστηκε
με αυτές. Δεδομένου ότι σε περίπου δύο χρόνια από σήμερα θα έχουμε στην χώρα
μας αλλαγή κυβέρνησης ή κυβερνητικού σχήματος, γίνεται ευλόγως αντιληπτό ότι με
την επιλογή Τασούλα, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έχει έναν δικό της (ιδεολογικά)
σίγουρο συνομιλητή, έως και τον Δεκέμβριο του 2028.
Σίγουρα, η επιλογή αυτή ήταν στενά κομματική, τόσο πολιτικά, όσο και
ιδεολογικά, και ως προς αυτό είναι σωστή η επίσημη ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο, ούτε το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να συνενώσει την εξ αριστερών του (τουλάχιστον)
αντιπολίτευση, με στόχο να προτείνουν από κοινού έναν συγκεκριμένο υποψήφιο.
Απλά σέρνεται και σέρνονται όλοι μαζί πίσω από τις επιλογές του πρωθυπουργού. Η
κοινωνία, όμως, δεν θέλει να ακούσει αν η αντιπολίτευση θα ψηφίσει ή όχι
Τασούλα. Η κοινωνία περιμένει από την αντιπολίτευση συγκεκριμένες, σοβαρές
προτάσεις. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν είμαι αυτός που θα μιλήσει εξ
ονόματος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ωστόσο, θεωρώ ότι έχω το δικαίωμα να πιστεύω
ότι η κοινωνία είναι δυσαρεστημένη, εφόσον ένα 50% του εκλογικού σώματος δεν
προσέρχεται στην κάλπη.
Στην ουσία του θεσμού της προεδρίας της δημοκρατίας δεν θα υπεισέλθω. Ο
θεσμός αυτός δεν είναι απλά συμβολικός και άρα θα πρέπει κάπως να διασφαλίζεται
η λειτουργικότητά του. Αυτό είναι το μόνο που έχω να προσθέσω στην συζήτηση. Η
άποψη του ΚΚΕ ότι δεν μας ενδιαφέρει το πρόσωπο, επειδή ο θεσμός δεν είναι
ανεξάρτητος (από την κυβέρνηση), είναι μια εντελώς μηδενιστική προσέγγιση. Με
άλλα λόγια, το ΚΚΕ μας λέει ότι αν ο θεσμός ήταν όντως ανεξάρτητος και
αποτελεσματικός, τότε προφανώς τα ίδια πρόσωπα (που τώρα απορρίπτονται) θα
αποκτούσαν ξαφνικά μια κάποια σημασία. Εδώ βέβαια μπαίνει το ερώτημα του πώς ο
θεσμός θα αποκτήσει τελικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχει απoλέσει, ή
που δεν είχε ποτέ, αν το πρόσωπο που θα τον εκπροσωπεί δεν έχει καμία μα καμία
σημασία.
Η άποψη του ΚΚΕ εκκινεί από τα πρόσωπα, για να καταλήξει πάλι σε αυτά.
Αρνείται δηλαδή να συζητήσει για την πολιτική επάρκεια των υποψηφίων για την
προεδρία της δημοκρατίας, αλλά στην συνέχεια δεν θα δυσκολευθεί και πολύ να
αντιπολιτευθεί αυτά τα ίδια πρόσωπα, για τα οποία την κατάλληλη στιγμή δεν
εξέφρασε συνειδητά καμία άποψη. Στο επίκεντρο όμως ήταν και παραμένει ένας
προβληματικός θεσμός, για τον οποίο κανένας, ούτε και το ΚΚΕ, δεν πολυμιλάει.
Το να λες ότι είναι ανεπαρκής ο θεσμός, εμένα προσωπικά δεν μου κάνει καμία
αίσθηση. Μίλα με παραδείγματα. Εκεί όμως έρχεται η αντιφατική για το ΚΚΕ αστική
σύμβαση που μας θέλει να "σεβόμαστε τον θεσμό", κάτι που εκτός των
άλλων, μας διευκολύνει λίγο περισσότερο να μην μιλάμε κατ' ουσίαν γι' αυτόν.
Προσωπικά, το πάω λίγο παραπέρα και λέω ότι δεν σέβομαι κανέναν θεσμό,
όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται στον συνταγματικό του ρόλο και ουσιαστικά δεν
λειτουργεί υπέρ δημοσίου συμφέροντος. Σέβομαι την ανάγκη και την ιδέα να
υπάρχουν θεσμοί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αξίζουν σεβασμού, απλά
και μόνο επειδή υπάρχουν. Με την ίδια λογική, θεσμός ήταν και η μοναρχία.
Ελπίζω, έστω και διστακτικά, να συμφωνούμε όλοι στο ότι για να αλλάξει το
status quo, έπρεπε κάποιοι να αμφισβητήσουν την μοναρχία, δηλαδή να πάψουν να
την σέβονται (τυπικά ή/και ουσιαστικά).
Κι ας το δούμε κι αλλιώς, επειδή αξίζει τον κόπο. Αυτό που ισχυρίζεται
το ΚΚΕ είναι και βαθιά υποκριτικό και μπορώ να το αποδείξω. Λέμε λοιπόν ότι η
προεδρία της δημοκρατίας είναι ένας ανεπαρκής θεσμός. Μάλιστα. Συμφωνούμε όλοι.
Στην συνέχεια λέμε ότι εμείς δεν ερχόμαστε στην συζήτηση για την εκλογή ΠτΔ, εξ
αυτού του λόγου (εκ της ανεπάρκειάς του δηλαδή). Συγγνώμη, αλλά ο θεσμός αυτός
υπάρχει σε κάποιο άλλο κράτος; Δεν είναι ένας θεσμός μέσα στα όρια του κατά το
ΚΚΕ αστικού συντάγματος, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί και ο
κοινοβουλευτισμός, δηλαδή η βουλή, στην οποία αν δεν κάνω λάθος το ΚΚΕ
ευχαρίστως συμμετέχει επί δεκαετίες; Ακόμα και αν πάμε σε μια λογική
αμεσοδημοκρατικής εκλογής του ΠτΔ από τους πολίτες, ούτε και αυτό μπορεί από
μόνο του να διασφαλίσει την ανεξαρτησία και την συνολική αξιοπιστία του θεσμού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχουμε σήμερα έναν τραγέλαφο. Μια
κυβέρνηση κατώτερη των χειρότερων περιστάσεων, που αδυνατεί να βρει έστω και
έναν υποψήφιο από την ευρύτερη δεξαμενή των δικών της στελεχών, καταφεύγοντας
στην λύση ενός εν ενεργεία βουλευτή, τον οποίο ουσιαστικά αναβαθμίζει από την
θέση του ΠτΒ στην θέση του ΠτΔ. Ένα ΠΑΣΟΚ που κατηγορεί την ΝΔ ότι κινήθηκε στενά
κομματικά, αλλά το ίδιο προτείνει για ΠτΔ έναν πρώην υπουργό του. Ο ΣΥΡΙΖΑ,
σταθερά σε ταυτοτική κρίση, προτείνει ένα πρόσωπο που ουσιαστικά προέρχεται από
το κραταιό ΠΑΣΟΚ, αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνομιλήσει με
το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη. Το ΚΚΕ σηκώνεται και φεύγει από την αίθουσα (αλλά
παρακρατάει τις 21 έδρες που κατέχει, άρα και τις αμοιβές των βουλευτών του,
που ας πούμε ότι είναι κατά προσέγγιση 6.000/βουλευτή, άρα 21 Χ 6.000 = 126.000
ευρώ/μήνα σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού), ενώ η Νέα Αριστερά σκέφτηκε
διεξοδικά να προτείνει δικό της υποψήφιο (και καλά κάνει βέβαια, εφόσον
αιτιολογεί σοβαρά την απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο), αλλά στην ουσία
είναι διχασμένη και κάποιοι βουλευτές της γλυκοκοιτάζουν την υποψηφιότητα Κατσέλη
(που προφανώς είναι η γέφυρα που έψαχναν για να επιστρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ).
Άκουσα επίσης ότι η Κωνσταντοπούλου πρότεινε ή σκέφτηκε να προτείνει τον
πατέρα της, αλλά στην αρχή νόμισα ότι το είδα στον ύπνο μου. Μετά ξύπνησα και
πληροφορήθηκα πως όντως πρότεινε τον πατέρα της. Έχει, λέει, όλα τα εχέγγυα για
το συγκεκριμένο αξίωμα. Πολύ ωραία. Να θυμίσουμε λοιπόν στην κ. Κωνσταντοπούλου
ότι δεν έχει σημασία αν είναι ή δεν είναι κανείς άξιος μιας θέσεως, αλλά το πώς
κατέλαβε την θέση αυτή και γενικώς πώς λειτουργεί σαν άτομο. Το να προτείνεις
έναν συγγενή σου για κάποιο δημόσιο αξίωμα, την στιγμή που εσύ κατέχεις ήδη ένα
άλλο δημόσιο αξίωμα, το οποίο κατέλαβες με την βοήθεια των συγγενών σου
(φαντάζομαι ότι είναι λίγο πιο εύκολο να βγεις βουλευτής, όταν είσαι η κόρη του
Νίκου Κωνσταντόπουλου), συγγνώμη, αλλά αυτό στο χωριό μου το λέμε ΔΙΑΠΛΟΚΗ.
Όταν μιλάμε για διαπλοκή, δεν εννοούμε ότι αυτοί που διαπλέκονται είναι
απαραίτητα και ανάξιοι, αλλά ότι χρησιμοποιούν μη αξιοκρατικά μέσα για την
επίτευξη των στόχων τους. Μπορεί πχ. ένας γιατρός να είναι πολύ καλός στο
κομμάτι της ιατρικής, αλλά από την στιγμή που χρηματίζεται, είναι πλέον
διεφθαρμένος. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, αργά ή γρήγορα, η διαπλοκή οδηγεί σε
διαφθορά. Θυμίζουμε επίσης ότι το 2023 η Κωνσταντοπούλου ψήφισε Τασούλα για την
θέση του Προέδρου της Βουλής, θέση στην οποία ο ίδιος είχε ήδη υπηρετήσει μία
πλήρη θητεία (2019-2023).
Η συγκυρία προσφέρεται για μια νέα θεσμική ριζοσπαστικοποίηση, μέσω
συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Φαίνεται όμως ότι μπορεί να μιλάμε για την
ανάγκη αλλαγής, για όραμα, για φύκια με μεταξωτές κορδέλες, αλλά επί της ουσίας
κανένας εκ των βασικών παικτών δεν είναι έτοιμος ή διατεθειμένος να αντιστρέψει
τους όρους του παιχνιδιού. Μηδενική ανοχή στη διαπλοκή και την διαφθορά, όπως
πολύ σωστά έγραφε η κ. Κατσέλη στο "Έθνος της Κυριακής", στις 21-12-2008,
είναι κάτι που δεν θα επιτύχουμε ποτέ, αν συνεχίσουμε να ανακυκλώνουμε τα ίδια
πρόσωπα, τις ιδέες τους και κατ' επέκτασιν τις πολιτικές τους. Είναι λίγο
δύσκολο να περιμένουμε κάτι καλύτερο από όλους όσοι πολιτεύθηκαν στην
μεταπολίτευση, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, και αυτό αποδεικνύεται στην πράξη,
από τις δικές τους πράξεις. Η λύση υπάρχει, είναι μία και λέγεται αλλαγή
στελεχιακού δυναμικού. Φυσικά, τουλάχιστον σε κεντρικό επίπεδο, δεν διατρέχουμε
άμεσο τέτοιο κίνδυνο. Την θέση του Τασούλα θα καταλάβει ένα άλλο απολίθωμα της
πολιτικής μας παρακμής, ο Νικήτας Κακλαμάνης.
Για όποιον, τέλος, δεν καταλαβαίνει, ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει, θα το
πω κι αλλιώς. Ανεξάρτητα από τις όποιες επιμέρους θετικές παρεμβάσεις στην
πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου, οι γενιές που πολιτεύθηκαν
στην μεταπολίτευση, κυρίως δε κατά την περίοδο της κρίσης, απέτυχαν συνολικά να
καταστήσουν την Ελλάδα χώρα αξιόπιστη, ανεξάρτητη και υπερήφανη.
Κλείνω, αναλογικά προς την βαρύτητα του θέματος, με μια εξαιρετική
αποστροφή του Τάσου Γιαννίτση, όπως την διατύπωσε στο “Βήμα”, σε άρθρο του με
τίτλο "Η χαμένη ευκαιρία του 2001", στις 25-11-2008: “Το θέμα τελικά
είναι ότι, στην πραγματικότητα, κανένα μεγάλο πρόβλημα δεν μένει άλυτο. Αν δεν
λυθεί πολιτικά, το λύνει με σκληρό τρόπο η ίδια η πραγματικότητα. Μόνο που
τέτοιες λύσεις θα είναι πολύ πιο επώδυνες για όσους θα τις υποστούν. Θα είναι
ακόμη πιο επώδυνες, στο μέτρο που θα τις χειριστεί πολιτικά μια
συντηρητική-φιλελεύθερη κυβέρνηση, που θα εναποθέσει σε μηχανισμούς της αγοράς,
που επιπλέον συχνά είναι και μηχανισμοί διαφθοράς, την επίλυση του
συνταξιοδοτικού και των κοινωνικών πτυχών με τις οποίες αυτό συνδέεται. Στο
μεταξύ εμείς, μέχρι να καταφέρουμε να συνθέσουμε το κρίσιμο πολιτικό στίγμα
μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής δύναμης, που οφείλουμε στην κοινωνία, θα δίνουμε
ραντεβού στα συνέδρια ή τις πλατείες, για να γιορτάζουμε τις ήττες μας.”
O κ. Γ.
Τσίπης έχει διατελέσει αιρετός τοπικός σύμβουλος νέων (ΤΟ.ΣΥ.Ν.) του πρώην
δήμου Αντιγονιδών.