* Έλενα Μπουλετή, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ«Ο κόσμος στην εποχή Τραμπ 2.0»
Η κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ στη Γαλλία ως η πιο πρόσφατη εξέλιξη
στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό είναι ενδεικτική της ολοένα και πιο ευμετάβλητης
όσο και πολωμένης κατάστασης στην ΕΕ, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η
συντηρητικοποίηση, οι φυγόκεντρες τάσεις, η εσωστρέφεια, κ.λπ. Τα φαινόμενα
αυτά προϋπήρχαν, αλλά φαίνεται να εντείνονται ενισχυμένα και από την εκλογή
Τραμπ και από όσα διακηρύσσει ότι θα κάνει ο νέος πρόεδρος άπαξ και βρεθεί στην
εξουσία.Η συντηρητική στροφή που ήδη υπήρχε στην Ευρώπη βαθαίνει λοιπόνκαι λόγω
των μηνυμάτων που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και επιταχύνουν
την υφιστάμενη, υπαρξιακή πλέον κρίση της Ένωσης. Οι διακηρύξεις -μέχρι στιγμής
στη θεωρία του επερχόμενου προέδρου δεν προοικονομούν τις καλύτερες ή τις
προοδευτικότερες και δημοκρατικότερες των εξελίξεων εντός και εκτός συνόρων και
όλα αυτά ενώ υπάρχουν ανοιχτά τα γνωστά πολεμικά μέτωπα (ουκρανικό, Γάζα,
Συρία). Έχοντας και τα δείγματα γραφής της προηγούμενης κυβερνητικής του
θητείας, ακούγοντας τις ρηξικέλευθες -πάντα υπό μορφή συνθήματος- δηλώσεις του
και βλέποντας και τα, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενα πρόσωπα που έχουν ανακοινωθεί
μέχρι στιγμής για θέσεις-κλειδιά στη νέα κυβέρνηση και δη στην εξωτερική
πολιτική, κανείς δε μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι πρόκειται να συμβεί αλλά
οι προσδοκίες μόνο αισιόδοξες δεν είναι.
Οι κινήσεις Ερντογάν
Σε αυτό το ήδη προβληματικό πλαίσιο, -και ίσως κάνοντας την ανάγκη
φιλοτιμία- η Τουρκία δια στόματος Ερντογάναποπειράθηκε να αναθερμάνει τις
σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αφήνοντας πίσω το κρεσέντο απειλών και
καταδικαστικών διακηρύξεων στο οποίο είχε επιδοθεί ο πρόεδρος Τραμπ παλαιότερα.
Παράλληλα η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ της δίνει την ευκαιρία να
προσπαθήσει να ενισχύσει τον έλεγχο στα σύνορά της με τη Συρία προκειμένου να
αποφύγει πάση θυσία τη διαμόρφωση οποιασδήποτε μορφής κουρδικού κράτους. Οι
διεργασίες στην περιοχή στην οποία συνωθούνται πολλοί «παίκτες» είναι
ιδιαιτέρως ρευστές, ενώ φαίνεται πως η τουρκική κυβέρνησηεπιδιώκει να παγιώσει
μια νέα κατάσταση με ενισχυμένο το δικό της ρόλο στην περιοχή πριν την έλευση
Τραμπ στην εξουσία. Θυμίζουμε ότι επί της προεδρίας του η αμερικανική στήριξη
στους Κούρδους είχε αποσυρθεί ενώ πρόσφατα τους αποκάλεσε «πολύτιμους
συμμάχους», οπότε κανείς δεν ξέρει πως προτίθεται να λειτουργήσει στο μέλλον.Ο
ΝτεβλέτΜπαχτσελίλειτουργώντας ως ο ακροδεξιός βραχίονας τoυ προέδρουΕρντογάν
και απευθυνόμενος κυρίως στο εσωτερικό της χώρας, δήλωσε για το Χαλέπι πως
είναι «έως το κόκκαλο τουρκικό και μουσουλμανικό», ενώ με υπονοούμενα για τις
ΗΠΑ που στηρίζουν τις κουρδικές δυνάμεις στην περιοχή είπε πως «είναι το πιο
φυσικό μας δικαίωμα να τους πούμε μαζέψτε τα και φύγετε». Οπότε η κλασική διττή
ρητορεία της τουρκικής κυβέρνησης συνεχίζει, με τον Τούρκο πρόεδρο να
απευθύνεται κυρίως στο εξωτερικό και να κάνει «υψηλή» πολιτική και τον
κυβερνητικό του εταίρο να αναλαμβάνει τα κομματικά ακροατήρια εντός συνόρων σε
αντίστοιχους τόνους.
Παράλληλα, ο Ερντογάνδιατηρεί την πολιτική προσέγγιση της περιφερειακής
δύναμης, δίνοντάς της ωστόσο, ίσως και λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά και λόγω
έλλειψης άλλων πολιτικών καταβολών ένα μεγαλοϊδεατικό, μεσσιανικό θα έλεγε
κανείς, χαρακτήρα. Έτσι με αφορμή μια έκθεση για τη στρατηγική της τουρκικής
δημόσιας διπλωματίας για την περίοδο 2024-2029, μίλησε για τις τουρκικές
διπλωματικές φιλοδοξίας υπερθεματίζοντας πως «η Τουρκία είναι μεγαλύτερη από
την Τουρκία, η γεωγραφία της καρδιάς μας έχει νόημα πολύ πέρα από την Τουρκία
και αυτό δεν είναι επιλογή αλλά ιστορική αποστολή. Νοιαζόμαστε για κάθε περιοχή
της καρδιάς μας, από τα Βαλκάνια μέχρι την Κεντρική Ασία, από την Αφρική μέχρι
τον Καύκασο, και δεν ξεχωρίζουμε καμία από την άλλη». Αυτή η «ιστορική
αποστολή» αντιφάσκει με πολλές διακηρυγμένες θέσεις της τουρκικής κυβέρνησης σε
διεθνή φόρα και στο πλαίσιο μιας πιο προσγειωμένης ρεαλιστικής πολιτικής, οπότε
οι τελικές επιλογές, κατά τη συνήθη πρακτική του Τούρκου προέδρου έγιναν και
γίνονται κατά περίπτωση, με παλινωδίες και αντιφάσεις. Παρόλα αυτά, πέρα από το
κουρδικό που σε ένα βαθμό απασχολεί την τουρκική κοινή γνώμη (μαζί με το θέμα
της Παλαιστίνης και την χλιαρή στάση της τουρκικής κυβέρνησης σε αυτό) το έτερο
ζήτημα για το οποίο δεν διαθέτει απ’ ότι φαίνεται λύση «της καρδιάς» ο Τούρκος
πρόεδρος είναι η οικονομία. Σε πρόσφατη ομιλία του από το βήμα της τουρκικής
Βουλής οαρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ΟζγκιούρΟζέλ, άσκησε κριτική
για τον αυξημένο πληθωρισμό ανοίγοντας ενώ μιλούσε μια βαλίτσα με
χαρτονομίσματα και λέγοντας «Ερντογάν, κάποτε αγοράζαμε αυτοκίνητο με μια δεσμίδα
χρήματα, σήμερα το αγοράζουμε με μια βαλίτσα χρήματα», στηλιτεύοντας την
οικονομική δυσπραγία και τη μειωμένη αγοραστική δύναμη που έχουν οι
περισσότεροι πολίτες στη χώρα.
Ελλάδα και Κύπρος στις νέες συνθήκες
Στα καθ’ ημάς τώρα, το πρόσφατο σχόλιο του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου
Μητσοτάκη από την άτυπη σύνοδο της Βουδαπέστης για τις ευρωαμερικανικές
σχέσεις και για τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας και της άμυνας της ΕΕ ότι
πρέπει «να ξυπνήσουμε από τη γεωπολιτική μας αφέλεια», είναι ενδεικτικό μιας ακόμη
συντηρητικής πολιτικής στροφής, σε
συμφωνία και συνέχεια με παλαιότερη δήλωση που είχε κάνει για τη χώρα μας ως
«προβλέψιμου συμμάχου» των ΗΠΑ. Στην ίδια ομιλία, αφού συνεχάρη εκ νέου τον
Αμερικανό πρόεδρο για τη νέα εκλογή του, εξέφρασε «την ελπίδα ότι η διατλαντική
σχέση θα παραμείνει ισχυρή προκειμένου να επιλύσουμε σημαντικά περιφερειακά και
παγκόσμια προβλήματα». Η προσέγγιση αυτή μπορεί να φαίνεται η επιλογή με το
λιγότερο ρίσκο αυτή τη στιγμή σε ένα ρευστό -και γι’ αυτό δυνητικά επικίνδυνο-
πολιτικό τοπίο, ωστόσο το αρνητικό σημείο σε αυτή είναι ότι μπορεί να αφήσει
πολύ σύντομα τη χώρα χωρίς δυνατότητα επιλογών και ελιγμών, δέσμια της
«προβλέψιμης» επιλογής της, εξαρτημένη με μια εξουσία η οποία όπως έχει δείξει
η προηγούμενη θητεία Τραμπ, κάθε άλλο παρά προβλέψιμη είναι.
Η Κύπρος, μέσω του Προέδρου Χριστοδουλίδη φαίνεται ότι ασπάζεται την
προσέγγιση του Έλληνα πρωθυπουργού, και θεωρεί ότι η πιο ασφαλής επιλογή είναι
η αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η ανακοίνωση της απόφασης προκάλεσε -όπως ήταν
αναμενόμενο- την άμεση αντίδραση της Τουρκίας, μεν αλλά η κυπριακή κυβέρνηση
πιθανώς να θεωρεί ότι ακόμη και έτσι, η εκπεφρασμένη βούληση της κυπριακής
κυβέρνησης για ένταξη στη συμμαχία εγγράφεται θετικά και μπορεί να λειτουργήσει
αποτρεπτικά αν χρειαστεί, ενώ ανοίγει και το δρόμο για την περαιτέρω αμυντική
θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και πάλι, πέρα από τα όποια οφέλη αυτής της
κίνησης, που δικαιολογούνται από αναλυτές με το επιχείρημα ότι «τώρα δεν είναι
καιροί για επαμφοτερίζουσα στάση», έχει σημασία να θυμόμαστε ότι ιστορικά- σε
ακόμη πιο δύσκολους καιρούς- ήταν διαφορετικές οι πολιτικές και διπλωματικές
επιλογές του προέδρου Μακάριου που κράτησαν το νεοσύστατο τότε κυπριακό κράτος
σε ορθή πορεία –για όσο αυτό κατέστη εφικτό.