Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Μνημονικοί μισθοί κόντρα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο


* ΔιονύσηςΤεμπονέρας, δικηγόρος -εργατολόγος – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Σχέδιο νόμου για τη μισθωτή εργασία: Τι επιφυλάσσει για το μέλλον των εργαζομένων»

Η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ γίνεται με τρόπο που αλλοιώνει πλήρως τόσοτο γράμμα όσο και το πνεύμα της Οδηγίας.Η ευρωπαϊκή Οδηγία, όπως αναφέρεται, έχει ως στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων. Θεσπίζει ένα πλαίσιο για την επάρκεια των κατώτατων μισθών και προάγει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, με σεβασμό στον ρόλο των κοινωνικών εταίρων-ανταγωνιστών.

Η Οδηγία εστιάζει σε δύο κύριους άξονες:

Τα κράτη-μέλη καλούνται να καθορίσουν σαφή κριτήρια και αντικειμενικές διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών, με τη δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) εφαρμογής μηχανισμού αυτόματης αναπροσαρμογής.

Τα κράτη-μέλη με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις κάτω του 80% υποχρεούνται να εκπονήσουν άμεσα σχέδιο δράσης προκειμένου να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Το νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή για την ενσωμάτωση της Οδηγίας προβλέπει μαθηματικό τύπο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού που λαμβάνει υπόψη α) τον πληθωρισμό για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής και β) την αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Εξασφαλίζονται με τον τρόπο αυτό επαρκείς μισθοί για τους εργαζομένους και επιτυγχάνονται οι σκοποί της Οδηγίας;

Η ευρωπαϊκή Οδηγία δεν υποχρεώνει την κυβέρνηση να θεσπίζει νομοθετικά τονκαθορισμένο κατώτατο μισθό. Αυτή είναι μια επιλογή της κυβέρνησης, που παίρνει τη σκυτάλη από τον μνημονικό νόμο 4172/2013 και την εισάγει σαν μόνιμη ρύθμιση στο ελληνικό εργατικό δίκαιο. Η κυβέρνηση «εφαρμόζει μνημόνιο» ενώ η χώρα είναι εκτός μνημονιακής εποπτείας από το 2018.

Η κυβέρνηση επιλέγει να απομακρυνθεί από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσω της ΕΓΣΣΕ. Η τελευταία είναι η «θεμέλια λίθος» πάνω στην οποία είναι χτισμένο το σύνολο των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι, από την ώρα που καταργήθηκε η ΕΓΣΣΕ, οι κλαδικές κυρίωςΣΣΕ είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η ανυπαρξία ΕΓΣΣΕ όχι μόνο ακυρώνει τον καθορισμό του μισθού από τους κοινωνικούς ανταγωνιστές αλλά ουσιαστικά καθιστά τις τριτοβάθμιες οργανώσεις εργαζομένων «αδειανά πουκάμισα» χωρίς ουσιαστική παρέμβαση στα μισθολογικά ζητήματα. 

Η κυβέρνηση αρνείται να επαναφέρει τις βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων (επεκτασιμότητα, μονομερής προσφυγή στη διαιτησία και ευνοϊκότερη ρύθμιση) αλλά και να αποκαταστήσει το δικαίωμα στην απεργία(απόφαση με 50%+1). Παράλληλα, διατηρεί σε ισχύ τις ενώσεις προσώπων, που καταστρατηγούν με διάφορους τρόπους τις επιχειρησιακές ΣΣΕ. Συνεπώς, η συλλογική αυτονομία παραμένει ατελής, ενάντια στις συνταγματικές προβλέψεις.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να μειωθεί. Πράγματι, μπορεί όμως να «παγώσει» σε έκτακτες συνθήκες ή όταν αυξάνεται η ανεργία. Η σύνδεση της ανεργίας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με το πάγωμα(ουσιαστικά, μείωση) του κατώτατου μισθού σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα δεν είναι αθώα. Εδράζεται στη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία ότι η λύση για να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας είναι η ουσιαστική υποτίμηση της εργασίας.

Ο μαθηματικός τύπος για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού λαμβάνει υπόψη πληθωρισμό και παραγωγικότητα της οικονομίας(με έναν «θολό» τρόπο) χωρίς να θεσπίζει ΑΤΑ.Συνεπώς, οι όποιες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μπορεί να υπολείπονται του πληθωρισμού, όπως συμβαίνει ήδη με τις συντάξεις(ν.4670/2020).

Ο νέος μηχανισμός αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού θα ισχύσει από το 2028.Για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027 θεσπίζεται μια μεταβατική διαδικασία, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και της ΑΔΕΔΥ, οι οποίοι θα συμμετέχουν στην επιτροπή διαβούλευσης, που θα διατυπώνει μη δεσμευτική γνώμη για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Συνεπώς, σε συνθήκες δύσκολες για τους εργαζομένους(ακρίβεια), ο κατώτατος μισθός θα συνεχίσει να ορίζεται με απόφαση της κυβέρνησης.

Η υποχρέωση με βάση την Οδηγία για κάλυψη εργαζομένων σεποσοστό 80% από συλλογικές συμβάσειςπαραπέμπεται στις καλένδες, καθώς θα ακολουθήσει διαβούλευση για έναν χρόνο και μετά θα ληφθούν οι αποφάσεις.Όπως ορίζει η Οδηγία (άρθρο 4), τα κράτη-μέλη με κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις κάτω του 80% θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στο σχέδιο δράσης θα πρέπει να καθορίζονται σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις. Η χώρα μας θα συνεχίσει να αποτελεί ευρωπαϊκή εξαίρεση ως προς τις ΣΣΕ για απροσδιόριστο διάστημα.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι χιλιάδες επιχειρήσεις παραβιάζουν συστηματικά τις προβλέψεις για τον κατώτατο μισθό και τα σχετικά επιδόματα(γάμου κ.λπ.). Δίχως ισχυρό ελεγκτικό μηχανισμό(Επιθεώρηση Εργασίας), οι προβλέψεις για τον κατώτατο μισθό είναι κενές περιεχομένου. Παράλληλα, οι ευέλικτες μορφές εργασίας ακυρώνουν στην πράξη τον κατώτατο μισθό, αφού η ευελιξία οδηγεί σε πολύ χαμηλότερες αποδοχές. Κανένα μέτρο για την καταπολέμηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης δεν περιλαμβάνεται στο σχετικό νομοσχέδιο.

Στο προτεινόμενο σύστημα αυτόματου καθορισμού του κατώτατου μισθού δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε τα ελάχιστα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία, δεν προβλέπεται ουσιαστική διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι έχουν μόνο γνωμοδοτικό ρόλο, ενώ αγνοούνται κριτήρια που αφορούν το μέγεθος της οικονομικής υστέρησης και τη διαβίωση μεγάλης μερίδας πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας και τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης. 

Η διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, στους οποίους ανατίθεται αμιγώς συμβουλευτικός ρόλος, χωρίς καμιά αποφασιστική αρμοδιότητα, δεν στοιχειοθετείουσιαστική συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και παραβιάζει για το λόγο αυτό το σκοπό της Οδηγίας.

Η εφαρμογή του προωθούμενου νόμου θα οδηγήσει σε έναν κατώτατο μισθό μόλις ελάχιστα πάνω από το όριο της εξαθλίωσης, ο οποίος θα αντιστοιχεί στο εισόδημα του 20% των φτωχότερων εργαζομένων και θα καθορίζεται μόλις στο 50% του μέσου μισθού.

Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση συνεχίζει σε πορεία απόκλισης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η επιλογή αυτή είναι εκείνη που μας έχει κατατάξει στις τελευταίες θέσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθών. 

Η χώρα χρειάζεται αλλαγή πορείας και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τον κόσμο της εργασίας με γνώμονα την ασφάλεια και την επάρκεια των μισθών σε αξιοπρεπή επίπεδα διαβίωσης. Ο προοδευτικός χώρος οφείλει πρώτος να ανοίξει τη σχετική συζήτηση.