Το παράρτημα Θεσσαλίας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε εκδήλωση με θέμα «Η κτηνοτροφία της Θεσσαλίας κάτω από συνεχείς προκλήσεις. Η περίπτωση της κτηνοτροφίας της Ελασσόνας». Η εκδήλωση, που τελούσευπό την αιγίδα του Δήμου Ελασσόνας, πραγματοποιήθηκετην Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024 στο Δημαρχείο Ελασσόνας.
Η κτηνοτροφία ως πυλώνας περιφερειακής ανάπτυξης
Ο γεωπόνος Δημήτρης Λώλης, πρώην Διευθυντής στη Διεύθυνση Αγροτικής
Οικονομίας Λάρισας, ανέπτυξε το θέμα «Η κτηνοτροφία στις σημερινές συνθήκες. Η
περίπτωση της περιοχής Ελασσόνας». Αφού αναφέρθηκε στη σημασία της κτηνοτροφίας
στην Ελλάδα,εστίασε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής Ελασσόνας της
Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, που αποτελεί μια από τις αντιπροσωπευτικότερες
κτηνοτροφικές περιοχές της Θεσσαλίας.
Όπως επισήμανε ο κ. Λώλης, η κτηνοτροφία συμμετέχει με ποσοστό περί το
30% (έναντι 70%-72% της φυτικής παραγωγής) στο ΑΕΠτουαγροτικού τομέατης χώρας.
Η Ελλάδα είναι ελλειμματική σε αρκετά κτηνοτροφικά προϊόντα, κυρίως στο βόειο
και το χοιρινό κρέας, αλλά και στο αγελαδινό γάλα. Πέραν της οικονομικής
διάστασης,η κτηνοτροφία έχει, όπως υπογράμμισε ο εισηγητής, μεγάλη σημασία για
την περιφερειακή ανάπτυξη,δεδομένου ότι αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματος του
αγροτικού πληθυσμού σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχουν άλλες προοπτικές
απασχόλησης, ενώ αξιοποιεί φυσικούς πόρους που διαφορετικά θα έμεναν
αναξιοποίητοι. Επομένως, εκτός του ότι παράγει τρόφιμα υψηλής διατροφικής
αξίας,ηκτηνοτροφία διαδραματίζει επιπλέον πολύ σημαντικό ρόλο στην
ισόρροπηπεριφερειακή και τοπική ανάπτυξη, την απασχόληση (καθώς έχει μεγάλο
πολλαπλασιαστή απασχόλησης), τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και τη
διατήρηση του πολιτιστικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, την προστασία του
φυσικούπεριβάλλοντος, καθώς και τη διατήρηση και αύξηση της βιοποικιλότητας,
Σύμφωνα με τον κ. Λώλη, ο αγροτικός τομέας (φυτική και ζωική παραγωγή)
έχειιδιαίτερη σημασίαγια τη Θεσσαλία, δεδομένου ότι είναι ο κυρίαρχος
παραγωγικός τομέας της Περιφέρειας. Από αυτόν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ο
δευτερογενής και τριτογενής τομέας. Για την περιοχή Ελασσόνας, ειδικότερα, μετά
την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής(ΚΑΠ), στα μέσα της δεκαετίας του
2000, και την υποχώρηση της καλλιέργειας του καπνού, ηκτηνοτροφία/ζωική
παραγωγή φαίνεται να είναιο βασικότερος κλάδος παραγωγής. Υπό τις νέες
κοινωνικοοικονομικές καιτις ακραίες κλιματολογικέςσυνθήκες, με τιςεπιζωοτίες να
επιμένουν, είναι, όπως υποστήριξε ο εισηγητής, επίκαιρο και απαραίτητο να
αναζητούνται λύσεις που ενισχύουν τη βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα αυτού του
βασικού κλάδου του αγροτικού τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα υπάρχουν, όπως είπε, σήμερα,σύμφωνα με την
ΕΛΣΤΑΤ (2021), περίπου 94.000 εκμεταλλεύσεις, που εκτρέφουν περί τα 11 εκατ.
αιγοπρόβατα, περίπου 11.000 εκμεταλλεύσεις, που εκτρέφουν περί τα 624.000
βοοειδή, και περίπου 220 εκμεταλλεύσεις, που εκτρέφουν περί τους 150.000
χοίρους. Σε αυτές η Θεσσαλία κατέχει σημαντική θέση, καταλαμβάνοντας περί το
10%, 37% και 4% των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αιγοπρόβατα, βοοειδή και
χοίρους, αντίστοιχα, και το 15%, 37% και 20% των ζώων, αντίστοιχα. Στην περιοχή
της Ελασσόνας εκτρέφεται το 43% περίπου των αιγοπροβάτων, το 57% των βοοειδών
και το 24% των χοίρων από αντίστοιχο αριθμό εκμεταλλεύσεων. Η κτηνοτροφία
τροφοδοτείκαι τον δευτερογενή τομέα μέσω μονάδων επεξεργασίας των προϊόντων που
προσφέρουν τα ζώα, καθώς και επιπλέον θέσεις εργασίας. Το κύριο προϊόν που
παρασκευάζεται εδώ είναι η φέτα, τυρί ΠΟΠ, με εξέχουσα θέση στην αγορά, μεγάλο
μέρος της οποίας εξάγεται.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, όπως επισήμανε ο
εισηγητής, συνεχής μείωση τόσο του αριθμού των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων όσο
και του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων. Αυτή η τάση δυστυχώς καταγράφεται στο
σύνολο της ελληνικής κτηνοτροφίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στο διάστημα
2012-2021 μειώθηκαν όλες οι κατηγορίες παραγωγικών ζώων της χώρας. Η μεγαλύτερη
μείωση σημειώθηκε στην αιγοτροφία(μείωση 33,7%), η οποία πάντως συνεχίζει να
κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη. Στην προβατοτροφία το ζωικό κεφάλαιο
μειώθηκε κατά 21,2%. Η Ελλάδα είναι πλέον τρίτη στην ΕΕ, πολύ πίσω από την
Ισπανία αλλά και τη Ρουμανία. Στη βοοτροφία οι μειώσεις ήταν 18% περίπου και
στη χοιροτροφία 30%.Όπως υπογράμμισε ο κ. Λώλης, την κτηνοτροφία επηρεάζει
σημαντικά καιη κλιματική αλλαγή. Οι τελευταίες καταστροφικές πλημμύρες
προκάλεσαν τεράστιες απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο και τις κτηνοτροφικές
εγκαταστάσεις.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις των παραπάνω είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Τόσο
πανελλαδικά όσο και στην περιοχή Ελασσόνας,τα τελευταία χρόνια παρατηρείταιδιαρκής
συρρίκνωση του παραγωγικούπληθυσμού των μικρών κοινοτήτων/οικισμών. Πέραν του
ότι φεύγουν εργατικά χέρια, δημιουργείται και μια κοινωνική απαξίωση της
υπαίθρου, που κάνει δύσκολη τη διαδοχή των συνταξιοδοτούμενων κτηνοτρόφων και
γενικότερα την παραμονή ατόμων μικρότερης ηλικίας. Δημιουργείται ήδηστον
αγροτικό τομέαμια αναδιάρθρωση:λιγότεροι καλλιεργητές με μεγαλύτερες εκτάσεις,
με αγορές ή μισθώσεις και μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό.
Η κτηνοτροφία δεν μπορεί, όπως τόνισε ο Δ. Λώλης, να ασκηθεί από
απόσταση, όπως μπορεί σε μεγάλο βαθμό να γίνει στη φυτική παραγωγή. Οι
κτηνοτρόφοι μένουν κατά κανόνα κοντά στον τόπο όπου βρίσκονται οι μονάδεςτους,
κρατώνταςζωντανά τα περισσότερα χωριά και δημιουργώντας μια ισορροπία στην
τοπική ανάπτυξη. Σημαντικό ρόλο στη μείωση ειδικά των αιγοπροβατοτροφικών
μονάδων έπαιξε, όπως επισήμανε, η έλλειψη προσωπικού με σχετική εμπειρία στη
διαχείριση των μονάδων αυτών.Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της
ποιμενικής αιγοπροβατοτροφίας και τη στροφή στη σταβλισμένη διαχείριση, με
καλύτερες εγκαταστάσεις, μηχανήματα τροφοδοσίας και μηχανικό άρμεγμα, σε
συνδυασμό με ζώα υψηλότερων αποδόσεων και μικρότερη χρήση βοσκότοπων. Οι
βοσκότοποι, οι οποίοικαλύπτουν μεγάλο μέρος της έκτασης της χώρας (περίπου ένα εκατ.
στρ. στην περιοχή της Ελασσόνας), είναι ένας από τους μεγαλύτερους ανανεώσιμους
πόρους, στους οποίους στηρίχθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κτηνοτροφίας
επί σειρά ετών. Ωστόσο, βοσκότοπος που δεν βόσκεται ή υποβόσκεται συστηματικά,
αχρηστεύεται ως βοσκότοπος, μειώνεται η βιοποικιλότητά του και γίνεται μη
επιλέξιμος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΚΑΠ. Υπάρχει, ως εκ τούτου,όπως
υπογράμμισε ο εισηγητής, επείγουσα ανάγκη να εκπονηθούν τα διαχειριστικά σχέδια
βόσκησης.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο κ. Λώληςυποστήριξε ότι στην αναζήτηση βιώσιμης
λύσης για την κτηνοτροφία στην περιοχή Ελασσόνας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα
δυνατάτηςσημεία: η μεγάλη κτηνοτροφικήπαράδοση, ειδικά στην αιγοπροβατοτροφία,
η ύπαρξη αρκετών και καλά οργανωμένων τυροκομείων, πολλά από τα οποία έχουν
εξαγωγική δραστηριότητα, η σχετικά καλή σφαγειοτεχνική υποδομή, η ύπαρξη
αρκετών βοσκοτόπων και ζωοτροφών και η σχετικά ικανοποιητικήπορεία εκμηχάνισης
(αρμεκτικές μηχανές κ.λπ.), καθώς και το ότι η φέτα και το αρνάκι και κατσικάκι
Ελασσόνας έχουν κατοχυρωθεί ωςπροϊόντα ΠΟΠ. Πολύ σημαντική επίσης είναι η
ύπαρξη στη Θεσσαλία Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών, κέντρου
γενετικής βελτίωσης ζώων, κτηνιατρικού εργαστηρίου, εργαστηρίου ελέγχου
κυκλοφορίας ζωοτροφών και ΑΕΙ καιμε κατευθύνσεις σπουδών που αφορούν την
κτηνοτροφία.
Αδύνατα σημεία της περιοχής, από την άλλη πλευρά, είναι η μεγάλη ηλικία
των κτηνοτρόφων, το ότι οι κτηνοτρόφοι δεν διαθέτουν ικανή καλλιεργούμενη γη
και χρησιμοποιούν ως επί το πλείστοναγοραζόμενες ζωοτροφές, η έλλειψη
βοηθητικού προσωπικού/ποιμένων, η μικρή συνεταιριστική παρέμβαση στην παραγωγή,
τη μεταποίηση και την εμπορία των κτηνοτροφικών προϊόντων, η αδυναμία
σύνδεσηςτων κτηνοτροφικών προϊόντων με το τουριστικό προϊόν, η μειωμένη
τεχνική/διοικητική στήριξη από τις κρατικές υπηρεσίες, στις οποίες
παρατηρούνται αξιόλογες ελλείψεις προσωπικού, η μεγάλη γραφειοκρατία και οι
καθυστερήσεις στα αναπτυξιακά προγράμματα, καθώς και η πιστωτική ασφυξία.
Οι συνέπειες των λοιμωδών νοσημάτων στην εγχώρια αιγοπροβατοτροφία
Ο Δρ. Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου, αναπληρωτής Διευθυντής στην Εθνική Αρχή
Διαφάνειας της Λάρισας,στην εισήγησή του με θέμα «Οι συνέπειες των λοιμωδών
νοσημάτων στην εγχώρια αιγοπροβατοτροφία. Η περίπτωση της Θεσσαλίας», αφού
έκανε μια γενική παρουσίαση των λοιμωδών νοσημάτων, ενδημικών και εξωτικών,
ανέλυσε πιο συγκεκριμένα τις δύοεπιζωοτίες, της πανώλης των μικρών μηρυκαστικών
και της ευλογιάς των αιγοπροβάτων.
Όπως εξήγησε, ο ιός της πανώλης διακρίνεται από την έντονη
μεταδοτικότητά του και τη μεγάλη εξάπλωσή του σε πολλές χώρες κυρίως της
υποσαχάριαςΑφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ινδικής Χερσονήσου. Η πανώλη
επεκτάθηκε σε πολλές περιοχές της χώρας, στη Θεσσαλία, Πελοπόννησο και Στερεά
Ελλάδα.Η ασθένεια δεν προσβάλλει τον άνθρωπο,έχειόμως σοβαρές οικονομικές
επιπτώσεις, διότι περιορίζεται το εμπόριο και η μετακίνηση των ζώων και
μειώνεται σημαντικά το ζωικό κεφάλαιο. Οι τρόποι μετάδοσης είναι πολλοί,
μέσωτων ίδιων των μολυσμένων προβάτων ή των προϊόντωντους, και η προσβολή
γίνεται αερογενώς με την αναπνοή και την κατάποση μολυσμένων τροφών.Η ασθένεια
έχει πολύ χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα και προκαλεί το θάνατο των ζώων,
ιδίως των νεαρών, που είναι πιο ευάλωτα. Όπως τόνισε ο κ. Παπαϊωάννου, δεν
υπάρχει θεραπευτική αγωγή, οι εκτροφές στις οποίες εκδηλώνεται η νόσος πρέπει
να απομονώνονται άμεσα και τα ζώα να θανατώνονται. Η όλη διαχείριση πρέπει να
ακολουθεί αυστηρά συγκεκριμένο πρωτόκολλο.
Η ευλογιά των αιγοπροβάτων προκαλείται, όπως εξήγησε ο ομιλητής, από ιό
και ακολουθείται από βακτηριακές επιπλοκές, προκαλώντας το θάνατο των ζώων,
ωστόσο ο ιός δεν προσβάλλει τον άνθρωπο και δεν μεταδίδεται με τα γαλακτοκομικά
προϊόντα ή το κρέας. Έχει μεγάλη εξάπλωση σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως στο
μεγαλύτερο τμήμα της Αφρικής, σε ολόκληρη την Ασία και σε μέρος των Βαλκανίων.
Η εξάπλωση της νόσου ήταν μεγάλη στην Ελλάδα, περιλαμβάνοντας τον Έβρο, τη
Θράκη, τη Ροδόπη, την Ανατολική Μακεδονία, την Καβάλα, τη Θεσσαλία, τη Στερεά
Ελλάδα τη Φωκίδα, την Κορινθία και την Πελοπόννησο. Μεταδίδεται εύκολα με
πολλούς τρόπους και προκαλεί χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα. Τα υγειονομικά
μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται είναι αυστηρά (απομόνωση εκτροφών για
τουλάχιστον 45 ημέρες, απολύμανση χώρων, υποχρεωτική σφαγή όλων των μολυσμένων
ζώων).
Προτάσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών των λοιμωδών νοσημάτων
Όπως υπογράμμισεο κ. Παπαϊωάννου, οι
κρατικές πολιτικές που έχουν εφαρμοσθείμέχρι σήμερα στην κτηνοτροφία θεωρούνται
αποτυχημένες. Η προσπάθεια υποκατάστασης των δημόσιων τοπικών κτηνιατρικών
υπηρεσιών από ιδιώτες κτηνιάτρους εκτροφής δεν ήταν επιτυχής. Απώτερος σκοπός
του θεσμού αυτού ήταν η μετακύλιση του κόστους των προγραμμάτων εξυγίανσης του
ζωικού κεφαλαίουστους ίδιους τους κτηνοτρόφους, χωρίς τη διάθεση των
αναλογούντων πόρων. Η πολιτική του περιορισμού των προσλήψεων κτηνιάτρων στο
Δημόσιο οδήγησε στη δραματική υποστελέχωση των κτηνιατρικών υπηρεσιών και στην
αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου των μετακινήσεων των αιγοπροβάτων, όπως
ανάγλυφα δείχνουν όσα βιώνει σήμερα η χώρα με τις δύο ζωονόσουςτης πανώλης και
ευλογιάς.
Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των τελευταίων επιδημιών
προτείνονται, όπως είπε ο κ. Παπαϊωάννου, τα εξής:
η απλοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης και η
αύξηση των πόρωνγια την εξυγίανση του ζωικού κεφαλαίου, ώστε τα ζώα που
θανατώνονται να αποζημιώνονται σε τιμή που να πλησιάζει την εμπορική τους αξία
και σε σύντομο χρόνο (το πολύ σε 90 ημέρες)
η στελέχωση των κτηνιατρικών εργαστηρίων με
εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ώστε να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς
ανάγκες τους
η ενίσχυση των περιφερειακών κτηνιατρικών
εργαστηρίων με κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να διεξάγονται όλες οι μοριακές
διαγνωστικές εξετάσεις για βακτήρια και ιούς
ο αποτελεσματικός συντονισμός των κτηνιατρικών υπηρεσιών μέσω
τουΥπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ), ώστε τα υγειονομικά
μέτρα να εφαρμόζονται με την ίδια αποτελεσματικότητα στο σύνολο της επικράτειας
της χώρας, ακόμη και στις απομονωμένες ορεινές και νησιωτικές περιοχές.
Ο Νικόλαος Παλάσκας, Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτρόφων
και Αντιδήμαρχος Αγροτικής Ανάπτυξης και Αγροτικής Οδοποιίας του Δήμου
Ελασσόνας,παρουσίασε με δραματικό τρόπο τα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους
πέντε μήνες στην κτηνοτροφία εξαιτίας της εμφάνισης της πανώλης των μικρών
μηρυκαστικών και της ευλογιάς των αιγοπροβάτων. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η
θανάτωση ενός κοπαδιού, λόγω της νόσησης των ζώων,είναι μια εξαιρετικά
δυσάρεστη κατάσταση για τους κτηνοτρόφους, που επηρεάζει την οικονομία
ολόκληρης της περιοχής, αλλά και τον κλάδο συνολικά.
Ο κ. Παλάσκας αναφέρθηκε στις συντονισμένες ενέργειες των κτηνοτρόφων και
στην αυστηρή εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων,που, συνδυαστικά,κατάφεραν να
αναχαιτίσουν την εξάπλωση της πανώλης, ενώ επισήμανε, με τη σειρά του, την
ανάγκη στελέχωσης των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής με
κτηνιάτρους.
Tη συζήτηση συντόνισε
η Παναγιώτα Βράντζα, κτηνίατρος και πρώην βουλευτής.