“Ἐλθὼν εὐηγγελίσατο
εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς”
Ἤδη προσεγγίζομε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ. Καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀκούγονται ἔχουν σχετικὲς ἀναφορὲς ποὺ μᾶς
θυμίζουν τὸν Ἐρχόμενο, τὸν Ἀναμενόμενο, αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσαν οἱ
προφῆτες, αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἀνέμεναν, ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐθνικοί.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γίνεται ἀναφορὰ στὸν ἐρχομὸ τοῦ
Χριστοῦ καὶ στὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός του. Αὐτὸ θὰ προσπαθήσομε νὰ δοῦμε
μὲ συντομία.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι αὐτός· «Ἐλθὼν εὐηγγελίσατο
εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ
ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Πιὸ ἁπλᾶ λέγει ὅτι, ὁ Χριστός, ὅταν
ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ, κήρυξε τὸ χαρούμενο μήνυμα τῆς εἰρήνης σὲ σᾶς ποὺ ἤσασταν
μακρυά του καὶ σὲ μᾶς ποὺ εἴμασταν κοντά του. Μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγούμαστε καὶ
προσεγγίζομε πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ οἱ δύο λαοὶ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα.
Γιὰ νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὸ θέμα πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ’ ὄψι μας τὴν
ἐπικρατοῦσα μέχρι τότε κατάστασι. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὑπῆρχε ξεκάθαρα ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ πίστευαν
στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, εἶχαν τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες, τὸν ναὸ μὲ τὸ
τελετουργικό του, καὶ ἄλλα. Αὐτοὺς τοὺς ὀνομάζει ὁ Παῦλος «ἐγγύς», διότι
θεωρητικὰ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό. Ἧταν οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὅλοι οἱ
ἄλλοι λαοί. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα τοῦ
πολυθεϊσμοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μακράν. Πραγματικὰ ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό,
μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μακρυὰ ἀπὸ τὸ φῶς.
Ὑπῆρχαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἐθνικοί. Ἀκούσαμε δὲ σὲ προηγούμενο
ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἐξωτερικὸ σημάδι τῆς διακρίσεως, ποὺ τοὺς
χώριζε. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι εἶχαν περιτομὴ οἱ δὲ ἐθνικοὶ ἦσαν ἀπερίτμητοι. Καὶ γιὰ
συντομία λέγονταν οἱ μὲν Περιτομή, οἱ δὲ Ἀκροβυστία. Μεταξύ τους ὑπῆρχε μεγάλη
ἀπόστασι. Οἱ διαφορές τους ἦταν μεγάλες καὶ ἐπικρατοῦσε μία ἐχθρότητα. Αὐτὴ
ἦταν ἡ κατάστασις.
Ὅταν κατέβηκε ἐδῶ κάτω ὁ Χριστὸς, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης.
Προάγγελος ἦταν ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος ποὺ ἀκούσθηκε τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως. Οἱ
ἄγγελοι ἔψαλαν τό· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις
εὐδοκία». Ἀκούσθηκε οὐράνιο μήνυμα εἰρήνης. Μὲ αὐτὴν τὴν εἰρήνη κάλεσε σὲ
ἑνότητα τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους χώριζε καὶ διέκρινε
ἔχθρα. Ἡ ἑνότητα αὐτή, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Χριστὸς τοὺς λαοὺς ὅλους, δὲν ἦταν
ἑνότητα πολιτική, ἀλλ’ ἦταν ἑνότητα θρησκευτική, μὲ βάσι τὴν κοινὴ πίστι στὸν
ἀληθινὸ Θεό. Δηλαλὴ ὁ Χριστὸς κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, Ἰουδαίους καὶ
Ἐθνικοὺς, κοντά στὸν Πατέρα του, νὰ τοὺς εἰρηνεύση, νὰ τοὺς ἑνώση, νὰ τοὺς
συμφιλιώση, καὶ νὰ γκρεμίση τὸ τεῖχος τοῦ μίσους καὶ τῆς ἔχθρας ποὺ ὑπῆρχε
ἀνάμεσά τους, καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἔτσι τὸν νέο λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε ἀκόμη ὅτι αὐτὴν τὴν ἑνότητα
τῶν συμφιλιωμένων πιὰ ἀνθρώπων, τὴν παρομοιάζει μὲ μία οἰκοδομὴ θεμελιωμένη
στοὺς προφῆτες καὶ ἀποστόλους ποὺ στηρίζονται πάνω στὸ θεμέλιο λίθο, στὸ
σταθερὸ καὶ ἐμετακίνητο ἀγκωνάρι τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τονισθῆ ὅτι στὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου γίνεται
ἀναφορὰ στὸν τριαδικὸ Θεό. Τί λέγει; «Δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ
ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Καὶ τοὺς δύο λαούς, δηλαδὴ
Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς, τοὺς παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς κατευθύνει,
τοὺς ὁδηγεῖ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα πρὸς τὸν Πατέρα.
Πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι τόση ἡ ἀγάπη
του, ὥστε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό του τὸν μονογενῆ ἔστειλε κάτω στὴν γῆ νὰ μᾶς
συναντήση. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία μας καὶ φανερώθηκε
σὲ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μᾶς κάλεσε ὅλους
κοντά του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς ὁδήγησε στὸν Πατέρα. Χωρὶς τὸν Χριστὸ
δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ προσέγγισι τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεσίτης Θεοῦ καὶ
ἀνθρώπων. Ἡ προσαγωγὴ γίνεται ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὁ Υἱὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς δίδαξε
τὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν προορισμό μας, ποὺ φανέρωσε τὸν Πατέρα καὶ
μᾶς προετοίμασε νὰ δεχθοῦμε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἔκανε αὐτὰ μὲ τὴν διδασκαλία
του, τὰ θαύματά του καὶ τὸ πάθος του, τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του.
Ἐπειδὴ ἡ εὐθύνη ποὺ βρεθήκαμε μακρυά του εἶναι δική μας, μᾶς κάλεσε σὲ μετάνοια
καὶ ζήτησε νὰ συμφιλιωθοῦμε μεταξύ μας καὶ μαζί του.
Ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ ἡ παράβασις μᾶς σκότισε τὸν νοῦ, δὲν μπορούσαμε νὰ
διακρίνωμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ γνωρίσωμε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἦρθε ὅμως τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιο καὶ μᾶς φώτισε τὸν νοῦ. Ἔτσι «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», ὅπως πολὺ ὡραῖα
ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Χωρὶς αὐτὸν τὸν φωτισμὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ σὲ μᾶς ἡ
ἀποκάλυψις τῆς ἀλήθειας, δὲν θὰ μποροῦσαμε νὰ γνωρίσωμε τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς μᾶς
ὀδηγεῖ, τὸ Πνεῦμα μᾶς φωτίζει καὶ μποροῦμε καὶ ὁδηγούμαστε στὸν Πατέρα.
Καὶ συμπερασματικὰ λέγει ὁ Παῦλος· «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ
πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Δὲν μπορῶ νὰ μὴν
ἐκφρασθῶ θαυμαστικά. Τί μεγαλεῖο ζοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ποὺ
εἴμασταν παραβάτες καὶ ἔνοχοι ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Υἱό του μᾶς
καλεῖ κοντά του, μᾶς φωτίζει μὲ τὸ Πνεῦμά του, καὶ ἀπὸ ξένους μᾶς κάνει
συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκείους τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὴν γῆ στοὺς
οὐρανούς. Μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους μᾶς κάνει συγκατοίκους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν
καὶ οἰκειακοὺς τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μεγαλειῶδες καὶ οὐράνιο δῶρο, νὰ εἴμαστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ
οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, μᾶς τὸ ἔδωσε χάρισμα ὁ Θεός. Ἡ δική μας τώρα εὐθύνη εἶναι νὰ
ἀκολουθήσωμε τὸν Χριστό στὸ κάλεσμά του μὲ τὴν δική μας θέλησι. Αὐτὸ περιμένει
ἀπὸ ἐμᾶς. Νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε πιστὰ καὶ σταθερά. Ἀξίζει κάθε κόπος καὶ θυσία
ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ.