Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Χωρίς επαρκείς μισθούς, χωρίς συλλογικές συμβάσεις: Η κυβερνητική εργαλειοποίηση της Κοινοτικής Οδηγίας 2022/2041για τη διαιώνιση της πολιτικής των χαμηλών μισθών


* Γιώργος Πετρόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Σχέδιο νόμου για τη μισθωτή εργασία: Τι επιφυλάσσει για το μέλλον των εργαζομένων»

Βασικό στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικήςτων τελευταίων πέντε χρόνων είναι η καθήλωση των μισθών, μέσω της οποίας συνεχίζονταιοιμνημονιακές πρακτικές της εσωτερικής υποτίμησης, αυτή τη φορά όμως μόνο για τη μισθωτή εργασία.

Αυτό επιτυγχάνεται με την αφαίρεση της διαδικασίας προσδιορισμού των μισθών από τους κοινωνικούς εταίρους και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη μετατροπήτης –ειδικά για τον κατώτατο μισθό– σε θέμα κρατικής μέριμνας και ελέγχου. Παράλληλα, έχει δομηθεί ένα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο(ν.4808/21) που περιορίζει τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, καθιστώντας πρακτικά παράνομη ακόμη και την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της απεργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια το σύνολο των απεργιών που προκηρύχθηκαν από μεγάλες ομοσπονδίες του δημόσιου τομέα(ΟΛΜΕ, ΕΦΚΑ, ΔΟΕ, ΟΑΕΔ)κρίθηκαν παράνομες.Όλα τα παραπάνω συνεργούν σε μια μεγάλης έκτασης αναδιανομή πλούτου σε βάρος της μισθωτής εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου, σε μεγέθη ανάλογα της εποχής του πρώτου Μνημονίου.

Έτσι, ο μέσος μισθός στη χώρα έχει κατρακυλήσει στις τελευταίες θέσεις στις αντίστοιχες στατιστικές κατατάξεις[1], γεγονός που, σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος προϊόντων και υπηρεσιών, οδηγεί στη μείωση της αγοραστικής δύναμης ακόμη και μισθωτών τους οποίους παλαιότερα θα κατατάσσαμε στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα.

Ειδικότερα,για το Δημόσιο, οι αυξήσεις 4% πέρυσι και 1%[2] καθαρά από τα μέσα του 2025 δεν φτάνουν ούτε στο μισό των απωλειών της αγοραστικής δύναμης που υπέστησαν οι εργαζόμενοι στονδημόσιο τομέα[3] τα τρία τελευταία χρόνια, αδυνατώντας πολύ περισσότερο να αναπληρώσουν την κατά 38% περικοπή των μισθών που πραγματοποιήθηκε από το 2010 έως το 2012.

Το νομοσχέδιο, που ψευδεπίγραφα τιτλοφορείται«Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς», δεν είναιπαρά άλλη μια επίδειξη επιλεκτικού ευρωπαϊσμού από την κυβέρνηση, καθώς αντιβαίνει στο πνεύμα της σχετικής Οδηγίας, αφού ούτε το πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων επιδιώκει να επαναφέρει σε ποσοστό 80% ,όπως προτείνεται από την Οδηγία,ούτε βέβαια «επαρκείς» κατώτατους μισθούς καθιερώνει.

Συγκεκριμένα, αντικαθιστά την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας(ΕΓΣΣΕ) και τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις με έναν αποστειρωμένο, υποτιθέμενο κοινωνικό διάλογο, που τελικά δεν θα έχει αποφασιστικό χαρακτήρα, αφού το ύψος του κατώτατου μισθού θα καθορίζεται σχεδόν αυτόματα και «αντικειμενικά» με τη χρήση αλγόριθμου ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως το ύψος του τιμαρίθμου και η «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας.

Με βάση τα παραπάνω, ο κατώτατος μισθός θα είναι ίσος ή μικρότερος από τον τρέχοντα πληθωρισμό, διατηρώντας τους μισθούς στη σημερινή ισχνή αγοραστική τους δύναμη στο διηνεκές. Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο στερεί από τους κοινωνικούς εταίρουςτη δυνατότητα να διαμορφώσουν μέσω της ΕΓΣΣΕ το ύψος του κατώτατου μισθού πάνω από τον «θεσμοθετημένο», ενώ το ασφυκτικό, αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω στερεί από τους εργαζομένους το βασικό τους «όπλο», την απεργία, καθιστώντας τη διαπραγματευτική τους θέση δυσχερή, τόσο σε κλαδικό όσο και σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.

Μέσω αυτής της στρεβλής διαδικασίας θα καθορίζεται ο μισθός και στον δημόσιο τομέα, με τα συλλογικά όργανα των εργαζομένων(την ΑΔΕΔΥ εν προκειμένω)ναυποεκπροσωπούνται ακόμη και σε αυτό το υποκατάστατο κοινωνικού διαλόγου που εγκαθιδρύει το εν λόγω νομοσχέδιο.

Υπενθυμίζουμε πως υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο–και συγκεκριμένα ο ν. 2738/99–το οποίο προσδιορίζει συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις σε γενικό και σε κλαδικό επίπεδο για ζητήματα όρων καισυνθηκών εργασίας στο Δημόσιο, καθώς και συλλογικές συμφωνίες, υπό όρους, για μισθολογικά ζητήματα. Εντός του παραπάνω πλαισίου υπήρξαν στο παρελθόν συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της ΑΔΕΔΥαλλά και συλλογικές συμβάσεις σε μια σειρά από κλάδους, όπως τα δημόσια νοσοκομεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Παρά το διατυπωμένο αίτημα και τις συνεχείς εκκλήσεις για επανενεργοποίηση του παραπάνω πλαισίου, η κυβέρνηση αρνείται να προσέλθει σε διάλογο και συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αυτή την περίοδο υφίστανται μόνο για τους εργαζομένους στους ΟΤΑα΄ και β΄βαθμού.

Αναφορικά δε με αυτό που αποκαλείταιστο νομοσχέδιο«επαρκής κατώτατος μισθός», η μοναδική αναφορά στους μισθωτούς του Δημοσίου είναι μια οριζόντια αύξηση των 20 ευρώ(12 ευρώ καθαρά), η οποία μάλιστα βαφτίζεται «εξίσωση με τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα». Αποκρύπτεται έτσι ότι, εξαιτίας της κατάργησης των αποκαλούμενων 13ου και 14ου μισθού, ο κατώτατος μισθός στο Δημόσιο είναι κατά 15% χαμηλότερος ακόμη και από αυτόν τον πενιχρό κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα.

Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο διεκδικούμε αυξήσεις μισθών 10% και επαναφορά του 13ου και 14ουμισθού έτσι ώστε οι μισθοί να προσεγγίσουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, καθώς και ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και για μισθολογικά ζητήματα. Η γενικότερη πορεία της οικονομίας, όπως τουλάχιστον διακηρύσσεται από την κυβέρνηση, και το θηριώδες υπερπλεόνασμα καθιστούν ρεαλιστικά εφαρμόσιμα τα παραπάνω αιτήματα. Πέραν της βελτίωσης των όρων ζωήςγια τους εργαζομένους στο Δημόσιο, το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων θα ξαναγυρίσει στα δημόσια έσοδα μέσων φόρων και εισφορών και το υπόλοιπο θα γίνει βασικές δαπάνες προϊόντων και υπηρεσιών, τονώνοντας την οικονομία.


[1] Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα είναι τρίτος από το τέλος ανάμεσα στις χώρες τις ΕΕ. Σύμφωνα με τα αντίστοιχα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι τρίτος από το τέλος ανάμεσα στις 35 χώρες-μέλη.

[2] Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για οριζόντια αύξηση, στην πρώτη περίπτωση 70 ευρώ και στη δεύτερη 20 ευρώ μικτά. Η ποσοστιαία αύξηση υπολογίζεται με βάση τον μέσο μισθό στο Δημόσιο.

[3] Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη μελέτη των Σμυρλή-Σαλή για λογαριασμό του Κοινωνικού Πολύκεντρου, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών του Δημοσίου στην Ελλάδα βρίσκεται πια στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας του υψηλού κόστους προϊόντων και υπηρεσιών σε αντιδιαστολή με τους χαμηλούς μισθούς.