Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς14:16-24
Ἡ παραβολὴτοῦ μεγάλου δείπνου
Ἡ εὐαγγελικὴπερικοπὴποὺ διαβάσαμε σήμερα, περιέχει τὴνπαραβολὴτοῦ
μεγάλου δείπνου. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὴντὴνπαραβολὴἔλαβε ὁ Ἰησοῦςἀπὸτὸἑξῆς
περιστατικό: Βρισκόταν στὸ σπίτι κάποιου Φαρισαίου. Ἐκεῖ θεράπευσε ἕνανἄρρωστο,
ὁ ὁποῖοςἔπασχεἀπὸὑδρωπικία, δηλαδή, εἶχε πρήξιμο ποὺ σχηματίζεται ἀπὸτὴ
συσσώρευση ὑγροῦ μέσα στὶς διάφορες σωματικὲς κοιλότητες ἢ ἱστούς. Ὁ Φαρισαῖος
παρέθεσε τραπέζι στὸν Κύριο καὶἀπὸαὐτὸπῆρεἀφορμὴ ὁ Κύριος νὰ μιλήσει γιὰτὴν
ταπεινοφροσύνη καὶτὴ φιλοξενία. Τότε κάποιος ἀπὸαὐτοὺςποὺἦσανστὸ τραπέζι εἶπε:
“Μακάριος, εὐτυχισμένος, ὅποιος φάει στὴ βασιλεία τοῦΘεοῦ”. Βέβαια αὐτὸς ὁ
μακαρισμὸςεἶχεὑλικὸ νόημα. ΟἱἙβραῖοι περίμεναν τὸν Μεσσία ὡςἐπίγειοβασιλιᾶ,
ποὺθὰτοὺς χόρταινε. Δὲνεἶναι παράξενο τὸὅτι, ὅταν ὁ
Χριστὸςἔθρεψεστὴνἔρημοτοὺςπέντε χιλιάδες -χωρίς νὰ
συνυπολογίζονταιγυναῖκεςκαὶπαιδιά- ἀμέσωςπῆγαννὰτὸν κάνουν βασιλιᾶ. Ἔλαβε,
λοιπόν, ὁ Κύριος ἀφορμὴἀπὸαὐτὸντὸνμακαρισμὸκαὶτοῦεἶπετὴδιδακτικὴπαραβολὴτοῦ
μεγάλου δείπνου.
Κάποιος ἔκανε μεγάλο δεῖπνοκαὶ
κάλεσε πολλούς. Ὅπως συνηθίζονταν τότε, τὴνὥρατοῦ δείπνου ἔστειλετὸνδοῦλο του
νὰπεῖσὲὅσουςεἶχε καλέσει νὰἔλθουν, γιατί ὅλαεἶναι πλέον ἕτοιμα. Συνηθιζόταν
τότε στὰ μέρη τῆςἈνατολῆςνὰκαλοῦντοὺς προσκεκλημένους λίγο πρὶνἀπὸτὸδεῖπνο,
ὅτανὅλαἦσανἕτοιμα. Τί ἔκαναν, ὅμως, αὐτοί; Ὅλοιμὲ μία γνώμη, σὰννὰεἶχανσυνεννοηθεῖ,
ἄρχισαννὰπαραιτοῦνται, νὰἀρνοῦνταινὰἔλθουνστὸδεῖπνο. Ὁ ἕνας δικαιολογήθηκε
ὅτιἀγόρασε χωράφι καὶ χρειάζεται νὰβγεῖἔξωκαὶνὰτὸδεῖ. Ἦταν πρόφαση, γιατί, ἐφ’
ὅσονἤδητὸεἶχεἀγοράσει, δὲνἦταν τόσο μεγάλη ἀνάγκηνὰτὸδεῖ. Ὅταντὸἀγόρασε,
ἀσφαλῶςτὸεἶδε. Ὁ ἄλλος προφασίσθηκε ὅτιἀγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια καὶ
πηγαίνει νὰτὰ δοκιμάσει πόσο ἀντέχουνστὶςσκληρὲςἀγροτικὲς δουλειές, πόσο
δυνατὰκαὶὑπάκουαεἶναι. Καὶαὐτὸς προβάλλει ἄστοχη δικαιολογία. Ἁπλῶςδὲνθέλει νὰ
πάει. Ὁ τρίτος προσκεκλημένος δικαιολογήθηκε ὅτι νυμφεύθηκε καὶ βέβαια
δὲνμποροῦσενὰἀφήσει μόνη τὴ γυναίκα του. Ἀλλὰστὰ συμπόσια τότε μόνον
ἄνδρεςσυμμετεῖχαν. Ἄντὸἤθελε, θὰ πήγαινε μόνος του.
Ὁ ἀπεσταλμένοςδοῦλος γύρισε
ἄπρακτοςκαὶἀνήγγειλεστὸν κύριό του τὰὅσα συνέβησαν. Ὁ οἰκοδεσπότης θύμωσε καὶεἶπεστὸνδοῦλο
του νὰβγεῖ γρήγορα στὶςπλατεῖεςκαὶστὰστενὰτῆς πόλεως, δηλαδή, ἐκεῖὅπου
συχνάζουν οἱἄνθρωποι· φέρε ἐδῶ, τοῦ λέει, τοὺς πτωχούς, τοὺςἀναπήρους,
τοὺςχωλοὺςκαὶτοὺς τυφλούς. Πράγματι τὸἔπραξε.
Εἶπεστὸνοἰκοδεσπότηὅτιἐκτέλεσετὴνἐντολή του καὶὅτιὑπάρχειἀκόμη τόπος ἄδειος.
Τότε ὁ κύριος τὸν διέταξε νὰβγεῖστοὺς δρόμους καὶστοὺς φράκτες τῶν κτημάτων,
ἐκεῖὅπου συνήθως μαζεύονται ἄνθρωποι περιπλανώμενοι· νὰτοὺςἀναγκάσεινὰμποῦνστὸ
σπίτι, γιὰνὰ γεμίσει. Κανεὶςἀπὸἐκείνουςποὺ κάλεσε καὶἀρνήθηκαν, δὲνθὰἀπολαύσειτὸδεῖπνο
του.
Αὐτὴεἶναι ἡ παραβολὴτοῦ μεγάλου δείπνου. Ἆραγεποιόεἶναιτὸ νόημα
τῆςπαραβολῆς; Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μᾶςἐπισημαίνουννὰ μένουμε στὸ κύριο νόημα,
στὸνσκοπὸτῆςπαραβολῆςκαὶνὰμὴ περιεργαζόμαστε, νὰἀναζητοῦμε τί σημαίνει τὸ κάθε
σημεῖοτῆςπαραβολῆς.
Ἡ παραβολὴἔχειἄμεση σχέση μὲτὴ
βασιλεία τοῦΘεοῦ, ὄχι βέβαια ἐπίγεια. ΑὐτὴντὴνὑλιστικὴἄποψητῶνἸουδαίων ὁ
Χριστὸς θέλει νὰτὴνἀνατρέψειμὲαὐτὴντὴν παραβολή. Θέλει νὰἐπανορθώσειτὶς πλάνες
τους περὶἐθνικῆςἀποκαταστάσεωςκαὶ δόξας, περὶἐνδόξουἐπὶτῆςγῆς μεγαλείου. Ὁ
οἰκοδεσπότηςποὺκαλεῖ, εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸςμᾶςκαλεῖνὰ θρέψει τὶς ψυχές μας
καὶνὰμᾶς χορτάσει στὴνἐπουράνια βασιλεία Του. Ἀλλ’ ἐνῶμᾶςκαλεῖ, ἐμεῖς γιατί
ἀρνούμαστετὴν πρόσκλησή Του; Γιατί προβάλλουμε ἀπίθανεςκαὶἄστοχες δικαιολογίες.
Πόσες φορὲςστὴν κλήση τοῦΘεοῦπολλὲςφορὲςἀπαντᾶμεκαὶἐμεῖς: «Ἔχε με παρῃτημένον»,
παράτα με; Βρίσκουμε προφάσεις «ἐνἁμαρτίαις», ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός. Ἔχουμε
τόσο χρόνο γιὰἀλλότρια πράγματα, καὶδὲνἔχουμε χρόνο γιὰτὸν Θεό. Λησμονοῦμεὅτι,
ὅπωςτὸσῶμαἔχειἀνάγκητὴνὑλικὴ τροφή, ἔτσι ἡ ψυχὴ χρειάζεται τὴνπνευματικὴ τροφή,
τὸν λόγο τοῦΘεοῦ, τὴ θεία Κοινωνία, τὴν προσευχή.
Ἀρνούμαστενὰποῦμετὸ«Ἀμὴν»στὸ«Ναὶ»τοῦΘεοῦ, καὶ βυθιζόμαστε στὴ μελαγχολία,
στὸἄγχος, στὴνἀπελπισία. Βάζουμε τόσα ἐμπόδιαστὴν κληρονομία τῆςἐπουράνιας
βασιλείας.
Μπορεῖαὐτὰτὰἐμπόδιανὰεἶναικατὰκόσμον δικαιολογημένα. Ὅπωςκανεὶςἀπὸὅσους
προσκλήθηκαν στὸδεῖπνοτῆςπαραβολῆςδὲνκατηγορεῖταιὡςἀπατεῶνας ἢ κλέφτης.
Ἀπέκτησαν νόμιμα πράγματα, μὲἐνέργειεςποὺκανεὶςδὲνμπορεῖνὰτοὺς κατηγορήσει.
Καὶὅμωςδὲνξεπερνοῦναὐτὰτὰἐμπόδια, προκειμένου νὰἔλθουνκαὶνὰἀπολαύσουντὸδεῖπνο.
Ἔτσικαὶμεῖςἔχουμετὶς δουλειές μας, τὶςἔγνοιές μας. Γιὰὅλαἔχουμεεὐκαιρία.
ΓιὰτὸνΘεὸδὲνἔχουμε; Δὲνεὐκαιροῦμενὰἐκκλησιαζόμαστε, νὰ προσευχόμαστε, νὰ
χύνουμε τὴν ψυχή μας μπροστὰστὸν Θεό, ὅπωςἔκανε ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα τοῦ Σαμουήλ; Ἡ
ψυχή μας μένει προσκολλημένη στὰὑλικὰἀγαθά, ἀλλὰδὲνἡσυχάζει. Ὅπωςἔλεγε ὁ
ἅγιοςΑὐγουστῖνος, ποὺκαίοντανἀπὸτὴνἀγάπητοῦΘεοῦ, «ἡ ψυχή μας δὲνἡσυχάζει, παρὰ
μόνον ὅτανἀναπαυθεῖσὲ σένα, ὦ Θεέ».
Μᾶςἀπορροφοῦνοἱἀπολαύσειςκαὶοἱἀνέσεις, ἡ προσκόλλησή μας
στὶςοἰκογενειακὲςὑποχρεώσεις. Καλῶς. ἈλλὰγιὰτὸνΘεὸκαὶτὴν ψυχή μας δὲν πρέπει νὰ
κάνουμε κάτι παραπάνω; Ὅλητὴνἰκμάδαμας, τὴ ζωντάνια
μας,θὰτὴνἀπορροφοῦνοἱἔγνοιεςτῆςοἰκογένειας; Ἡ καρδιά μας δὲνσκιρτᾶγιὰτὸν Θεό;
Ὅμωςαὐτὸςποὺ χάνει, δὲνεἶναι ὁ Θεός. Ἐμεῖς χάνουμε ποὺἀρνούμαστετὴν κλήση Του.
Ἀποδεικνυόμαστεἀχάριστοι. Στερούμαστε τὴ γλυκύτητά Του, τὸ πλουσιοπάροχο
δεῖπνοποὺμᾶς παραθέτει. Δὲν γευόμαστε πόσο γλυκύς εἶναι ὁ Κύριος.
Καὶ τί γίνεται; ΔὲνπραγματοποιεῖταιτὸδεῖπνοτοῦΘεοῦ,
ἐπειδὴἐμεῖςἀρνούμαστε; Ὁ Θεὸςδὲνεἶναι προσωπολήπτης.
Ἂνδὲνἀνταποκριθοῦμεἐμεῖςστὴν κλήση Του, ὑπάρχουνοἱ “πτωχοί”, οἱ “ἀνάπηροι”, οἱ
“χωλοί”, οἱ “τυφλοί”· ὑπάρχουνκαὶαὐτοὶποὺ βρίσκονται στοὺς “δρόμους”, στούς
“φράκτες” τῆς κοινωνίας, οἱ παρακατιανοί, οἱ στερημένοι, πού, ἂνκαὶ διστάζουν,
θὰπεισθοῦννὰἔλθουνστὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦΘεοῦ. Πάντοτε θὰὑπάρχειχῶροςστὴ
βασιλεία τοῦΘεοῦ, γιὰνὰ γεμίσει ὁ οἶκοςτοῦΘεοῦ. Αὐτὸς ὁ οἶκοςθὰ γεμίσει, ὄχι
γιατί δὲνθὰἔχει περισσότερο χῶρο, ἀλλὰ γιατί θὰὁλοκληρωθεῖ ὁ
ἀριθμὸςτῶνἐκλεκτῶν. Σὲαὐτοὺςτοὺςἐκλεκτοὺςεἴθενὰμᾶς συμπεριλάβει ὁ Θεός, ὁ
οὐράνιοςοἰκοδεσπότης, ὁ ὁποῖοςσυνεχῶςμᾶςσυγκαλεῖστὴνἑστίασητὴνπνευματικὴκαὶ
γίνεται γιὰἐμᾶςκαὶοἰκοδεπότηςκαὶἑστιάτορας. Ἀμήν.
ἘκτῆςἹερᾶς Μητροπόλεως