Εὐαγγέλιο: Λουκᾶς16:19-31
Ἡ παραβολὴτοῦ πλουσίου καὶ τοῦ
πτωχοῦ Λαζάρου
Ἡ παραβολή, ποὺἀκούσαμε
σήμερα, κάνει λόγο γιὰτὸν πλούσιο καὶτὸνπτωχὸ Λάζαρο. Ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς
διδασκαλίας τοῦ Κυρίου γιὰτὴνκαλὴ χρήση τῶνἐπιγείωνἀγαθῶν. Σὲαὐτὴντὴνπαραβολὴ ὁ
Κύριος δὲν παίρνει εἰκόνεςἀπὸτὸνφυσικὸ κόσμο, ἀλλὰἀπὸτὸνμεταφυσικὸκαὶὑπερφυσικὸ
κόσμο.
Τὸπρῶτο πρόσωπο
τῆςπαραβολῆςεἶναιἕνας πλούσιος. Ἐξωτερικὰἦταν ντυμένος μὲτὴν πορφύρα, ἔνδυμα
κόκκινο καὶ πανάκριβο, καὶἐσωτερικὰμὲτὴβύσσο, δηλαδή, λεπτὸλινὸὕφασμα. Κάθε
μέρα ζοῦσεμὲἀπολαύσειςκαὶ φανταχτερά. Ἀξίζεινὰ προσέξουμε ὅτι ὁ πλούσιος
ἀναφέρεταιχωρὶςτὸὄνομά του. Βέβαια εἶναι παραβολή, καὶδὲνθὰ περιμέναμε κάποιο
συγκεκριμένο ὄνομα. Ὅμωςκαὶαὐτὸἔχειτὴ σημασία του. Τὸ δεύτερο πρόσωπο εἶναι ὁ
πτωχός, τὸνὁποῖο ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ Λάζαρο. Ἐπίτηδεςτὸνὀνομάζειἔτσι, γιατί
τὸὄνομα Λάζαρος σημαίνει, ὁ Θεὸςεἶναι βοηθός μου. Τὰὀνόματατῶν δικαίων εἶναι
γραμμένα καὶστὴ βίβλο τῆςζωῆς. Ὁ Λάζαρος ἦτανπαραπεταμένοςμπροστὰστὴν πόρτα τοῦ
πλουσίου καὶἐπιθυμοῦσενὰ χορτάσει ἀπὸτὰ ψίχουλα, ποὺἔπεφτανἀπὸτὸ τραπέζι τοῦ
πλουσίου. Ὅμωςδὲνἦταν μόνον πτωχός. Ἦτανκαὶγεμᾶτος πληγές. Ἐπειδὴδὲἦτανσχεδὸν
γυμνός, οἱ σκύλοι ἔρχοντανκαὶἔγλειφαντὶς πληγές του.
Αὐτὰσυνέβαινανσὲαὐτὴντὴν ζωή.
Ἀλλὰ ἡ ζωὴαὐτὴ κάποτε τελειώνει. Εἶναισὰντὴναὐλαίατοῦ θεάτρου, ποὺ κλείνει καὶ
τελειώνει τὸ θέατρο.
Ἀπέθανανκαὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος
καὶ ὁ πλούσιος. Τὸν Λάζαρο οἱἄγγελοιτὸν μετέφεραν στὶςἀγκάλεςτοῦἈβραάμ,
στὴναἰώνιαἀνάπαυση. Ἀπὸτὴν πόρτα τοῦ πλουσίου μεταφέρθηκε στὴνἀγκάλητοῦπολὺ
πλουσίου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖοςἂνκαὶ πλούσιος, ἦταν πάντα φιλόξενος. Συνέβη νὰ
πεθάνει καὶ ὁ πλούσιος, ποὺὁπωσδήποτετὸνἔθαψανμὲ τιμές, πομπὴκαὶ πολυτέλεια.
Αὐτὸτοὐλάχιστονὑπονοεῖτὸρῆμα«ἐτάφη», σὲἀντίθεσημὲτὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου,
ποὺὡςπτωχὸκαὶγεμᾶτοπληγὲςμπορεῖκαὶνὰτὸνἔρριξανσὲἕνα λάκκο.
Ἐδῶστὸνὑπερφυσικὸ κόσμο
ἀλλάζουντὰ πράγματα. Ὁ πλούσιος βασανίζεται. Εἶναιστὸνἅδη, ποὺδὲν σημαίνει
ἀπαραίτητατὴν κόλαση, ἀλλὰτὴν κατάσταση τῆςἀτέλειωτης δυστυχίας, ἡ
ὁποίαθὰαὐξηθεῖστὴγενικὴ κρίση. Σηκώνει τὰ μάτια του καὶ βλέπει
ἀπὸμακριὰτὸνἈβραὰμκαὶτὸν Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Εἶναιπολὺβαρὺ γι’ αὐτὸννὰ
βλέπει τὸν Λάζαρο νὰἀπολαμβάνειτὴ γαλήνη, ἐνῶαὐτὸς βασανίζεται. Φωνάζει
καὶζητεῖἀπὸτὸνἈβραάμ, τὸνὁποῖοἀποκαλεῖ πατέρα, νὰτὸνλυπηθεῖ, νὰ στείλει τὸν
Λάζαρο, γιὰνὰ βουτήξει τὴνἄκρητοῦ δακτύλου του στὸνερὸκαὶνὰ δροσίσει τὴγλῶσσα
του, γιατί βασανίζεται μέσα σὲαὐτὴντὴ φλόγα. Ἡ εἰκόνατῆςφωτιᾶςδὲν σημαίνει
ὑλικὴ φωτιά. Ἁπλῶς ἡ Γραφὴχρησιμοποιεῖεἰκόνεςἀνθρώπινες, γιατί αὐτὲς
καταλαβαίνουμε. Ὁ Ἀβραάμ, ποὺἀποκαλεῖ τέκνο τὸν πλούσιο, μολονότι
ἀποδείχθηκεἀνάξιος, τοῦ θυμίζει,
ἐπειδὴοἱνεκροὶδιατηροῦντὴνἀνάμνησητῆςἐπίγειαςζωῆς, ὅτιἀπόλαυσεστὴν ζωή του
τὰἀγαθά του, δηλαδή, τὰφθαρτὰἀγαθά. Ἀντίθετα ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσετὰκακὰτῆς
δυστυχίας του. Μὲὑπομονὴκαὶ καρτερικότητα ἔζησε μέσα στὴ φτώχεια
καὶστὴνἀρρώστια. Τώρα ἐκεῖ πλέον ἔχειτὴν παρηγοριά του, ἐνῶ ὁ πλούσιος
βασανίζεται. Ἄλλωστεὑπάρχει μεγάλο χάσμα ἀνάμεσαστὶς δύο καταστάσεις, ἀδιάβατο.
Ἡ λέξη «χάσμα» εἶναιἀνθρωπομορφική. Δηλώνει ὅτιστὴ μετά θάνατον
ζωὴδὲνμπορεῖνὰὑπάρξειἐπικοινωνίαἀνάμεσαστοὺς δικαίους καὶστοὺςἀδίκους.
Ἀλλὰ ὁ πλούσιος
ἐπιμένεικαὶπαρακαλεῖτὸνἈβραὰμνὰ στείλει τὸν Λάζαρο στὸπατρικὸ σπίτι, στοὺς
πέντε ἀδελφούς του, γιὰνὰτοὺς βεβαιώσει σχετικὰμὲὅσα συμβαίνουν σὲἐκείνηντὴμετὰ
θάνατον κατάσταση καὶνὰμὴἔλθουνστὸν τόπο, ὅπουαὐτὸς βασανίζεται. Ἐνῶδὲ ὁ
Ἀβραὰμτοῦ τονίζει ὅτιὀφείλουννὰἀκούσουνὅσα γράφουν ὁ Μωυσῆςκαὶοἱπροφῆτες, ὁ
πλούσιος ἐπιμένειὅτιθὰ μετανοήσουν, μόνον ἐὰνἕναςἀπὸτοὺςνεκροὺς πάει σὲαὐτούς.
Ὅμως ὁ Ἀβραὰμεἶναι κατηγορηματικός. ἘὰνδὲνὑπακούσουνστὸνΜωυσῆκαὶστοὺςπροφῆτες,
δὲν πρόκειται νὰπεισθοῦν, οὔτεκαὶἂν κάποιος νεκρὸςἀναστηθεῖ. Θὰ φύγει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωσηκαὶ πάλι θὰ γυρίσουν στὴ σκληρότητά τους.
Στὴν περικοπή μας, ἀγαπητοί
μου, δίνεται ἀπάντησηστὸ πρόβλημα, ποὺὀνομάζουμεκοινωνικὸ πρόβλημα. Γιατί
ὑπάρχειαὐτὸτὸ πρόβλημα; Γιατί ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτὴεἶναιποὺκαθιστᾶτὸνἄνθρωποἄπληστο νὰμὴ ξέρει τί ἔχει, ἐνῶ δίπλα του ὑπάρχει
ὁ πτωχός, ὁ ἀδύναμος, ποὺδὲνἔχειμὲ τί νὰ ζήσει.
Οἱκοινωνικὲςἀνισότητεςεἶναιἐμφανεῖς. Σήμερα ὑπάρχουν πεινασμένοι, γιατί
ὑπάρχουναὐτοὶποὺσπαταλοῦν, ποὺ χορταίνουν καὶδὲνὑπολογίζουν τί κάνει ὁ
ἀνήμπορος. Ἡ σπατάλη εἶναι πρόκληση γιὰ πολλούς. Ξοδεύουμε, ἐνῶἄλλοιδὲνἔχουνμὲ
τί νὰ ζήσουν. Ὁ Χριστιανισμὸςἔλυσετὸ ζήτημα
τῶνκοινωνικῶνἀνισοτήτωνἀθόρυβακαὶἀποτελεσματικά. Ὄχι μόνο γιατί στὴν πρώτη
Ἐκκλησίαδὲνὑπῆρχαν πτωχοί, ἐφ’ ὅσονοἱἔχοντεςἔδινανκαὶὅλοιἦσανἴσοι. Τὰεἶχαν
κοινά, πωλοῦσαντὶς περιουσίες τους καὶτὰ χρήματα τὰ διαμοίραζαν
σὲὅλουςὅσοιεἶχανἀνάγκη. Ὄχι μόνο γιατί ὑπῆρχεἕνας Βαρνάβας, ποὺ πούλησε τὸ
χωράφι του καὶἔδωσετὴνἀξία του στοὺςἀποστόλους. Ὄχι μόνο γιατί ὁ
ἀπόστολοςΠαῦλοςεἶχεὀργανώσει δίκτυο φιλανθρωπίας
ἐξαίρετοκαὶθεωροῦσετὴσυλλογὴτῶνεἰσφορῶν “λειτουργία”, πρὸςἀνακούφισητῶν
διωκομένων πιστῶντῆς Παλαιστίνης. Ἀλλὰκαὶ γιατί ὁ Χριστιανισμός,
χωρὶςκαμμίαἐπανάσταση, χωρὶς βία, ἄλλαξετὰ δεδομένα καὶ κατήργησε τὶς
διακρίσεις σὲπτωχοὺςκαὶ πλουσίους, σὲ δούλους καὶ κυρίους. Ἔλυσετὸ πρόβλημα στὴ
ρίζα του, γιατί τόνισε τὴνμερικὴἀξίατῶνὑλικῶνἀγαθῶν, τὴνἀξιοποίησή τους γιὰτὴ
μετά θάνατον ζωή, τὴνἰσότητα.
Αὐτὴ ἡ ζωὴεἶναιἀνάγκηπρῶτα φυσική, δεύτερο ἀνθρώπινη. Εἶναικαὶἀδιάψευστος λόγος τοῦ Κυρίου. Ὅταν βλέπουμε σήμερα τὴνκοινωνικὴἀδικία, νὰεὐδοκιμοῦνοἱκακοὶκαὶνὰδυστυχοῦνοἱ καλοί, πολλοὶἀναλογίζονταιἄνὑπάρχει Θεός. Εἶναιδυνατὸννὰμὴνὑπάρχει Θεός, νὰεἶναιἄδικος; Τὰ πάντα κραυγάζουν ὅτι ὁ Θεὸςὑπάρχεικαὶδὲνεἶναιἄδικος. Εἶναι δίκαιος καὶθὰἀνταποδώσειστὴνἄλλη ζωή, ὅπως συνέβη μὲτὸν πλούσιο, ποὺἀπόλαυσετὰἀγαθά του στὴνἐπίγεια ζωή του, ἐνῶ ὁ Λάζαρος τὰ «κακά», ποὺ ὁ Θεὸςἐπέτρεψεὡς δοκιμασία. Ἐπειδὴ μόνος του δὲντὰ διάλεξε, ἀλλὰ ὁ Θεὸςτὰἐπέτρεψεὡς πειρασμό, ὡς δοκιμασία, γι’ αὐτὸστὴνπαραβολὴδὲν διαβάζουμε ὅτιαὐτὰποὺὑπέφερε, ἦταν δικά του. Ὅλοι, ἐπίσης, θέλουμε νὰ ζήσουμε παντοτινά. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸςἔδωσετὴναἰώνια ζωή, γιὰνὰἱκανοποιήσειαὐτὴντὴ δίψα μας. Ἀλλὰἔχουμεκαὶτὸνἀληθινὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτιθὰἔλθει πάλι, γιὰνὰμᾶς κρίνει κατὰτὰἔργα μας, ὁ δίκαιος Κριτής.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως