“Οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος
ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ”
Τὸν ἀπόστολο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα τὸν ἀκούσαμε καὶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν
Ὕψωσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τότε ἐξηγήσαμε ἕνα μέρος τῆς περικοπῆς, ἐπιλεγμένο
γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸν σταυρό. Σήμερα θὲ
ἐπιλέξουμε μία ἄλλη φρᾶσι τὴν ὁποία καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσωμε
ἁπλοϊκά.
Στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς λέγει ὁ ἀπόστολος· «Εἰδότες ὅτι οὐ δικαι-οῦται
ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν
Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου,
διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ». Πιὸ ἁπλᾶ· Ἐπειδὴ γνωρίσαμε
καλὰ ὅτι δὲν δικαιώνεται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ
Νόμου, παρὰ μόνον μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς στὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ πιστεύσαμε, γιὰ νὰ γίνωμε δίκαιοι ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ
τὰ ἐργα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀφοῦ, ὅπως γράφει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κανεὶς δὲν
πρόκειται νὰ δικαιωθῆ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου».
Τὸ θέμα ποὺ θίγει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ
χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας εἶναι οὐσιῶδες καὶ δὲν
θὰ ἔμενε ἀσχολίαστο ἀπὸ τὸν μεγάλο Παῦλο. Τονίζει λοιπὸν ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Νόμου
δὲν μποροῦν νὰ δικαιώσουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ σώ-σουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ τήρησις τῶν
διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ μόνη της δὲν ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία. Λέγει
καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ· «Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν». Κανένας δὲν
δικαιώνεται μπροστά σου Κύριε. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ ἄνθρωπος
οὔτε μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, ὁ Θεός, στὸ προαιώνιο καὶ ἀπόρρητο σχέδιό του, γιὰ
τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, προέβλεπε τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου, τὸν ἐρχομὸ στὴν
γῆ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτήρ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἀναγκαία
κρίνεται ἡ ἐνανθρώπησις. Λένε οἱ πατέρες μας ὅτι ἂν ὑπῆρχε δυνατότητα σωτηρίας
μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο ἢ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, τότε δὲν θὰ ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπησις
τοῦ Λόγου. Ἂν μποροῦσε νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν Νομοθεσία, τὴν εἰδωλολατρία,
τὴν φιλοσοφία, τὴν γνῶσι, τὴν τέχνη, κτλ, τότε γιατὶ νὰ ταπεινωθῆ ὁ Υἱὸς καὶ νὰ
γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ πάθη τὸν σταυρικὸ θάνατο; Γίνεται ἡ κένωσις τοῦ Λόγου
ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καὶ δρόμος σωτηρίας. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς
Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Κατὰ συνέπεια, τονίζει ὁ Παῦλος, «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου
ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἱησοῦ Χριστοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται μόνον μὲ τὴν πίστι
στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς πιστεύσαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ σωθοῦμε μὲ
τὴν πίστι στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ ποὺ πιστεύει ὁ
Παῦλος ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως γένους ἢ φυλῆς ἢ ὅποιας
ἄλλης διακρίσεως. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ κάποιους, ἀλλὰ γιὰ ὅλους.
Ρωμαῖος ἦταν ὁ ὑπεύθυνος φύλακας γιὰ τὸν φυλακισμένο Παῦλος στοὺς Φιλίππους.
Αὐτὸς μετὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα μὲ τὸν νυκτερινὸ σεισμὸ ρώτησε τὶ πρέπει νὰ
κάνη γιὰ νὰ σωθῆ, πῆρε τὴν ἀπάντησι· «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν
καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου». Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι μία πρόσκλησι πρὸς ὅλη τὴν
ἀνθρωπότητα γιὰ σωτηρία. Πίστευσε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θὰ σωθῆς. Ὑπάρχει
σωτηρία γιὰ ὅλους μὲ μόνη προϋπόθεσι τὴν πίστι στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ
ἀσφαλῶς ὅποιος πιστεύει στὸν Ἰησοῦ σώζεται.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μία μικρὴ διασάφησι, μία ἐξήγησι. Τὶ
σημαίνει «πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό»; Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζωμε διότι δὲν
εἶναι ἀρκετὸ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε. Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό σημαίνει
ὅτι ἀποδέχομαι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἱστορικὸ πρόσωπο, ἐφ’ ὅσον
γνωρίζομε τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς γεν-νήσεως. Αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα
ἱστορικότητος ἑνὸς προσώπου. Στὸ πρόσωπο ὅμως τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν ἀσυγχύτως
καὶ ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ
Θεάνθρωπος. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κατασκευάζωμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν
κρίσι μας. Τὸν ἀποδεχόμαστε ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλύφθηκε, ὅπως φανερώθηκε σὲ μᾶς.
Τὸν ἀποδεχόμαστε, ὅπως τὸν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, καὶ διασώζει τὸ πρόσωπό του
μέσα στοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὶς παραχαράξεις τοὺ προσώπου του, ποὺ κάνουν οἱ
αἱρετικοὶ καὶ ἄλλοι πλανώμενοι.
Πιστεύω στὸν Χριστό, μετὰ τὸ πρόσωπό του, σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι χωρὶς
καμμία ἐπιφύλαξι ἢ ἀμφιβολία τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της. Ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι
κήρυξε καὶ δίδαξε ὁ Κύριος, εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος μέχρι κεραίας. Ὁ
κόσμος ὅλος θὰ παρέλθη, ὅμως ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου οὔτε μία λέξις δὲν θὰ
μείνη ἀπραγματοποίητη. Ὅταν ὁ Κύριος ἐξαπέστειλε τοὺς ἁγίους ἀποστόλους νὰ
μαθητεύσουν πάντα τὰ ἔθνη, τοὺς ἔδωσε τὴν εἰδικὴ ἐντολή· «Διδάσκοντες αὐτοὺς
τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Θὰ διδάσκετε τὸν κόσμο νὰ ἐφαρμόζη ὅλα ὅσα
σᾶς ἔχω παραγγείλει, ὅλες τὶς ἐντολές. Δὲν μποροῦμε νὰ φτιάχνωμε δικό μας
σύστημα καὶ νὰ ἐφαρμόζωμε ἐντολὲς κατὰ τὴν δική μας ἐπιλογή. Ἢ πιστεύομε στὸν
Χριστὸ καὶ τὸν ἐμπιστευόμαστε ὡς Λυτρωτή μας ἢ ὄχι. Ἡ Ἐκκλησία μας σὲ μία εὐχὴ
της λέγει· «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ
παραθώμεθα». Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο παραδίδωμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ
ὅλη μας τὴν ὕπαρξι στὰ χέρια του. Ἂν τὸν ἐμπιστευόμαστε ἀπὸ τὴν καρδιά μας,
σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της.
Καὶ στὴν συνέχεια εἴμαστε ὑποχρεωμένοι στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του.
Πιστεύω στὸν Χριστό σημαίνει ὅτι δεσμεύομαι νὰ συνοδεύω τὴν πίστι μὲ ἔργα
ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’
ἑαυτήν». Ἡ πίστις δηλαδὴ ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγὰπης ἀπὸ μόνη
της εἶναι νεκρή. Ἐπαναλαμβάνομε ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε.
Ἡ πίστις ἔχει τὰ συνεπακόλουθά της. Καὶ
πάλι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγει· «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν
ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πιστιν μου».
Πιστεύομε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Δὲν μένουμε ὅμως μόνον σὲ μία λεκτικὴ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως, ἀλλὰ τὴν συνοδεύομε
μὲ τὰ ἔργα ἀγάπης γιὰ νὰ εἶναι πίστις σωτήριας, πίστις ποὺ νικάει τὸν κόσμο.