όταν καταλάγιασε η μανία της Φύσης
και κάτω από το φως του φεγγαριού,
όταν πρωτοσυναντήθηκαν
ο ένας είπε στον άλλον για το μακρινό μέρος
που και οι δύο είχαν ακούσει
αλλά και πραγματικά πίστευαν
πως υπάρχει,
σαν από ένστικτο,
από τις δικές τους εμπειρίες.
-Ο ένας έκανε παρέα στον άλλο αμίλητα και σιωπηλά,
για ώρες πολλές,
μέχρι που χάθηκε το φεγγάρι
και ήρθε η αυγή.
-Μέχρι που είδε ο ένας στα μάτια του άλλου,
τη σημαίνει αλήθεια.
-Έδωσαν όρκο παντοτινής φιλίας
και είδαν το αίμα τους να ρέει,
στις κομμένες φλέβες τους όταν ένωσαν τα άκρα τους.
Έψαχναν μαζί πια εκείνο το μέρος,
που οι λέξεις κυριαρχία,
επιβολή και θάνατος δεν υπήρχαν.
-Αλλά οι λέξεις αρμονία,
συντροφικότητα και ζωή,
επικρατούσαν.
-Αυτό τους έμοιαζε σαν παραμύθι,
αλλά για αυτούς είχε γίνει αυτοσκοπός.
-Είχαν βρεθεί ξανά μαζί,
σαν να μη είχαν χαθεί ποτέ και σαν να ήταν ένα πια,
από ουρανό και γη,
συνέχιζαν την αέναη αναζήτηση στο χρόνο…
…ξανά μαζί!
-Εκείνο το βράδυ λοιπόν,