Ο Κύκλος Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ δημοσιεύει τη νέα ανάλυση της σειράς Focus ENA | Oικονομία, η οποία θέτει επί τάπητος τις αστοχίες στις μακροοικονομικές προβλέψεις των τελευταίων προϋπολογισμών.
Ο κρατικός προϋπολογισμός, όπως μαρτυρά το όνομά του, είναι μια πρόβλεψη
για τα δημοσιονομικά μεγέθη του επόμενου έτους. Κι ενώ οι δαπάνες υπόκεινται σε
μεγάλο βαθμό στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης και του Υπουργείου
Οικονομικών – πόσες πιστώσεις θέλει να διαθέσει στη μία ή την άλλη
δραστηριότητα, στον ένα ή τον άλλο φορέα – τα έσοδα εξαρτώνται σε εξίσου μεγάλο
βαθμό από την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών. Η εξέλιξη, για παράδειγμα,
της κατανάλωσης προσδιορίζει και τα έσοδα από τους φόρους κατανάλωσης, η αύξηση
των εισοδημάτων προσδιορίζει τα έσοδα από τους φόρους εισοδήματος, η εξέλιξη
της απασχόλησης και των μισθών προσδιορίζει τα έσοδα από τις ασφαλιστικές
εισφορές. Επομένως, κάθε προϋπολογισμός ξεκινάει με τις μακροοικονομικές
προβλέψεις πριν συνεχίσει με τις δημοσιονομικές.
Στο προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 που κατατέθηκε τη Δευτέρα 7
Οκτωβρίου μπορεί κανείς να δει τις προβλέψεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ και των
βασικών συνιστωσών του από την πλευρά της δαπάνης. Έτσι, το συνολικό ΑΕΠ
αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,3%, η ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,6%, η δημόσια
κατανάλωση κατά 0%, οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου)
κατά 8,4%, οι εξαγωγές κατά 4% και οι εισαγωγές κατά 3,6%. Με αυτή την αφορμή
αξίζει να δούμε τις προβλέψεις των προϋπολογισμών κατά την πενταετία της
θητείας της κυβέρνησηςτης ΝΔ.
Ξεκινώντας με το συνολικό ΑΕΠ, το διάγραμμα 1 δείχνει για κάθε έτος από
το 2020 τον πραγματικό ρυθμό μεταβολής (από τη Eurostat) και την αντίστοιχη
πρόβλεψη του προϋπολογισμού. Για το 2024 που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα,
χρησιμοποιούμε το πρώτο εξάμηνο του έτους (μέσος όρος των δύο πρώτων τριμήνων)
επίσης από τη Eurostat.
Βλέπουμε στο διάγραμμα την μεγάλη ύφεση του 2020, λόγω της πανδημίας,
που δεν θα μπορούσε φυσικά να προβλεφθεί, αλλά και την επαναφορά στα επόμενα
έτη που ήταν ταχύτερη από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Στην τριετία
2021-23 ο ρυθμός μεγέθυνσης του συνολικού ΑΕΠ ξεπερνούσε τις προσδοκίες του
Υπουργείου Οικονομικών. Αυτή η υπέρβαση γίνονταν όλο και μικρότερη, μέχρι το
2024 όπου φαίνεται να αντιστρέφεται. Στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ο
ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σε 2,2%, κάτω από το 2,9% που προέβλεπε ο
περσινός προϋπολογισμός. Αυτός είναι και ο λόγος που ο φετινός προϋπολογισμός
αναθεώρησε τη μεγέθυνση του 2024 προς τα κάτω.
Αν οι προβλέψεις για το ΑΕΠ ήταν σχετικά εύστοχες, δεν μπορεί να ειπωθεί
το ίδιο και για τις επιμέρους συνιστώσες του.
Βλέπουμε ότι, με εξαίρεση το 2020, ο κρατικός προϋπολογισμός υποεκτιμά
συστηματικά τη μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξάνεται ακόμα και
με διπλάσιο ρυθμό από τον προβλεπόμενο. Αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο μερίδιο της
ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ (68,7% το 2023, το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση)
μπορούμε ίσως να καταλάβουμε από πού προήλθε η γρήγορη οικονομική ανάκαμψη μετά
την κρίση της πανδημίας.
Εδώ η υποεκτίμηση είναι εντυπωσιακή, όχι μόνο στο 2020 όπου ήταν λίγο
πολύ αυτονόητο λόγω της πανδημίας, αλλά και σε όλη την περίοδο 2021-23 όπου οι
προϋπολογισμοί προέβλεπαν μείωση της δημόσιας κατανάλωσης αλλά στην
πραγματικότητα υπήρχε αύξηση. Η δημόσια κατανάλωση φαίνεται να μειώνεται μόνο
κατά το τρέχον έτος, τουλάχιστον κατά το πρώτο εξάμηνο, και μάλιστα περισσότερο
από την πρόβλεψη του προϋπολογισμού.
Εδώ βλέπουμε την αντίστροφη εικόνα από εκείνη που είδαμε στην ιδιωτική
και δημόσια κατανάλωση καθώς οι προϋπολογισμοί φαίνεται να υπερεκτιμούν
συστηματικά την αύξηση των επενδύσεων. Αυτό ήταν βέβαια αναμενόμενο για το 2020
αλλά φαίνεται να συνεχίστηκε για όλα τα επόμενα έτη και μάλιστα να διευρύνεται.
Ειδικά για τα έτη 2023 και 2024 (πρώτο εξάμηνο) ο προβλεπόμενος ρυθμός
μεγέθυνσης ήταν πολλαπλάσιος από τον πραγματικό. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να
περιμένει μία μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ενώ στην
πραγματικότητακαταγράφονται συνεχείς διαψεύσεις.
Όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οι αστοχίες των προβλέψεων
δεν είναι συστηματικές. Όπως βλέπουμε στο διάγραμμα 5, το 2020 είχαμε δραματική
μείωση των εξαγωγών, όπως θα περίμενε κανείς λόγω της πανδημίας, και γρήγορη
επαναφορά το 2021, λίγο πάνω από τη σχετική πρόβλεψη του προϋπολογισμού. Το
2022 η αύξηση ήταν αρκετά κάτω από την πρόβλεψη αλλά το 2023 ήταν σχεδόν
διπλάσια από την πρόβλεψη. Στο τρέχον έτος, ο περσινός προϋπολογισμός προέβλεπε
αξιοσημείωτη αύξηση 5,6% αλλά κατά το πρώτο εξάμηνο είχαμε οριακή μείωση -0,8%.
Μένει να δούμε πόσο θα βελτιώσει ο τουρισμός την εικόνα για το σύνολο του
έτους.
Παρόμοια έλλειψη συστηματικότητας στις αστοχίες των προβλέψεων
παρατηρούνται και στις εισαγωγές. Σύμφωνα με το διάγραμμα 6, οι εισαγωγές
αυξήθηκαν ταχύτερα από τις προβλέψεις των προϋπολογισμών για το 2021, το 2022
και το πρώτο εξάμηνο του 2024 αλλά βραδύτερα το 2023.
Συμπερασματικά, οι προβλέψεις των προϋπολογισμών παρουσιάζουν διαφορετικούς βαθμούς αστοχίας. Όσον αφορά τη μεγέθυνση του συνολικού ΑΕΠ, οι αστοχίες είναι σχετικά μικρές και μάλλον υποεκτιμούν την πραγματική μεγέθυνση. Η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση της πανδημίας υπήρξε ταχύτερη από όσο προέβλεπε η κυβέρνηση, ωστόσο αυτή η δυναμική φαίνεται να εξαντλείται κατά το τρέχον έτος. Όσον αφορά τις επιμέρους συνιστώσες της δαπάνης, οι αστοχίες είναι εντονότερες και συστηματικότερες. Οι προβλέψεις υποεκτιμούν τη μεγέθυνση της ιδιωτικής και (ακόμα περισσότερο) της δημόσιας κατανάλωσης ενώ υπερεκτιμούν τη μεγέθυνση των επενδύσεων. Εφόσον αυτές οι τελευταίες αστοχίες είναι αντίθετες μεταξύ τους, το αποτέλεσμα είναι να εξουδετερώνονται καταλήγοντας σε μια λιγότερο άστοχη πρόβλεψη για το συνολικό ΑΕΠ. Τέλος, οι αστοχίες στις προβλέψεις για τις εξαγωγές και τις εισαγωγές δεν παρουσιάζουν συστηματικότητα, καθώς άλλοτε υπερεκτιμούν και άλλοτε υποεκτιμούν την πραγματική τους μεγέθυνση.