Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Ένας στρατός από φαντάσματα| του Γιώργου Τσίπη, αρχαιολόγου

Έλληνες στρατιώτες σε υποχώρηση, Απρίλιος 1941, Αρχείο Bundesarchiv Bild 101I-163-0318-09 

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, σκέφτομαι τα φτωχά παιδιά. Είναι αυτά που χάθηκαν στον πόλεμο. Οι πλούσιοι και τα παιδιά τους έφυγαν βράδυ. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του ναυάρχου Αλέξανδρου Σακελλαρίου για την αναχώρηση της βασιλικής οικογενείας και της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερού, λίγες μέρες πριν καν εισβάλουν οι Γερμανοί στην Αθήνα (27-4-1941). Πήραν δε μαζί τους και τα χρυσαφικά τους, τα σκυλιά τους, τα γατιά τους, και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Και όχι μόνο έφυγαν, αλλά είχαν και το θράσος να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Σε μήνυμά του προς τους Έλληνες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' δικαιολογεί την διαφυγή στην Κρήτη «ίνα ελευθέρως και από ελευθέρας Ελληνικής γης δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον κατά των εισβολέων αγώνα, μέχρι της τελικής νίκης, ήτις και θα επιβραβεύση πλήρως τας μεγάλας θυσίας του Έθνους». Και συνεχίζει ο σχολιαστής, αναφερόμενος στην θέα των προνομιούχων, που πρώτοι εγκατέλειψαν την πατρίδα: «Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών, που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις, μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά, ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς.». 

Χρόνια μετά, ο τότε μικρός (και ηλίθιος) και αργότερα μεγάλος (και ακόμα πιο ηλίθιος), Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ανιψιός του βασιλιά Γεωργίου Β', οδήγησε την χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ στο τέλος του δώσαμε κι από πάνω 14 εκατομμύρια ευρώ, γιατί λέει ότι τα παλάτια -που χτίστηκαν με τον ιδρώτα των παππούδων μας και των γιαγιάδων μας- είναι οικογενειακή του περιουσία (στην ψυχανάλυση υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι όσο περισσότερο προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου για ένα ψέμα, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχεις να πιστέψεις ότι είναι αλήθεια). Για την ιστορική ακρίβεια, το συνολικό ποσό που ζητούσε ο τέως βασιλιάς από το ελληνικό κράτος ήταν 168,7 δισ. δραχμές (περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκδίκασε τελικά ως δίκαιη ικανοποίηση στους προσφεύγοντες μόλις το 1/40ό του συνολικού ποσού που ζητούσαν, δηλαδή 4,7 δισεκατομμύρια δραχμές. Η προσφυγή κατατέθηκε το 1994 και η διαδικασία ολοκληρώθηκε το 2002. Ήδη όμως πριν την προσφυγή, συγκεκριμένα στις 16-2-1991, ο τέως μπούκαρε νύχτα στο Τατόι και σήκωσε 32 τόνους κινητής περιουσίας, με προορισμό το Λονδίνο, μέσω Πειραιά. Το πώς 6 φορτηγά με 9 εμπορευματοκιβώτια 32 τόνων φορτώθηκαν στο πλοίο και έφυγαν από την χώρα, χωρίς να ελεγχθούν, θα μπορούσε ίσως να σχετίζεται με τις σχέσεις του τέως με την κυβέρνηση της περιόδου 1990-1993. Το 2007, κάποια από αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα, που ουσιαστικά εκπλάπησαν το 1991, εμφανίστηκαν στην πολύκροτη δημοπρασία του Oίκου Christie's. 

Πίσω στο 1941, μαζί με όσους προαναφέρθηκαν, έφυγαν επίσης από την πολιορκούμενη Ελλάδα οι Διοικητής και Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Κυριάκος Βαρβαρέσος και Γεώργιος Μαντζαβίνος αντιστοίχως (μαζί τους πήραν, καταλάθος φυσικά, όλο τον χρυσό της ΤτΕ- εις υγείαν των κορόιδων). Παρόμοια εικόνα με τον Σακελλαρίου δίνει και ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά (στο «Αναμνήσεις και σκέψεις ενός παλαιού ναυτικού»): «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα. Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι, που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω, με κατέλαβε αηδία από το γεγονός ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και τα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας, να συνεχίσουν και εκτός Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!». 

Λίγους μήνες αργότερα, η Ελλάδα θα μετρούσε περίπου 13.000 νεκρούς, 62.000 τραυματίες και πάνω από 1.000 αγνοουμένους (πλην των απωλειών της Μάχης της Κρήτης, και φυσικά χωρίς να υπολογίσουμε τις τεράστιες απώλειες κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο). Οι Γερμανοί έχασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα 948 στρατιώτες (συν 385 που αγνοούντο), κατά την περίοδο από την εισβολή μέχρι και την συνθηκολόγηση. Είναι γνωστό επίσης ότι το επίλεκτο σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε στην Κρήτη και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά σε παρόμοια επιχείρηση, αυτό όμως δεν άλλαξε το αποτέλεσμα των βαθύτατων συνεπειών του τραγικού αυτού πολέμου. «Ένας στρατός από φαντάσματα κατέβαινε από την Αλβανία», έτσι περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης, λογοτέχνης της Γενιάς του '30 που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο, τους άνδρες που γυρνούσαν πίσω, ηττημένοι από το βάρος μιας κακοστημένης ιστορίας. Η χώρα είχε μείνει χωρίς ηγεσία, βασιλιάς, πολιτικοί και στρατηγοί λογομαχούσαν για το ποιός θα διαδεχόταν τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή (αυτοκτόνησε με δύο σφαίρες στην καρδιά, όποιος θέλει το πιστεύει), ενώ οι εύπορες οικογένειες με ισχυρές διασυνδέσεις, ζύγιζαν κατά πόσο έπρεπε ή όχι να εγκαταλείψουν την χώρα. Οι Γερμανοί μπήκαν τελικά στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941. Τους προϋπάντησαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας, υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος, καθώς και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος, ως διερμηνέας. Αρχικά, στην σύνθεση της επιτροπής για την παράδοση της πόλης των Αθηνών περιλαμβανόταν ως πρόεδρος και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος όμως αρνήθηκε τελικά να παραδώσει. Ο Γεώργιος Τσολάκογλου, διορισμένος πρωθυπουργός της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης, καθαίρεσε τον Χρύσανθο από το αξίωμά του, στις 2-6-1941. Ο Χρύσανθος αντέδρασε, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση Τσολάκογλου εξίσου δικτατορική με την προκάτοχό της. Τον Τσολάκογλου, που ευθύνεται από κοινού με κάποιους άλλους εξυπνακοπαρτάκηδες για την άνευ όρων παράδοση της χώρας στους κατακτητές, εξαιτίας της οποίας έχασαν την ζωή τους από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής περίπου 300.000 ψυχές, και που καταδικάστηκε μετά το πέρας του πολέμου, τον περιθάλψαμε κι από πάνω, γιατί ήταν λέει γέρος και άρρωστος- αντί να τον πετάξουμε σε κανένα τσιμεντοκάναλο, να τον φάνε τα βατράχια. 

Με αυτά τα καθόλου πρωτότυπα που παραθέτω σήμερα, θέλησα να πω ότι πίσω από βαρύγδουπους τίτλους, ένα ΌΧΙ ή ένα ΝΑΙ, υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα. Προσωπικές απώλειες. Τραύματα. Παρατεταμένες αγωνίες. Παιδιά που, πριν καν γίνουν άντρες, δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι. Στρατιώτες που υπέκυψαν στις πληγές τους, χωρίς καμία βοήθεια. Πολλοί εξ αυτών θάφτηκαν στα χιόνια, ζωντανοί, ενώ παραμένουν άταφοι μέχρι και σήμερα, παρά τις όποιες κατά καιρούς προσπάθειες εντοπισμού τους (κυρίως από εθελοντές). Αν πρέπει να πάρω θέση και να πω αν η Ελλάδα του σήμερα στέκεται στο ύψος της αντίστασης του '40, θα έλεγα καθαρά πως, ΌΧΙ, η Ελλάδα δεν στέκεται στο ιστορικό ύψος που της αναλογεί. Έτσι και πίσω από το δικό μου ΌΧΙ, προφανώς, υπάρχουν πολλές περισσότερες λεπτομέρειες. Μία από αυτές είναι και η προσωπική μου αντίσταση, το δικό μου ΌΧΙ, στο θέατρο των παρελάσεων. Το μόνο που προσφέρουν είναι εύκολο υπερθέαμα και γρήγορη συγκίνηση. Ναι, είναι λογικό να συγκινηθείς στην θέα ενός μικρού παιδιού που παρελαύνει, και που φαινομενικά τιμά την μνήμη των προγόνων του. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι όλοι, και κυρίως οι πολιτικοί που παρίστανται στις εξέδρες των επισήμων, βαριεστημένοι και ανίκανοι να φανούν σοβαροί, έστω και για μία ώρα, ανυπομονούν να τελειώσει το πανηγύρι, για να την πέσουν στα τσίπουρα και τα σουβλάκια. Στις 28 Οκτωβρίου, προσωπικά, δεν αποτίω φόρο τιμής στον νικητή κανενός πολέμου. Θεωρώ τον πόλεμο την μεγαλύτερη βλακεία από καταβολής κόσμου. Στις 28 Οκτωβρίου αποτίω ελάχιστο φόρο τιμής, τον ελάχιστο επαναλαμβάνω, στα παιδιά της Ελλάδος που έπεσαν, συνειδητά, υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η 28η Οκτωβρίου είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι μπορεί κανείς να ζει και να πεθαίνει υπερήφανος. 

O κ. Γ. Τσίπης έχει διατελέσει αιρετός τοπικός σύμβουλος νέων (TO.ΣΥ.Ν.) του πρώην δήμου Αντιγονιδών.

Περισυλλογή σωμάτων νεκρών πολιτών από τους δρόμους της Αθήνας, χειμώνας 1941-1942, Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο.