Κάθε άτομο έχει ξεχωριστό σωματότυπο, ιδιαίτερες σωματομετρικές αναλογίες και
ξεχωριστό "στυλ" πάνω στη σέλα, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την
αναλυτική καταγραφή αυτών των παραμέτρων προκειμένου να επιλεχθεί το κατάλληλο
μέγεθος σκελετού. Για παράδειγμα, 2 άτομα με ύψος 1.80 σχεδόν πάντα έχουν
διαφορετικό μήκος ποδιών (καβάλο), χεριών και κορμού, άρα και διαφορετικές
ρυθμίσεις ως προς το ύψος του τιμονιού, της σέλας, ακόμη και του μήκους των
δισκοβραχιόνων.
Λαθεμένη επιλογή στο μέγεθος
του σκελετού μπορεί να επιφέρει
διαφόρων ειδών τραυματισμούς και παθήσεις, όπως τενοντίτιδες, σύνδρομα τριβής,
αυχενικό σύνδρομο, οσφυαλγία κτλ. Π.χ. ένας ποδηλάτης με μεγαλύτερο μήκος
οριζόντιου σωλήνα από το κανονικό για τα σωματομετρικά του δεδομένα, συχνά
αισθάνεται πόνο και μουδιάσματα στον αυχένα, καθώς το κέντρο βάρους του σώματος
μεταφέρεται εμπρός και συνεπώς όλο το βάρος του κορμού πέφτει στα χέρια και
κατ’ επέκταση στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση ακόμα και η προσπάθεια βελτίωσης της θέσης με βράχυνση («κόντυμα»)
του λαιμού τιμονιού ή μεταφορά της
σέλας εμπρός δεν περιορίζει τα συμπτώματα, αντιθέτως η μεταφορά αυτή αλλάζει τη
γωνία υπό την οποία ασκείται η δύναμη στο πετάλι. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να
μειώνεται η μοχλικότητα και να ελαττώνεται η δύναμη και τα watt που τελικά
φτάνουν στη ρόδα. Από την άλλη, ο κοντός οριζόντιος σωλήνας μεταφέρει το κέντρο
βάρους στη σέλα και στη περιοχή του προστάτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επίσης, η προσπάθεια προσαρμογής ενός ακατάλληλου μεγέθους σκελετού, συχνά
προκαλεί την εμφάνιση τενοντίτιδων στην ευαίσθητη περιοχή του γόνατος αλλά και
φλεγμονές στο ισχίο.
Το σωστό μέγεθος του ποδηλάτου και των περιφερειακών του εξαρτημάτων δεν είναι
σημαντικά μόνο για την αποφυγή τραυματισμών, αλλά επηρεάζουν τις επιδόσεις και
την τελική αίσθηση του οχήματος: Π.χ. Ενώ σε ένα πλαίσιο μακρύτερο απ’ ότι
πρέπει, έχουμε το βάρος του αναβάτη να πέφτει μπροστά (στήριξη σε χέρια), σε
ανηφορικά κομμάτια το βάρος αυτό μετατοπίζεται στον οπίσθιο τροχό. Αυτό έχει
σαν αποτέλεσμα να αποφορτίζεται σημαντικά ο εμπρόσθιος τροχός, να χάνει
πρόσφυση και κατά συνέπεια να μειώνεται ο έλεγχος του ποδηλάτου. Ειδικότερα
στην ποδηλασία βουνού, το παραπάνω φαινόμενο κάνει τη διαφορά μεταξύ του ν’
ανέβει κανείς επιτυχώς μια απότομη πλαγιά, ή να αναγκαστεί να την περπατήσει,
αφού το ποδήλατο πηγαίνει όπου θέλει αυτό.
Από τα παραπάνω κρίνεται αναγκαία η ακριβής και αναλυτική σωματομέτρηση προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή επιλογή σκελετού
και να αποφευχθούν μελλοντικοί τραυματισμοί και ενοχλήσεις κατά τη διάρκεια της
ποδηλασίας.
Κείμενο: Παναγιώτης Θεοφιλάς.