Η υποψηφιότητα Δούκα, λυπάμαι, αλλά περισσότερο μοιάζει με απόρροια του
φαινομένου Κασσελάκη, κάποιου δηλαδή που έρχεται από το πουθενά, διεκδικώντας
τα πάντα, λαμβάνοντας στο τέλος ένα τίποτα. Ένας κύριος που μέχρι πριν από
μερικούς μήνες δεν γνωρίζαμε καν την (πολιτική) ύπαρξή του, κατάφερε με
διάφορους τρόπους να εκλεγεί δήμαρχος, για να εξαργυρώσει στην συνέχεια την
επιτυχία του, μέσω της υποψηφιότητάς του για την προεδρία ενός κοινοβουλευτικού
πολιτικού φορέα. Το ΠΑΣΟΚ, δια του Δούκα, θα μπορούσε σήμερα να επαίρεται, με
την καλή έννοια, ότι έχει «στα χαρτιά του» τον μεγαλύτερο δήμο της χώρας,
χωρίς κανένας να είναι σε θέση να αμφισβητήσει το γεγονός. Αντ' αυτού, ο νέος
δήμαρχος Αθηναίων προτίμησε να προκρίνει τον εαυτό του, έναντι του κόμματός
του, εφόσον μια ενδεχόμενη εκλογή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα του χαρίσει την
βουλευτική έδρα στις επόμενες εκλογές, χωρίς καμία επιπλέον προσπάθεια (ο
πρόεδρος εκλέγεται χωρίς σταυρό).
Ο Δούκας, όμως, ξεχνάει ότι μπορεί να μην εκλεγεί πρόεδρος, και τότε θα
χάσει κατά πάσα πιθανότητα την βουλευτική έδρα (προφανώς για να θέσει
βουλευτική υποψηφιότητα, αν δεν είναι πρόεδρος, θα πρέπει πρώτα να παραιτηθεί
από την θέση του δημάρχου), καθώς και την δόξα που πηγάζει από μια τέτοια θέση,
αλλά ακόμα και αν εκλεγεί στην προεδρία, θα έχει ήδη χάσει την αξιοπιστία του
ως αδιάφθορου πολιτικού προσώπου, που μέχρι τώρα άνετα κατείχε. Ακόμα όμως και
αν αυτά δεν μετράνε, είναι λίγο δύσκολο να πιστέψουμε ότι ένας δήμαρχος μπορεί
να είναι πιστός στα καθήκοντά του, όταν παράλληλα θα έχει να διαχειριστεί, ως
πρόεδρος, τα του κόμματός του (έχει δηλώσει πως θα κρατήσει και τις δύο
θέσεις). Σε μια εποχή, επίσης, που μόνο λοξές σκέψεις γεννάει, δεν είναι
καθόλου παράξενο να σκεφτεί κανείς ότι ο Δούκας είναι ο δούρειος ίππος κάποιων
άλλων συμφερόντων, ίσως ακόμα και των προσωπικών συμφερόντων του ίδιου του
πρωθυπουργού, που προφανέστατα επιθυμεί να έχει απέναντί του αυτόν, παρά τον
Νίκο Ανδρουλάκη. Εδώ επίσης μπαίνει και η παράμετρος του σκανδάλου των
υποκλοπών, για το οποίο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έπρεπε κάπως να τιμωρηθεί. Εφόσον
αντέδρασε σε όλο αυτό, με σωστό ή λάθος τρόπο, σημαίνει ότι δεν αποδέχεται την
παρακολούθηση που έγινε εις βάρος του. Θυμίζουμε ότι η όποια αντίδραση σε ένα
τέτοιο γεγονός δεν είναι ούτε αναμενόμενη, ούτε αυτονόητη (και άλλοι
παρακολουθήθηκαν, αλλά δεν προέβησαν σε καμία κίνηση).
Η τακτική Μητσοτάκη, άλλωστε, είναι κάτι περισσότερο από πασιφανής.
Άδραξε την ευκαιρία (αφού πρώτα του άφησε άπλετο χώρο ο ίδιος ο Τσίπρας) και
προέβη στις κατάλληλες κινήσεις, με αποτέλεσμα να εκλεγεί πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ο
χρήσιμος ηλίθιος Στέφανος Κασσελάκης. Δεν είναι τυχαίο που τα media που
συντηρούνται από το Μαξίμου, από το 2019 και μετά, παίζουν νυχθημερόν Κασσελάκη
(είναι ο καλύτερος τρόπος να αποθεωθείς και να καταστραφείς ταυτόχρονα). Και
όταν κοντραρίζεται με τον Βελόπουλο, ο δεύτερος βλέπει τις πολιτικές του
μετοχές να ανεβαίνουν κατακόρυφα. Δεν κάνει το ίδιο με όλους, διότι δίπλα του
και απέναντί του θέλει -και το πετυχαίνει- να έχει συγκεκριμένα πρόσωπα. Μέρος
της τακτικής αυτής είναι και η υφαρπαγή πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, αν και
προτιμώ να την αποκαλώ ενσωμάτωση προσωπικοτήτων με διαταραγμένη ιδεολογική
ταυτότητα, που για να τους έχει σίγουρους, τους τοποθετεί σε ισχυρές θέσεις
(ηγεσίες υπουργείων, γενικές γραμματείες, κλπ.). Η μισή κυβέρνηση απαρτίζεται
σήμερα από πρώην κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (Μενδώνη, Πιερρακάκης, κλπ.). Με
την πτώση και την φθορά, όμως, που έχει η Νέα Δημοκρατία, είναι εμφανές ότι δεν
αρκεί να χτυπηθεί μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά θα πρέπει να
σφυροκοπηθεί και το ΠΑΣΟΚ.
Αν ο Ανδρουλάκης επανεκλεγεί στην ηγεσία του φορέα, το πολιτικό
δυστύχημα είναι προδιαγεγραμμένο. Ένας αρχηγός που αμφισβητείται ανοιχτά, αργά
ή γρήγορα, θα πάρει τον δρόμο τον αγύριστο. Η πολιτική του ισχύς θα είναι
μειωμένη, παρά την επανεκλογή του, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Τσίπρα (που
όσο και να σιωπά, ευθύνεται πρώτος αυτός, ως αρχηγός, για το κόμμα που
παρέδωσε). Και εφόσον οδηγήσει ο Ανδρουλάκης το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2027, ή
όποτε αυτές γίνουν, δεν υπάρχει κυβερνητική προοπτική για το κόμμα που έβαλε
την χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά εθνικού εκτροχιασμού. Διότι όσο κακός πολιτικός
και αν είναι, θα έπρεπε να του δοθεί η δυνατότητα να οδηγήσει το κόμμα,
ενωμένο, στις επόμενες εκλογές, εφόσον μέχρι τις εκλογές του 2023 ο χρόνος του
ήταν σχετικά λίγος (ανέλαβε το 2022). Τέλος, το ενδεχόμενο μιας επιπλέον νίκης
της Νέας Δημοκρατίας θα έπρεπε να αποτελέσει το βασικό, αν όχι και το μοναδικό
κίνητρο, υπέρ της εσωκομματικής ομόνοιας. Αντ' αυτού, στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι το
πάνε για οριστικό και αμετάκλητο φούντο, εφόσον δεν έχουν ούτε ηγεσία, ούτε
καθαρό πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της χώρας, για αυτοκριτική διάθεση δεν
συζητάμε καν, και ενώ ήδη ο χρόνος για τις επόμενες εκλογές μετράει αντίστροφα.
Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια αντανάκλαση της
γενικότερης παρακμής του πολιτικού συστήματος της χώρας. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα αυτής της παρακμής, η ανυπαρξία ουσιαστικού πολιτικού λόγου (άρα και
διαλόγου), με αποτέλεσμα να ακούμε από τους υποψηφίους προέδρους ότι θέλουν,
λέει, να (ξανα)κάνουν το ΠΑΣΟΚ κόμμα εξουσίας. Δηλαδή όλα για την καρέκλα, αλλά
διατυπωμένο με πιο ωραία λόγια. Είναι όπως όταν ακούω να λένε για συναινετική
αντιπολίτευση, επειδή δεν έχουν καμία διάθεση να κάνουν ουσιαστική
αντιπολίτευση. Πρόσφατη δημοσκόπηση της Interview για λογαριασμό ηλεκτρονικής
ενημερωτικής ιστοσελίδας, αναδεικνύει ως καταλληλότερο πρωθυπουργό για την
Ελλάδα τον «κανένα», με ποσοστό 48%. Και επειδή δεν εμπιστευόμαστε τις
δημοσκοπήσεις, αναρωτιόμαστε πόσο πιο μεγάλο είναι στην
πραγματικότητα αυτό το ποσοστό. Μόνη λύση για το ΠΑΣΟΚ, παρά τα
προαναφερθέντα, είναι ο χρόνος που απομένει μέχρι τις εκλογές, αν ξυπνήσουν
αύριο και συνειδητοποιήσουν ότι είναι πολύ λίγος. Αν τα τοπικά του όργανα
ανασυνταχθούν (σήμερα είναι ανύπαρκτα), οι βουλευτές του εργαστούν (για πρώτη
φορά στην ζωή τους), και αν γενικώς συσκεφθούν και ειδικώς καταπιαστούν με τα
προβλήματα του τόπου και των ανθρώπων, δεν βλέπω γιατί δεν θα μπορούσαν να
ξαναγίνουν κυβέρνηση. Εξάλλου, στην Ελλάδα οι πλειοψηφίες δεν ψηφίζουν με
αντιμνημονιακά κριτήρια (πλην του 2015). Καταπώς κέρδισε η Νέα Δημοκρατία το
2012, το 2019 και το 2023, ένα πέρα για πέρα μνημονιακό κόμμα, έτσι μπορεί και
το ΠΑΣΟΚ να ξανακερδίσει τις εκλογές. Όχι όμως και την εμπιστοσύνη του κόσμου.
O κ. Γ. Τσίπης έχει
διατελέσει αιρετός τοπικός σύμβουλος νέων του πρώην δήμου Αντιγονιδών.