Η Ευρώπη είναι σε καλά χέρια, ευτυχώς
Αν μη τι άλλο, ο Ούγγρος πρωθυπουργός δείχνει να απολαμβάνει τον ρόλο
του στη θέση της περιοδικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ και είναι
διατεθειμένος να εκμεταλλευτεί κάθε μέρα της εξάμηνης διάρκειάς της για να
προωθήσει τη δική του ατζέντα και τις δικές του προτεραιότητες. Ακόμα κι αν –ή μάλλον, ιδίως αν– αυτό προκαλεί τη σφοδρή
δυσαρέσκεια των Βρυξελλών και των
αντιπάλων του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Σε λιγότερο από έναν μήνα από την έναρξη της ουγγρικής προεδρίας, ο
Βίκτορ Όρμπαν έχει εκτελέσει μια «αποστολή ειρήνης», όπως την ονομάζει,
επισκεπτόμενος διαδοχικά το Κίεβο και τη Μόσχα και σπάζοντας το ευρωπαϊκό
εμπάργκο στον Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει συναντηθεί με τον ΣιΤζινπίνγκ στο Πεκίνο
και με τον Ντόναλντ Τραμπ στην έπαυλη του τελευταίου στο Μαρ-α-Λάγκο, έχει
συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον και στην άτυπη Σύνοδο
των Τουρκογενών Κρατών(!) στη Σούσα στο Καραμπάχ, ενώ υπόσχεται να συνεχίσει με
τον ίδιο ρυθμό. Από την πλευρά των υπόλοιπων Ευρωπαίων, η αντίδραση σε αυτή τη
φρενήρη –αν και μάλλον επικοινωνιακή– δραστηριότητα είναι αφενός η έντονη
λεκτική αποδοκιμασία, συνοδευόμενη με διαβεβαιώσεις ότι ο Όρμπαν «δεν μιλά εξ
ονόματος της ΕΕ», και αφετέρου κάποιες διστακτικές και ημιτελείς κινήσεις με
στόχο τον υποβιβασμό ή το μποϊκοτάζ της ουγγρικής προεδρίας, λόγου χάρη με τη
μη συμμετοχή επιτρόπων και υπουργών (αλλά πάντως με τη συμμετοχή χαμηλότερης
βαθμίδας αξιωματούχων) στις άτυπες συσκέψεις που συγκαλεί η Βουδαπέστη, η οποία
όμως δεν δείχνει να πτοείται ιδιαίτερα.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι σχεδόν κωμικό, σίγουρα όμως δεν αποπνέει
καμία σοβαρότητα. Και ίσως εδώ έγκειται το αληθινό πρόβλημα: στο ότι ο Όρμπαν
κάνει, για τους δικούς του λόγους, πράγματα που θα έπρεπε να κάνει η Ευρωπαϊκή
Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, για λογαριασμό της ΕΕ συνολικά και ενεργώντας στο
πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης, ενεργητικής και αυτόνομης ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Ωστόσο, δεν είναι όλα δυσοίωνα: Οι θεματοφύλακες της ευρωπαϊκής
κανονικότητας μπορούν να παρηγορηθούν με τη θριαμβευτική νίκη της Ούρσουλα φον
ντερ Λάιεν στη συνεδρίαση του νέου Ευρωκοινοβουλίου, όπου εξασφάλισε την
παραμονή της στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ακόμα μία πενταετή
θητεία. Οι υπερψηφίσαντες ευρωβουλευτές δεν πτοήθηκαν ούτε από το αληθινά
αβυσσαλέο ιστορικό της πρώτης θητείας της VDL, ούτε από τα σκάνδαλα διαφθοράς
και ευνοιοκρατίας που στιγματίζουν διαχρονικά τον βίο και την πολιτεία της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόλις την προηγούμενη μέρα της ψηφοφορίας, το
Δικαστήριο της ΕΕ είχε εκδώσει απόφαση με την οποία έκρινε ότι η Επιτροπή δεν
παρείχε ικανοποιητική πρόσβαση σε ό,τι αφορά τις διαβόητες –και ύποπτες–
συμφωνίες για τα εμβόλια κατά του Covid-19 και ότι η δημοσιοποίηση μόνο τμημάτων
των εν λόγω συμβολαίων ήταν επί της ουσίας παράτυπη.
Όμως, όχι. Έναντι όλων αυτών, το Ευρωκοινοβούλιο προέκρινε «την πολιτική
σταθερότητα και τη συνέχεια των πολιτικών της ΕΕ», η οποία, προφανώς,
ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της VDL. Επίσης προφανώς, δεν έχουν καμία βάση τα
κακεντρεχή σχόλια ότι η επιβεβαίωση της τελευταίας στο μοναδικό ευρωπαϊκό πόστο
που έχει, πράγματι, κάποια σημαντική ποσότητα αληθινής εξουσίας σχετίζεται με
παρασκηνιακές συνεννοήσεις, εξυπηρετήσεις και ανταλλαγές μεταξύ των πολιτικών ομάδων
που τη στήριξαν. Πράγμα που λέει λιγότερα για την ίδια την πρόεδρο της
Επιτροπής και περισσότερα για την πολιτική σημασία που έχει, στην
πραγματικότητα, το Ευρωκοινοβούλιο, και θα έπρεπε να βάζει σε βαθύ
προβληματισμό όσους καλόπιστα υποστηρίζουν ότι ο εκδημοκρατισμός και η
αναγέννηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου περνά μέσα από την ενίσχυση του ρόλου, των
εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του, ως του μόνου απευθείας εκλεγμένου ευρωπαϊκού
θεσμού.
Εν πάση περιπτώσει, η εποποιία της κατανομής των θέσεων στο τραπέζι της
ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας θα συνεχιστεί με τη σύσταση του νέου Κολλεγίου των
Επιτρόπων, το casting των διαφόρων χαρτοφυλακίων (με ενδιαφέρον αναμένεται
σχετικά η επιλογή για το νέο χαρτοφυλάκιο της Άμυνας) και τον διορισμό των νέων
διευθυντών των γραφείων των Επιτρόπων και των Γενικών Διευθυντών της Επιτροπής.
Των ανθρώπων δηλαδήπου ασκούν την πραγματική εξουσία στις Βρυξέλλες.
Της νίκης της φον ντερ Λάιεν είχε προηγηθεί η επανεκλογή της Μαλτέζας
ΡομπέρταΜέτσολα στην προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ η τετράδα συμπληρώνεται
με τον διορισμό της Εσθονής (πρώην) πρωθυπουργού ΚάγιαΚάλας στη θέση της Ύπατης
Εκπροσώπου της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια – μια θέση η
βαρύτητα της οποίας είναι αντιστρόφως ανάλογη του βαρύγδουπου τίτλου της. Όπου
αναμένεται να συνεχίσει το πλούσιο έργο του απερχόμενου ΖοσέπΜπορέλ, με
μοναδική διαφορά την ακόμα πιο σκληροπυρηνική αντιρωσική ρητορεία. Όσο για τους
Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, θα αρκεστούν στην τοποθέτηση του συμπαθούς πρώην
πρωθυπουργού της Πορτογαλίας Αντόνιο Κόστα στην –εν πολλοίς διακοσμητική–
προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή της συνόδου του αρχηγών κρατών και
κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Δεν πρέπει, εξάλλου, να παραλειφθεί ότι
νέος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ αναλαμβάνει ο (επίσης πρώην) Ολλανδός
πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε.
Και αυτό είναι όλο. Αυτό είναι, σε αδρές γραμμές, το πολιτικό μήνυμα που
πήραν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες από τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου:
businessasusual.
Η πικρή συνειδητοποίηση της ευρωπαϊκής ασημαντότητας
Ο συστηματικός –άτυπα θεσμοθετημένος, θα έλεγε κανείς– διορισμός
πολιτικών καρικατούρων –ενίοτε με σκιές σκανδάλων να εμπλουτίζουν βιογραφικό
τους– στις κορυφαίες θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών είναι για πολλούς αναλυτές
μία από τις βασικές αιτίες της ευρωπαϊκής κακοδαιμονίας. Στην πραγματικότητα,
είναι μόνο ένα από τα συμπτώματα της τελευταίας και καθόλου τυχαίο (ή, μάλλον,
ατυχές) γεγονός. Από αυτή την άποψη, ο επαναδιορισμός –διότι θα συνιστούσε
κακοποίηση των εννοιών να ειπωθεί ότι πρόκειται για επανεκλογή– της VDL ως
δείγμα σταθερότητας και συνέχειας των ευρωπαϊκών πολιτικών εμπεριέχει μια
ισχυρή δόση αλήθειας. Πράγματι, αν μην τι άλλο, εγγυάται ότι η ΕΕ θα συνεχίσει
να πορεύεται στην οδό της αργόσυρτης αλλά σταθερής αποσύνθεσής της εκ των έσω
και για τα επόμενα πέντε έτη.
Εντούτοις, στη μεγάλη εικόνα της εξέλιξης της ιστορίας, αυτό δεν έχει
σημασία, όπως δεν έχει σημασία ποια «προσωπικότητα» θα καταλάβει ποιο ευρωπαϊκό
πόστο ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που χαρακτηρίζεται πλέον από αφόρητη
αυτοαναφορικότητα και υπάρχει μόνο για να ανακυκλώνει τον ίδιο της τον εαυτό.
Στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον, με αφορμή τα 75 έτη
της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, αυτό κατέστη σαφές. Σίγουρα, ακούστηκαν οι
αναπόφευκτες ρητορικές γενικότητες περί της αδιάσπαστης ενότητας των συμμάχων,
όπως και οι δεσμεύσεις για τη μη αναστρέψιμη πορεία της Ουκρανίας προς την
ένταξη – χωρίς όμως κανένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Σημαντικότερη –και πολύ
πιο επικίνδυνη δυνητικά– ήταν η ανακοίνωση της μελλοντικής ανάπτυξης
αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στη Γερμανία, για πρώτη φορά από το
τέλος του (πρώτου) Ψυχρού Πολέμου, χωρίς, φυσικά, να έχει προηγηθεί κάποια
διαβούλευση επί του θέματος στηνBundestag. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι οι Ευρωπαίοι
συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν μιλούσαν απευθυνόμενοι στον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ,
αλλά στον Ντόναλντ Τραμπ, η πορεία του οποίου προς τον Λευκό Οίκο μοιάζει,
επίσης, να είναι μη αναστρέψιμη (πλην απροόπτου, φυσικά), ιδίως μετά την
απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Παρά την εμφανέστατη απέχθειά τους προς το πρόσωπο του τελευταίου και
παρά το ότι για μήνες τελούσαν σε κατάσταση άρνησης, οι Ευρωπαίοι διαθέτουν
ικανή ποσότητα ενστίκτου αυτοσυντήρησης, ώστε να αντιλαμβάνονται ότι θα
χρειαστεί να προσαρμοστούν στη νέα υπερατλαντική πραγματικότητα, όσο και αν
τους ξενίζει. Και κάπως έτσι, το μεγαλειώδες όραμα του Μακρόν –και όχι μόνο–
για την «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο
με αυτό ακριβώς που απαιτεί ο Τραμπ από τους Ευρωπαίους: να αναλάβουν εκείνοι
το μεγαλύτερο μέρος του επιχειρησιακού και χρηματοδοτικού βάρους για τη δική
τους ασφάλεια, αποδεσμεύοντας τις ΗΠΑ. Η «νατοποίηση της Ευρώπης»
μεταμορφώνεται σε «εξευρωπαϊσμό του ΝΑΤΟ».
Γενικότερα μιλώντας, ποτέ δεν είναι καλό σημάδι όταν, για να αντιληφθεί
κανείς προς τα πού οδεύουν τα πράγματα, είναι προτιμότερο να μελετά τις
πολιτικές εξελίξεις και τον δημόσιο διάλογο μιας άλλης χώρας, σε μια άλλη
ήπειρο. Πολύ περισσότερο όταν οι εξελίξεις που θα καθορίσουν το δικό του μέλλον
–στην προκειμένη περίπτωση, το μέλλον της Ευρώπης– δεν κρίνονται από τις
ευρωεκλογές, αλλά ούτε από τις εθνικές εκλογές σε κάποια κράτη-πυλώνες, όπως η
Βρετανία και η Γαλλία. Πράγματι, όσοι, ιδίως από την πλευρά της ευρωπαϊκής
Αριστεράς, ήλπιζαν σε μια πολιτική ανατροπή μετά τη νίκη του Νέου Λαϊκού
Μετώπου, έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται απογοητευμένοι από την εξέλιξή της, που
στην ουσία απλώς πρόσφερε ένα σωσίβιο σε έναν βυθιζόμενο και αποδυναμωμένο
Μακρόν, το ριψοκίνδυνο στοίχημα του οποίου να προκηρύξει πρόωρες εκλογές
φαίνεται ότι εν μέρει απέδωσε.
Πού κρίνονται, λοιπόν; Από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του
ερχόμενου Νοεμβρίου, στις οποίες οι Ευρωπαίοι όχι μόνο δεν θα συμμετέχουν, αλλά
δεν θα αποτελούν καν μέρος της ατζέντας, παρά μόνο ως επιχείρημα εκείνων που
διατείνονται ότι οι Αμερικανοί έχουν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν με τον
χρόνο, την ισχύ και τα χρήματά τους από το να ανακατεύονται σε ευρωπαϊκές
υποθέσεις που δεν τους αφορούν και δεν τους ενδιαφέρουν.
Σε όλες τις μεγάλες κρίσεις και προκλήσεις της εποχής μας, στον πόλεμο
στην Ουκρανία και το Μεσανατολικό, το νέο οικονομικό και εμπορικό μοντέλο μετά
την παγκοσμιοποίηση, την εξισορρόπηση της διεθνούς ισχύος με την άνοδο των
BRICS και του παγκόσμιου Νότου, την κλιματική αλλαγή και τη συναφή ενεργειακή
μετάβαση, την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, το μεταναστευτικό και τη
δημογραφία, τα πολιτισμικά και πολιτιστικά πρότυπα ή τις σχέσεις της Δύσης με
την αναδυόμενη κινεζική υπερδύναμη, η Ευρώπη δεν έχει να παίξει κάποιον ρόλο,
πλην αυτόν του ακολούθου. «Quo Vadis Europa?» ήταν ο τίτλος κάποιων
δημοσιευμάτων που εμφανίστηκαν –για πολλοστή φορά– μετά τις ευρωεκλογές. Και η
απάντηση είναι απλή, όσο είναι και μελαγχολική: όπου ορίσει το Οβάλ Γραφείο και
ο εκάστοτε ένοικός του, με άλλα λόγια, ο αυτοκρατορικός επικυρίαρχος.
Αυτό μπορεί να είναι ανακουφιστικό, από μια άποψη, κρίνοντας από την
ποιότητα του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού στις μέρες μας. Το αίσθημα της
ανακούφισης όμως οπωσδήποτε μειώνεται με τη συνειδητοποίηση ότι σήμερα κάτι
τέτοιο μεταφράζεται στον –καταστροφικό– Τζο Μπάιντεν και το επιτελείο του και
ότι αύριο μπορεί να μεταφραστεί στον Τραμπ και τον εξ Απαλαχίων ορμώμενο Τζέι
Ντι Βανς. Ή στην Κάμαλα Χάρις.
Από την άλλη πλευρά, ακούγεται και η άποψη ότι το δίδυμο Τραμπ-Βανς
μπορεί να είναι και μια ευλογία μεταμφιεσμένη σε κατάρα για την Ευρώπη, με την
έννοια ότι ο απομονωτισμός που πρεσβεύουν θα υποχρεώσει επιτέλους τους
Ευρωπαίους να ασχοληθούν με τα του οίκου τους σοβαρά και χωρίς το αμερικανικό
μαξιλάρι ασφάλειας. Η ελπίδα, όπως λένε, πεθαίνει τελευταία.
Κάπου μέσα σε όλα αυτά, ο Βίκτoρ Όρμπαν παρακολουθεί και περιμένει
υπομονετικά. Από μια ειρωνεία της ιστορίας, εκ των πολλών που έχουν καταγραφεί,
άλλωστε, είναι ορατό το ενδεχόμενο να είναι αυτός, ο παρίας και αποσυνάγωγος,
ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους ηγέτες που θα συναντηθεί με τον επόμενο
πρόεδρο των ΗΠΑ και η άτυπη «φωνή» του στα ευρωπαϊκά συμβούλια.