Κατά τους τελευταίους μήνες, κορυφαίοι θεσμικοί παράγοντες του
ευρωπαϊκού οικοδομήματος, εκπρόσωποι των πολιτικών δυνάμεων και κρατών-μελών
που συγκροτούν το κυρίαρχο μπλοκ εντός του επισείουν, σε υψηλούς τόνους, τους
ζωτικούς, αίφνης, κινδύνους ασφάλειας που αντιμετωπίζει η ΕΕ (ή ακόμα και ο
«ευρωπαϊκός τρόπος ζωής»). Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία,
αποφαίνονται με βεβαιότητα – παρά τις διαφοροποιήσεις για το εάν αυτή θα πρέπει
να παραμείνει αυστηρά εντός του νατοϊκού πλαισίου ή να οδηγεί ταχύτερα στη
«στρατηγική αυτονομία»: η αύξηση των αμυντικών δαπανών και εξοπλισμών, η
ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ή ακόμα και η
ίδια η μετάβαση σε μια λογική «πολεμικής οικονομίας».
Η υπερβολή και οι συναγερμικοί τόνοι αυτών των κελευσμάτων εντάσσονται,
σε ένα βαθμό, σε πολιτικές στοχεύσεις που σχετίζονταν με τη διεξαγωγή των
ευρωεκλογών. Η στρατηγική επιλογή αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς από τις διάφορες
συνιστώσες του νεοφιλελεύθερου μπλοκ μέσω της υιοθέτησης δικών της θεματικών
και «λύσεων» επίσης εξηγεί την ενίσχυση τέτοιων απόψεωνυπέρ της αύξησης της
στρατιωτικής ισχύος, που επενδύουν στο αίσθημα ανασφάλειας. Μια τρίτη αιτία
είναι ασφαλώς η διαφαινόμενη επικράτηση Τραμπ: το μέλλον της Ευρώπης
προμηνύεται, κατά μια φιλελεύθερη και φιλοατλαντική εκδοχή των απόψεων αυτών,
δυσοίωνο χωρίς την αμερικανική «ομπρέλα».
Οι απόψεις αυτές –και πρωταρχικά οι πολιτικές επιλογές που προκρίνουν–
μπορούν και πρέπει να αντικρουστούν στον πυρήνα τους· είναι επομένως ανεπαρκής,
ακόμα και επιδερμική, η αναγωγή τους απλώς σε μια ψηφοθηρική εργαλειοποίηση
ή/και σε μια «φιλοπόλεμη» προαγωγή ποικίλωνσυμφερόντων.
Μια ανταγωνιστική θέση θα πρέπει να εκκινήσει από μια διακριτή αποτίμηση
του ίδιου του περιεχομένου των διεθνών κινδύνων και των διακυβευμάτων. Η
αποτύπωση των τάσεων σε μια σειρά από φαινόμενα που συνθέτουν αυτό που
κατανοούμε ευρέως ως «διεθνή πραγματικότητα» επιβεβαιώνει με ευκρινή τρόπο μια
δυσμενή συγκυρία για την ειρήνη, τη σταθερότητα και τις ελευθερίες σε παγκόσμιο
επίπεδο.
Ξεκινώντας από τις συγκρούσεις και τους πολέμους, με βάση δεδομένα που
καλύπτουν και το 2022, ο αριθμός τους μετά το 2014 βρίσκεται στα υψηλότερα
επίπεδα από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανεμφάνιση ενός «ξεχασμένου»
είδους πολέμου στην Ευρώπη, του «κλασικού» μεταξύ κρατών, εκτίναξε δραματικά
τον αριθμό των θυμάτων: Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν η βασική αιτία που
το 2022 ήταν η πιο θανατηφόρα χρονιά κατά τη μετα-ψυχροπολεμική περίοδο, με
εξαίρεση το 1994. Η αύξηση του αισθήματος ανασφάλειας μεταξύ των Ευρωπαίων
πολιτών, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, και η καταδίκη της παράνομης ρωσικής
επίθεσης και εδαφικής προσάρτησης δεν μπορούν όμως να μη συνοδεύονται από μια
εξίσου κάθετη εναντίωση στις σφαγές άμαχων Παλαιστινίων και στη γενικότερη
πολιτική του ισραηλινού μιλιταρισμού. Οι δύο αυτές αιματηρές συγκρούσεις δεν
πρέπει, ταυτόχρονα, να οδηγήσουν στην υποτίμηση του γεγονότος ότι, κατά τις
τελευταίες δεκαετίες, οι βασικές εστίες πολέμων εντοπίζονται στην Αφρική και
την Ασία, τον πυρήνα του παγκόσμιου Νότου· οι πόλεμοι αυτοί είναι, στη μεγάλη
πλειοψηφία τους, ενδοκρατικοί («εμφύλιοι»), όμως στους περισσότερους εξ αυτών
εμπλέκονται και γειτονικές ή παγκόσμιες δυνάμεις.
Το στοιχείο αυτό σχετίζεται με τον επίσης αυξανόμενο κατά την τελευταία
δεκαετία αριθμό προσφύγων και εκτοπισμένων, ο οποίος έφτασε σε επίπεδα-ρεκόρ
βάσει των στοιχείων της Ύπατης Αρμοστείας· ως γνωστόν, αλλά συχνότερα
αποσιωπημένο, οι τέσσερις από τις πέντε χώρες που φιλοξενούν τους μεγαλύτερους
προσφυγικούς πληθυσμούς δενείναι πλούσιες ή δυτικές. Περαιτέρω, αυτή η αύξηση
συγκρούσεων και θυμάτων σε διεθνές επίπεδο συνυπάρχει, και εν μέρει σχετίζεται,
με τη συνεχή άνοδο των στρατιωτικών δαπανών κατά τα τελευταία εννιά χρόνια και
με τα υψηλότερα επίπεδα αγοραπωλησιών όπλων κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο,
που σημειώθηκαν το 2023.
Σε άμεση συνύφανση με τα προηγούμενα, η δημοκρατία βάλλεται παγκοσμίως,
μη εξαιρουμένης της Ευρώπης, που βλέπει την Ακροδεξιά να καθίσταται πλέον ένας
εκ των τριώνμεγάλων πολιτικών πόλων. Παρατηρητήρια με διαφορετικές μεθοδολογίες
και πολιτικές αποχρώσεις (όπως το V-Dem και το Freedom House) συμφωνούν ότι,
κατά την τελευταία δεκαπενταετία, το επίπεδο δημοκρατικής διακυβέρνησης και
ελευθεριών (ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών) υποχωρεί παγκοσμίως και οι
τάσεις αυταρχικοποίησης ενισχύονται σχεδόν παντού.
Η ανωτέρω επιγραμματική επισκόπηση δεν επεκτείνεται στην, αναντίρρητη
πια, κλιματική αλλαγή και στην εξίσου απτή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου·
αυτές οι διαστάσεις της τρέχουσας πολυκρίσης οφείλουν όμως να είναι αναπόσπαστα
συστατικά μιας εναλλακτικής κατανόησης της έννοιας της ασφάλειας.
Προχωρώντας στη σκιαγράφηση μιας αντι-ηγεμονικής θέσης από
αριστερή-προοδευτική σκοπιά για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι
ευρωπαϊκές κοινωνίες τις υπαρκτές προκλήσεις ασφάλειας, μπορούν να διατυπωθούν
επτά αλληλοσυμπληρούμενες θέσεις.
1.Θα πρέπει καταρχάς ναασκηθεί (αυτό)κριτική στον ίδιο το ρόλοτης ΕΕ στη
δημιουργία και αναπαραγωγήτων φαινομένων αυτών που σήμερα προβάλλονται ως
κίνδυνοι. Αποσιωπάται βολικά ότι τα, πράγματι υψηλά, επίπεδα απόλαυσης
πολιτικών δικαιωμάτων, η ευρωπαϊκή ειρήνη ή το σχετικά ισότιμα κατανεμημένο
εισόδημα κατέστησαν εφικτά, τουλάχιστον εν μέρει, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου
συστήματος άνισης κατανομής ισχύος και πλούτου. Με άλλα λόγια, πάει πολύ η
Ευρώπη (δηλ. οι κυρίαρχες δυνάμεις που βρίσκονται επί δεκαετίες στο εθνικό και
ευρωπαϊκό τιμόνι, αλλά και η Ακροδεξιά) να αυτοπροβάλλεται ως θύμα δήθεν
εξωγενώς παραγόμενων απειλών.
2. Ψύχραιμη και γειωμένη στάση. Η ευρωπαϊκή ελίτ φαίνεται να
ταλαντεύεται αφρόνωςαπό τον αυτοθαυμασμό για την Ευρώπη ως όαση δημοκρατίας και
ευημερίας, στην πιο πρόσφατη απεικόνισή της ως ενός μιας ηπείρου ανήμπορης να
αντιμετωπίσει πολλαπλές απειλές. Όμως οι διάφοροι κίνδυνοι για την ασφάλεια
πλήττουν πρωτίστως φτωχότερες χώρες. Αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί ως
αποτέλεσμα των παγκόσμιων ανισοτήτωνκαι όχι ως άλλοθι για να μην αλλάξουν οι
ευρωπαϊκές χώρες τη στάση τους.
3. Συναφώς, αντίσταση στον μυωπικόευρωκεντρισμό. Μεταξύ άλλων,αυτό θα
επιτρέψει να κατανοηθούν οι λόγοιγια τους οποίους άλλες κοινωνίες/δυνάμεις
αξιολογούν διαφορετικά κάποιες απειλές, όπως τον πόλεμο στην Ουκρανία.
4. Αντίσταση στη λογική της πολιτικής της ισχύος. Η προσφυγή σε μια
λογική «ασφαλειοποίησης» των παγκόσμιων διακινδυνεύσεων δεν είναι ξένη προς την
κυρίαρχη θεώρηση στις διεθνείς σχέσεις: η ασφάλεια κατοχυρώνεται με αύξηση των
«δυνατοτήτων», πρωτίστως εξοπλισμών, και εν γένει της στρατιωτικής ισχύος.
Είναι προκλητικό να προβάλλεται ως ζωτικό το έλλειμμα στρατιωτικής ισχύος όταν
μιλάμε για χώρες που συγκαταλέγονται στις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις
ή/και στους μεγαλύτερους παραγωγούς και πωλητές οπλικών συστημάτων. Κυρίως όμως
μια εναλλακτική θεώρηση θα πρέπει ρητά να προτάξει πειστικά ότι οι λογικές
«αυτοβοήθειας» οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο κρίσεων ασφάλειας. Μια πολιτική που
έμπρακτα θα υπηρετεί την πολυμέρεια και την ειρηνική διευθέτηση διαφορών και
διεθνών ζητημάτων, αποδεχόμενη κάποιο κόστος στην επίτευξη απόλυτων κερδών,
οφείλει να αντιταχθεί στο κυρίαρχο παράδειγμα.
5.Ο αναδυόμενος πολυπολισμός δεν συνιστά αναγκαστικά απειλή. Κόντρα στον
καλλιεργούμενο φόβο από τις ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες εύλογα αντιλαμβάνονται
την προοπτική αυτή ως απειλητική για τα συμφέροντά τους, οι προοδευτικές
δυνάμεις οφείλουν, χωρίς αυταπάτες για μια επικείμενη δημοκρατική διεθνή τάξη,
να καταδείξουν ότι, υπό προϋποθέσεις, αυτό συνιστά ευκαιρία για ένα πιο
ισορροπημένο –και άρα εν δυνάμει πιο ασφαλές– διεθνές σύστημα. Η αξιοποίηση
αυτής της ευκαιρίας περνά μέσα και από τις δικές τους επιλογές.
6. Εκδημοκρατισμός στη λήψη αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής. Παρότι η
λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και η κατάργηση του βέτο δεν αποτελούν
εχέγγυο προοδευτικών επιλογών (π.χ. στο προσφυγικό ζήτημα), αποτελούν
προϋπόθεση μιας προσέγγισης των νέων ζητημάτων ασφάλειας με πιο δημοκρατικό
τρόπο, η οποία θα πρέπει σταδιακά να υποστηριχθεί με καινοτόμους μηχανισμούς
ελέγχου και έγκρισης κομβικών επιλογών από τους Ευρωπαίους πολίτες.
7. «Πολιτεύεσθαι μέσω παραδείγματος». Η έμπρακτη υιοθέτηση πολιτικών που
θα πιστοποιούν αλλαγή παραδείγματος σε όλα τα πεδία που συνθέτουν μια ολιστική
κατανόηση της ασφάλειας αποτελεί ίσως τη λυδία λίθο μιας εναλλακτικής πρότασης.
Αυτό σημαίνει αφενός αλλαγή πολιτικών στο εσωτερικό επίπεδο, από την κλιματική
κρίση και την κατανομή εισοδημάτων ως τις πολιτικές ένταξης μεταναστών και τις
στρατιωτικές δαπάνες, και αφετέρου αντιμετώπιση της οξύτερης ίσως κριτικής που
πάγια ασκείται διεθνώς στη Δύση και κατ’ επέκταση στην ΕΕ: την πολιτική «δύο
μέτρων και δύο σταθμών». Υπό αυτή την έννοια, η τραγική συνθήκη των πολέμων
στην Γάζα και την Ουκρανία αποτελεί ίσως μια ευκαιρία συγκρότησης μιας ενιαίας
ευρωπαϊκής στάσης, που θα προκρίνει την ισότιμη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου
και θα οδηγεί σε δίκαιη αποκατάσταση των αδικιών σε βάρος των αδύναμων μερών.
Μόνο με τέτοια ενιαία εφαρμογή αρχών έχει ελπίδεςχάραξης και άσκησης αυτόνομης
εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας η ΕΕ.