*Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM LondonSchool of Economics, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών–Hανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό, 20ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «H Ευρώπη στις κάλπες – Η ΕΕ προς τα πού;»
Ο πλανήτης γυρίζει και χωρίς την Ευρώπη
O ιστορικός του μέλλοντος θα κληθεί να εντοπίσει το χρονικό σημείο στο
οποίο η Ευρώπη έχασε το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό της κάπου στις
αρχές του 21ου αιώνα, μένοντας στο περιθώριο ενός ταχύτατα μεταβαλλόμενου
κόσμου, που την προσπέρασε. Καθώς και τους λόγους για αυτό: εάν, δηλαδή, ήταν
το αποτέλεσμα αναπόδραστων αλλαγών στους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος, τους
οποίους οι Ευρωπαίοι απλά δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν, ή τραγικά
εσφαλμένων –στην καλύτερη περίπτωση– πολιτικών επιλογών από την πλευρά ηγεσιών
που αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Ή ενός συνδυασμού αυτών.
Από την άλλη πλευρά, είναι ανακριβές ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν διείδαν
το βραχύβιο της μεταψυχροπολεμικής μονοπολικής πρωτοκαθεδρίας της Δύσης και την
ανάδυση ενός διεθνούς σκηνικού περίπλοκου και ρευστού, όπου καμία υπερδύναμη ή
οικονομικός και στρατιωτικός συνασπισμός δεν θα κατέχει τη θέση τού ενός και
μόνου ηγεμόνα. Η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία βρίθει αναλύσεων για τους νέους θεσμούς
διεθνούς οργάνωσης που είναι απαραίτητοι για τη διακυβέρνηση ενός πολυκεντρικού
κόσμου βάσει κοινά αποδεκτών κανόνων διεθνούς δικαίου. Μάλιστα, αυτή ακριβώς
ήταν η βάση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών περί ευρωπαϊκού τρίτου πόλου και
ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Αυτό που πιθανότατα η Ευρώπη –ή μάλλον η Δύση– δεν υπολόγισε σωστά ήταν
η ταχύτητα με την οποία θα αναδύονταν άλλες, ανταγωνιστικές προς την ίδια,
περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις φτάνοντας ή και υπερβαίνοντας τη δυτική
τεχνολογική υπεροχή, η ικανότητά τους να οργανωθούν σε χρηματοοικονομικά και
εμπορικά σχήματα απαγκιστρωμένα από τα (δυτικοκρατούμενα) υφιστάμενα και, το
σημαντικότερο, η απροθυμία τους να αποδεχθούν ότι οι περίφημοι «κοινά αποδεκτοί
κανόνες» του νέου διεθνούς συστήματος θα ήταν αυτοί που εννοούσαν οι δυτικές
χώρες.
Εντούτοις, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι ΗΠΑ φάνηκαν πολύ καλύτερα
προετοιμασμένες για έναν κόσμο που δεν θα ελεγχόταν πλέον (μόνο) από τις ίδιες,
με αποτέλεσμα να κάνουν σχετικά έγκαιρα το στρατηγικό pivotσε μια κατάσταση
όπου θα περιχαράκωναν τη δική τους σφαίρα επιρροής και θα εδραίωναν την
κυριαρχία τους επ’ αυτής. Το δυστύχημα για την Ευρώπη είναι ότι, αντί να γίνει
η ίδια ένας στρατηγικά αυτόνομος πόλος του πολυκεντρικού διεθνούς συστήματος,
επέλεξε ή αποδέχτηκε τον υποβιβασμό της σε απλή συνιστώσα του ευρωατλαντικού
υποσυστήματος. Με άλλα λόγια, της ως ανωτέρω αμερικανικής σφαίρας επιρροής.
Ο ρόλος της σε αυτό το υποσύστημα είναι του ελάσσονος, αν όχι υποτελούς,
εταίρου, κάτι που ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται, με αποτέλεσμα να την
αντιμετωπίζει αναλόγως. Αλήθεια, γιατί να χάνει κανείς το χρόνο του μιλώντας με
τους δορυφόρους, ενώ μπορεί να μιλήσει απευθείας με τον ηγεμόνα; Μάλιστα, είναι
αμφίβολο εάν οι ηγετικές χώρες του παγκόσμιου Νότου κατανοούν καν την «Ευρώπη»
ως μία ενιαία οντότητα ή εάν προτιμούν ενδεχομένως να συζητούν με επιμέρους
ευρωπαϊκά κράτη, αναγνωρίζοντας στην ΕΕ μόνο τον ρόλο κάποιου είδους
συντονιστικής-εκτελεστικής γραμματείας. Αν κρίνει κανείς από τον τρόπο που
αντιμετώπισαν οι Κινέζοι την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τη θεσμική της ιδιότητα
της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις πρόσφατες επαφές τους με τη Γαλλία
και τη Γερμανία, μάλλον το δεύτερο ισχύει.
Και όμως, δεν ήταν –και δεν είναι– αυτονόητο ότι τα έθνη της Γηραιάς
Ηπείρου οφείλουν άνευ ετέρου να αρκεστούν στον ρόλο του διαρκώς παραγκωνισμένου
παρατηρητή διεθνών εξελίξεων που καθορίζουν άλλοι και να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη
ανάκτησης μιας καλύτερης θέσης στη νέα διεθνή κατάταξη ισχύος, καθώς
εξακολουθούν να διαθέτουν κάποια όχι ευκαταφρόνητα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Τα
οποία, όμως, χάνονται όσο παραμένουν αναξιοποίητα.
Μπορεί να εντοπίσει κανείς, σχηματικά, πέντε δείκτες μέτρησης της
κυριαρχίας –με άλλη διατύπωση: της στρατηγικής αυτονομίας, της ικανότητας
ανάληψης αυτόβουλης δράσης– ενός κράτους ή, στην ευρωπαϊκή περίπτωση, ενός
συνασπισμού κρατών: διπλωματία και άμυνα, οικονομία και βιομηχανία, δημογραφία
και κοινωνικές συνθήκες, ενέργεια και φυσικό περιβάλλον και, τέλος, επιστήμες
και τεχνολογία. Η σημερινή κατάταξη των ευρωπαϊκών κρατών, ακόμα και των
μεγαλύτερων, σε όλους αυτούς τους δείκτες δεν προκαλεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι η επίτευξη ενεργειακής και τεχνολογικής
αυτονομίας, η ανάκτηση της βιομηχανικής παραγωγής και μιας υγιούς οικονομικής
ανάπτυξης, η μείωση των ανισοτήτων, που υπονομεύουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, η
επένδυση στην παιδεία, την καινοτομία και τον πολιτισμό και ο εκσυγχρονισμός
των στρατηγικών υποδομών είναι σημαντικότερες αποστολές μακροπρόθεσμα από την
όποια στρατιωτική ενδυνάμωση.
Για μια αλλαγή παραδείγματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Πάντως, προϋπόθεση για να πετύχει η ΕΕ καλύτερες επιδόσεις στους ανωτέρω
δείκτες είναι να αντιμετωπίσει την αποτυχία συντονισμού στο εσωτερικό της. Το
ζήτημα της επίτευξης ισορροπίας μεταξύ της υπερεθνικής και της εθνικής έννομης
τάξης δεν έχει επιλυθεί, ούτε έχει δοθεί λύση στις δομικές αστοχίες μιας κακώς
σχεδιασμένης νομισματικής ένωσης ή στην άσκηση τετραγωνισμού του κύκλου που
είναι η δημιουργία ενός πλαισίου διακυβέρνησης αρκετά στιβαρού, ώστε να είναι
λειτουργικό, αλλά συγχρόνως ευέλικτου και ευπροσάρμοστου, ώστε να αποφεύγονται
προστριβές και εντάσεις ανάμεσα σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ευρωπαϊκά
κράτη: onesizedoesnotfitall.
Και εδώ, οι κλασικές απαντήσεις που έδιναν στο παρελθόν οι ευρωπαϊκές
ηγεσίες και η ευρωπαϊκή διανόηση, δηλαδή «περισσότερη Ευρώπη», ριζική
αναθεώρηση των Συνθηκών, μεταβίβαση περισσότερων αρμοδιοτήτων στα υπερεθνικά
όργανα και δραστικός περιορισμός του κανόνα της ομοφωνίας δεν είναι
ρεαλιστικές, ούτε πρόσφορες. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά από την εποχή
του αλήστου μνήμης Ευρωπαϊκού Συντάγματος και η συζήτηση περί του
διακυβερνητικού μοντέλου σε αντιπαράθεση με την κοινοτική μέθοδο είναι
ξεπερασμένη από την πραγματικότητα.
Θα ήταν χρησιμότερο να δει κανείς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όχι σαν ένα
καθετοποιημένο σύστημα εξουσίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στην κορυφή της
ιεραρχίας, αλλά ως ένα δυναμικό πεδίο αλληλεπίδρασης, όπου κάθε χώρα επιδιώκει
το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ίδια. Είναι μια ανάγνωση που
αντιλαμβάνεται τη θεσμικά οργανωμένη Ευρώπη όχι σαν ένα μεσσιανικό project με
τελικό στόχο κάποια νεφελώδη ευρωπαϊκή ομοσπονδία, αλλά ως μια εργαλειοθήκη,
ένα οριζόντιο δίκτυο προγραμμάτων και ενισχυμένων συνεργασιών, η ένταξη
(opt-in) ή μη (opt-out) στις οποίες είναι στη διακριτική ευχέρεια των
κρατών-μελών με βάση τις προτεραιότητες που θέτουν τα ίδια για την πρόοδο και
την ευημερία των κοινωνιών τους. Πέραν, ασφαλώς, ενός minimum βασικών κανόνων
που περιέχονται στις Συνθήκες και είναι κοινοί για όλους. Αυτό είναι το
κατάλληλο πεδίο περαιτέρω ανάπτυξης ευρωπαϊκών συμπράξεων σε τομείς όπου έχει
αποδειχθεί πολύ δύσκολο να επιτευχθεί κοινός βηματισμός. Σε τελική ανάλυση, μια
μικρότερη ομάδα ευρωπαϊκών κρατών που συμφωνούν σε μια δράση, επιτρέποντας στις
υπόλοιπες να διαφωνούν μένοντας εκτός αυτής, θα έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο
από μία καχεκτική απόφαση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, συνήθως ως αποτέλεσμα
ατέλειωτων αντεγκλήσεων και συμβιβασμών.
Η Ευρώπη του 21ου αιώνα πρέπει να υιοθετήσει την προσέγγιση της
επιτελεστικής δικτύωσης, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμία αξιολογική
διάκριση ανάμεσα στους διαφορετικούς βαθμούς ολοκλήρωσης, αλλά ένα ανοικτό
πλέγμα πολιτικών πρωτοβουλιών και συνεργασιών. Κάθε ευρωπαϊκή χώρα πρέπει να
έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα και αυτόβουλα –κυρίαρχα, με άλλα λόγια–
το δικό της επίπεδο ενσωμάτωσης σε αυτό το nexus, εντασσόμενη ή μη στα διάφορα
σχήματα στενότερης ολοκλήρωσης και διαρθρωμένων συνεργασιών, ανάλογα με τα
συμφέροντα και τις ανάγκες της. Η έννοια της οριζόντιας και ευέλικτης
ολοκλήρωσης προκρίνεται έναντι αρχαϊκών μονολιθικών μοντέλων, όπως η Ευρώπη του
πυρήνα, των ομόκεντρων κύκλων, των πολλών ταχυτήτων ή της μεταβλητής γεωμετρίας
και η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν προκύπτει ως τεχνητή και άνωθεν επιβαλλόμενη,
αλλά οργανικά, ως κοινή συνισταμένη αυτών των σχημάτων.
Το παράδειγμα αυτό, το οποίο, μάλιστα, δεν είναι υποχρεωτικό να
περιοριστεί στα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά μπορεί κατά περίπτωση να περιλαμβάνει
και τρίτα (ευρωπαϊκά) κράτη, δύναται να συμβιβάσει την απαρέγκλιτη ανάγκη
βαθύτερης ευρωπαϊκής συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς, χωρίς την οποία οι
Ευρωπαίοι είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν στο περιθώριο των παγκόσμιων
εξελίξεων, με την αναγνώριση ότι δεν υπάρχει η μία και ενιαία Ευρώπη, αλλά ένα
ψηφιδωτό (δημοκρατικών) κρατών και εθνών, το καθένα με την ξεχωριστή του
ιστορία και πολιτισμική ταυτότητα, που μοιράζονται, ωστόσο, κοινές θεμελιώδεις
αρχές και συμφέροντα, ένα κοινό πεπρωμένο συνύπαρξης και συνεργασίας.