* Νίκος Χειλάς, Δημοσιογράφος– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 19ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του IνστιτούτουΕΝΑ
«Το πιο ωραίο τρικ του διαβόλου είναι να μας πείσει ότι δεν
υπάρχει». Τον αφορισμό αυτό του Σαρλ
Μπωντλαίρεπαλήθευε μέχρι πρότινοςο ΜπερντΧόκε, ο πιο σκληροπυρηνικός εκ των
ηγετών τουακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD). Ο Χόκεείχε
κατορθώσει να πείσει ένα τρίτο σχεδόν των συμπολιτών του στην ιδιαίτερη πατρίδα
του, στο κρατίδιο της Θουριγγίας, ότι είναι ένας αθώος, άκακοςδημοκράτης. Και
ότι το κόμμα τουείναι σαν όλα τα άλλα, μόνο πιο συντηρητικό και πατριωτικό.
Όμως και οι διαβολικές πονηριές έχουν τα όριά τους. Κι αυτά τα ξεπέρασε
ο Χόκε όταν κομματικοί του φίλοιδιοργάνωσαν στις αρχές Ιανουαρίου μια μυστική
συνάντηση κοντά στο Πότσνταμ με θέμα τη λεγόμενη επαναμετανάστευση
(Remigration) των μη καθαρόαιμων Γερμανών. Το «masterplan» που παρουσίασε ο
αυστριακός νεοναζί Μάρτιν Σέλνερχωρίζει τους κατοίκους της χώρας σε δύο
κατηγορίες: σε βιο(λογικούς) και δια(βατηριακούς) Γερμανούς, ήτοι Γερμανούς με
«μεταναστευτικό φόντο»,και προβλέπει τον εκτοπισμό των τελευταίων σε κάποια μη
κατονομαζόμενη μεγαλούπολη της Βόρειας Αφρικής. Τυχόν εφαρμογή του σχεδίου θα
έπληττε 11,2 εκατομμύρια «ξενόφερτους» πολίτες, ένανπολλαπλάσιο αριθμό δηλαδή
εκείνου που όριζε το αντίστοιχο πλάνο των ναζί για την εκτόπιση των Εβραίων της
Γερμανίας στη Μαδαγασκάρη.
Η αποκάλυψη του σχεδίουαπό το ερευνητικό δίκτυο Correktiv προκάλεσε
συναγερμό στη γερμανική δημοσιότητα. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Χόκε, αντί να
το καταδικάσει, κατήγγειλε την παραβίαση της μυστικότητας μιας «ιδιωτικής»
συνάντησης. Έκτοτε και μέχρι,έχουν γίνειεκατοντάδες διαδηλώσεις κατά της
AfD στη Γερμανία, οι ειδικοί μιλούν για
το μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυρίας στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Κι αυτό
πλήττει βαθμιαίακαι το γόητρο της Εναλλακτικής,καθώς και του Χόκε
προσωπικά.Σύμφωνα με μετρήσεις του ινστιτούτου INSA, ενώ το Φεβρουάριο του 2023
η AFD συγκέντρωνε σε ομοσπονδιακό επίπεδο το 22% των ψήφων,στις αρχές Απριλίου υποχώρησε στο
19%.Παρόμοιαπτώση (από το 32% σε 30%) υπήρξε και στη Θουριγγία. Το σχέδιο του
Χόκε να γίνει σύντομα πρωθυπουργός του κρατιδίου καταντάει έτσι χίμαιρα. Στο
«πύρινο τείχος» που έχουν ανεγείρει τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου εναντίον
κάθεσυνεργασίας μαζί του προστίθεται η βεβαιότητα ότι βρίσκεται μακριά από την
κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Η «μεγάλη εικόνα» που δίνει λοιπόν σήμερα η γερμανική κοινωνία είναι
εκείνη της πόλωσης ανάμεσα σε μια δημοκρατική πλειοψηφία, που ύστερα από
πολύχρονη χειμερία νάρκη αρχίζει να αφυπνίζεται,και σε μια ισχυρή ακροδεξιά
μειοψηφία, που υφίσταταιτελευταία αισθητά την πίεση της πρώτης. Η πίεση αυτή
εξουδετερώνεται ωστόσο εν πολλοίς από τον κυβερνητικό«συνασπισμό του φαναριού»
(Σοσιαλδημοκράτες/SPD, Πράσινοι/Grüne, Ελεύθεροι Δημοκράτες/FDP), που με την
δεξιόστροφη πολιτική του δικαιώνει τις αιτιάσεις και τα αφηγήματα της
Ακροδεξιάς.O αυτοαποκαλούμενος «συνασπισμός της προόδου» παρήγαγε στα δυόμισι
χρόνια λειτουργίας τουκυρίως οπισθοδρόμηση:εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων,
κάθετη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών,δρακόντεια μέτρα εις βάρος των προσφύγων
και αυταρχικές συμπεριφορές στην εσωτερική πολιτική, που τείνουν να
εγκαθιδρύσουν, όπως γράφει η αριστερή-εναλλακτικήεφημερίδα Tageszeitung, έναν
«γερμανικό μακαρθισμό» στη χώρα.
Εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων:«Το ποσοστό της φτώχειας ήταν, με
16,7%, αισθητά υψηλότερο το 2022 από ό,τι πριν από την εκδήλωση της πανδημίας»,
διαπιστώνουν μελετητές του ιδρύματος
οικονομικών ερευνών HansBöcklerStiftung. Η άνοδος της τιμής των καυσίμων και ο
συνεχιζόμενος πληθωρισμός επέτειναν το 2023 την τάση για φτωχοποίηση και μείωση
των εισοδημάτων των μικρομεσαίωννοικοκυριών. Στον αντίποδα βρίσκονται οι
ενεργειακοί κολοσσοί και η πολεμική βιομηχανία, που πέτυχαν υπερκέρδη-ρεκόρ με
την κάθετη αύξηση της τιμής των προϊόντων τους λόγω των πολέμων στην Ουκρανία
και τη Μέση Ανατολή.
Αύξηση των στρατιωτικών δαπανών: H Γερμανία δαπάνησε το 2023, σύμφωνα με
το γερμανικό Υπουργείο Άμυνας, 73,4 δισεκατομμύρια δολάρια για τις αμυντικές
της δαπάνες. Το ποσοστό αυτό, που
αντιστοιχεί στο 2% του προϋπολογισμού, εκπληρώνει για πρώτη φορά ύστερα από 32
χρόνια τη σχετική οδηγία του ΝΑΤΟ – πρωτύτερα κυμαινόταν γύρω στο 1,5%. Αυτό
συνοδεύεται από την επιστροφή στο μιλιταρισμό: «H Γερμανία πρέπει να γίνει πάλι
ετοιμοπόλεμη», δήλωσε πρόσφατα ο σοσιαλδημοκράτης Υπουργός Άμυνας Μπόρις
Πιστόριους. Αμ’ έπος, αμ’έργoν: Ο ΚαγκελάριοςΌλαφΣολτςεγκαινίασε πανηγυρικά ένα
καινούριο εργοστάσιο παραγωγής τεθωρακισμένων της πολεμικής βιομηχανίας
Rheinmetall.
Ξενοφοβική πολιτική:Το Βερολίνοπρωτοστάτησε στη λήψητης πρόσφατης απόφασης των Βρυξελλών για την
κράτηση των προσφύγων σε καταυλισμούς εκτός συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για
τους εναπομείναντες πρόσφυγες στο εσωτερικό της χώρας κατάργησε την παροχή
βοήθειας σε χρήμα–αυτή θα παρέχεται μελλοντικά μόνο σε είδος μέσω πλαστικής
κάρτας.
Γερμανικός μακαρθισμός: Η ασφάλεια του Ισραήλ, δηλώνει το Βερολίνο,
είναι raisond’être, υπαρξιακή συνθήκη για τη γερμανική κυβέρνηση. Η πολιτική
της, απόρροια προφανώς μιας ενοχικής συνείδησης λόγω του Ολοκαυτώματος,
φαντάζει έτσι ισραηλινότερητης ισραηλινής.Κριτική στο Τελ Αβίβερμηνεύεται
αυτόματα ως αντισημιτισμός. Με αποτέλεσματοναποκλεισμό από πανεπιστήμια,
πολιτιστικά ιδρύματα κ.λπ. ξένων επισκεπτώνπου εναντιώνονται στην ισραηλινή
κατοχή της Γάζας. Τελευταίο παράδειγμα: Η απαγόρευση ενός συνεδρίου για την
Παλαιστίνη στο Βερολίνο από το γερμανικό Υπουργείο Εσωτερικών και η απαγόρευση
της εισόδου στη Γερμανία κεντρικών ομιλητών του, όπως ο ΓιάνηςΒαρουφάκης.
Πίσω από τέτοια σπασμωδικά μέτρα κρύβεται προφανώς η αδυναμία της
γερμανικής κυβέρνησης να ελέγξει τη χρόνια κρίση του νεοφιλελευθερισμού μέσω
κεϊνσιανών μεθόδων, ήτοικρατικών επενδύσεων και αυξημένωνμισθών, που θα
προκαλούσαν ανάλογη αύξηση της κατανάλωσης και κατ’ επέκτασητης οικονομίας. Κι
αυτό επειδή ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (Ελεύθεροι Δημοκράτες)
αρνείται να άρει τη συνταγματική ρήτραπου επιτάσσειμηδενικά κρατικά ελλείματα–
κάτι πουεξωθεί την κυβέρνηση σε μια, κατά την ρήσητου οικονομολόγου Πέτερ
Μπόφινγκερ, «κουτή» οικονομική πολιτική. Η αδυναμία ελέγχου εκφράζεται και στο
ότι οι περισσότεροι επενδυτές αποποιούνται τη χρήση πράσινων τεχνολογιών
επικαλούμενοι το υψηλό κόστος τους, που τους φέρνει σε μειονεκτική θέση στη διεθνή
αγορά. Το κράτος δεν έπαψε βέβαια στιγμή
να δίνει πλούσιες επιδοτήσεις. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτέςχρησιμοποιούνταιόμως
για την περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας, όχι για την τήρηση των
οικολογικών προδιαγραφών. Με το παράδοξο αποτέλεσμα ακόμα και η παραγωγή
οικολογικών προϊόντων να γίνεται με μη οικολογικούς τρόπους παραγωγής. Επόμενο,
έτσι, το μεγαλεπήβολο σχέδιο των Πρασίνων για μετάβαση σε έναν «πράσινο»
καπιταλισμό να μετατρέπεται σε φάρσα.