Η κλίμακα Ρίχτερ είναι ευρέως διαδεδομένη ποσοτική μέθοδος μέτρησης του μεγέθους ενός σεισμού η οποία αναπτύχθηκε το 1935 από τους σεισμολόγους Μπένο Γκούτενμπεργκ και Τσαρλς Φράνσις Ρίχτερ.
Επινοήθηκε αρχικά για να μετρά
το μέγεθος τοπικών σεισμών της Νότιας Καλιφόρνιας, οι οποίοι καταγράφονταν σε
ένα συγκεκριμένο είδος σεισμογράφου. Οι ασθενέστερες δονήσεις που είχαν
καταγραφεί έως εκείνη την εποχή καθόρισαν στην κλίμακα τις τιμές γύρω στο
μηδέν, οπότε συντάχθηκε ώστε η αύξηση μιας μονάδας να αντιπροσωπεύει δεκαπλάσια
αύξηση στο μέγεθος ενός σεισμού. Νεότεροι και πιο ευαίσθητοι σεισμογράφοι
κατέγραψαν ακόμη πιο ασθενείς δονήσεις από αυτές που είχαν αρχικά επιλεχθεί για
να καθορίσουν το μέγεθος μηδέν και τα μεγέθη τους προσαρμόστηκαν στην κλίμακα
Ρίχτερ με τη χρήση αρνητικών αριθμών. Αν και η κλίμακα δεν έχει θεωρητικό
ανώτερο όριο, οι μεγαλύτεροι σεισμοί δεν υπερβαίνουν την τιμή 9. Η κλίμακα
βελτιώθηκε για να εξαλειφθούν οι περιορισμοί της απόστασης και του τύπου του εκάστοτε
σεισμογράφου.