* Έλενα Μπουλετή,
μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 18ο
Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του
Ινστιτούτου ENA
Με μια εμπεδωμένη εξουσία
χρόνων στο εσωτερικό της χώρας, με πρόσφαταανανεωμένη κυβερνητική εντολή μέχρι
το 2028 και μάλιστα με ενισχυμένο προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, ο Πρόεδρος
Ερντογάν φαίνεται να ισορροπεί πολιτικές προτεραιότητες μεταξύ εξωτερικής
πολιτικής, εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση και προεκλογικού αγώνα
για τις τουρκικές δημοτικές εκλογές. Τον τελευταίο έχει πάρει, σε επικοινωνιακό
επίπεδο, σχεδόν αποκλειστικά, πάνω του, κατά την προσφιλή του συνήθεια. Έτσι,
στην ομιλία παρουσίασης του υποψηφίου του κυβερνητικού συνασπισμού με επικεφαλής
το ΑΚΡ για το σημαντικότερο ίσως δήμο -αυτό
της Κωνσταντινούπολης- την κεντρική ομιλία έκανε ο ίδιος και όχι ο
υποψήφιος που επέλεξε και πρώην υπουργός, Μουράτ Κουρούμ. Από την άλλη πλευρά η
αντιπολίτευση είναι πολυδιασπασμένη και δεν φαίνεται να έχει μπορέσει να
ανασυνταχθεί μετά την ήττα στις εθνικές εκλογές, παρά την αλλαγή προέδρου στο
CHPπου σήμανε η ήττα Κιλιτσντάρογλου και η επικράτηση του ΟζγκιούρΟζέλ.
Η συμμαχία των κομμάτων της
αντιπολίτευσης που είχε κατέβει στις εθνικές εκλογές δεν υφίσταται πλέον, καθώς
το Καλό Κόμμα της Ακσενέρ έχει αποχωρήσει -αν και οι ψηφοφόροι του ενδέχεται να
στηρίξουν τους υποψηφίους του CHP- και το ίδιο συμβαίνει με το φιλοκουρδικό DEP
(μετεξέλιξη του HDP). Το τελευταίο δε,που στηρίζεται από τους Κούρδους των
μεγάλων πόλεων -ιδίως της Κωνσταντινούπολης-,μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα
ιδίως αν αυτό προκύψει οριακό-όπως προβλέπουν αναλυτές και σφυγμομετρήσεις-
μεταξύ κυβερνητικού συνασπισμού και CHP. Η διάλυση του αντιπολιτευτικού
συνασπισμού όπως αυτός είχε κατεβεί στις εθνικές εκλογές έχει κάνει πολλούς
αναλυτές να πιστεύουν -συνυπολογίζοντας και τα οριακά αποτελέσματα που δείχνουν
τα γκάλοπ στις τρεις μεγάλες πόλεις που είχε χάσει το AKP στις δημοτικές του
2019– ότι πιθανά θα επανακάμψει σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα, χάνοντας ίσως
μόνο τη Σμύρνη.Έχει σημασία ότι ο νυν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης ΕκρέμΙμάμογλου
είναι σε επίπεδο προσωπικής επιρροής ίσως ο πιο σημαντικός αντίπαλος του
Ερντογάν -και έτσι αντιλαμβάνεται και κόσμος το δίπολο των εκλογών εκεί, σε ένα
βαθμό, ως εκλογές μεταξύ Ερντογάν και Ιμάμογλου.
Στον προεκλογικό αγώνα,
προβάλλεται η προηγούμενη εμπειρία του Κουρούμ ως υπουργού Περιβάλλοντος, που
προήλθε από την ΤΟΚI, (δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την διαχείριση
στεγαστικών προγραμμάτων), και ενεπλάκη ενεργά στην ανοικοδόμηση κατοικιών στις
πληγείσες περιοχές μετά το σεισμό του Φεβρουαρίου του 2023 στην Τουρκία.
Μάλιστα εξήγγειλε και για την Κωνσταντινούπολη πλάνο για ανοικοδόμηση κατοικιών
και έργων υποδομής με τον εύγλωττο τίτλο «Ξαναχτίζοντας την Κωνσταντινούπολη»
και υποσχόμενος -ακόμη μία- ανοικοδόμηση της πόλης και πολλά εκατομμύρια νέα
διαμερίσματα. Έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ ότι η μόνη σοβαρή πολιτική
αντίδραση στην εξουσία Ερντογάν τα τελευταία χρόνια που ήταν το Γκεζί, είχε
ακριβώς αφορμή την άναρχη και χωρίς καμία διάθεση συμπερίληψης και σεβασμού του
δημόσιου χώρου ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται λοιπόν σαν η ίδια η
κυβέρνηση Ερντογάν να δημιούργησε το πρόβλημα και τώρα να προτείνει και τη
λύση, ή με μια άλλη ανάγνωση, τη διαιώνιση και περαιτέρω εμβάθυνση του
προβλήματος.
Πάντως με τον ίδιο τον
Ερντογάν να καλύπτει το όποιο ιδεολογικό – ταυτοτικό ζήτημα της υποψηφιότητάς
του, ο Κουρούμ φαίνεται να ποντάρει στην ανάγκη των εργαζόμενων για ασφαλείς
και προσιτές κατοικίες στην αχανή και ακριβή από άποψη ενοικίων
Κωνσταντινούπολη, καθώς και στο φόβο ενός επικείμενου σεισμού που έχουν πολλοί
κάτοικοί τηςκαθώς μένουν σε παλιά -και αμφίβολου ή ανύπαρκτου αντισεισμικού
σχεδιασμού- διαμερίσματα. Έχοντας την -δυστυχώς πρόσφατη- εμπειρία άλλων
μεγάλων σεισμών στη χώρα, οι πολίτες φοβούνται το ενδεχόμενο ενός χτυπήματος
του Εγκέλαδου και πάνω σε αυτό το φόβο έρχεται μάλλον να χτίσει ο «τεχνοκράτης»
υποψήφιος. Από την άλλη πλευρά Ιμάμογλου και Οζέλ τον κατηγόρησαν για διαφθορά
καθώς και με τη δική του υπογραφή φαίνεται να έγινε εκτεταμένη επέκταση
εργασιών σε χρυσωρυχείο που οδήγησε σε κατολίσθηση και θάνατο εννέα εργαζόμενων
στα χρυσωρυχεία της επαρχίας Ερζιτζάν της βορειοανατολικής Τουρκίας και στη
συνακόλουθη μόλυνση του περιβάλλοντος στην περιοχή. Στην υπόθεση φαίνεται να
εμπλέκονται πολλοί από τον κύκλο των «εκλεκτών» επιχειρηματιών του Τούρκου
Προέδρου καθώς και ένας από τους γαμπρούς του και πρώην υπουργός της κυβέρνησής
του.
Στην προεκλογική ατζέντα
έχουν συμπεριληφθεί και η εξωτερική πολιτική, οι εξοπλισμοί κ.λπ. μέσα από το
φίλτρο του ιδεολογήματος του «Αιώνα της Τουρκίας» και του αφηγήματος μιας χώρας
της οποίας οι πολίτες μπορεί να δοκιμάζονται, η ίδια όμως είναι ισχυρή. Με την
ευκαιρία μιαςδοκιμαστικής πτήσης - παρουσίασης του τουρκικής κατασκευής
αεροσκάφους ΚΑΑΝ (με υπεργολάβο στο έργο τη βρετανική BAE Systems) στην περιοχή
του Αφιόν Καρά Χισάρ ο Τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι δεν
πίστεψε στο όραμά του, αλλά, παρά τους «καημένους χωρίς αυτοπεποίθηση, …παρά τη
δυσπεψία εκείνων που έλεγαν πως (το σκάφος) μοιάζει “με σώμα καλοριφέρ” …παρά
τους δοσίλογους που από την πρώτη στιγμή προσπάθησαν να υπονομεύσουν την
προσπάθειά μας, το εθνικό αεροσκάφος σμίγει σήμερα με τους αιθέρες» ενώ δεν
παρέλειψε να θυμίσει το ειδικό ιστορικό βάρος της περιοχής όπου έγινε η δοκιμή:
«Το Αφιόν, που χθες έγραψε έπος με την υπεράσπιση της πατρίδας στον εθνικό
αγώνα, σήμερα γράφει ένα νέο έπος προστατεύοντας την εθνική βούληση» είπε, για
να κλείσει με την ψήφο στις δημοτικές εκλογές. «Τώρα θέλω να φωνάξετε όσο πιο
δυνατά μπορείτε από εδώ, ώστε να μη μείνει κανείς που δεν θα σας ακούσει από το
Αιγαίο μέχρι τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα… Είστε έτοιμοι πολίτες τουΑφιόν
για τον Αιώνα της Τουρκίας στις 31 Μαρτίου;».
Πέρα ωστόσο από τα ιδεολογικά
σχήματα που μετέρχεται κατά καιρούς η εξουσία Ερντογάν, που έχουν απεύθυνση
κυρίως στο εσωτερικό της χώρας και πήραν την τωρινή τους μορφή στις τελευταίες
τουρκικές εθνικές εκλογές, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή η
-κερδισμένη μέσα από πολλή κοινωνική καταπίεση- σταθερότητα που παρουσιάζει η
τουρκική κυβέρνηση στο εσωτερικό, συνεπικουρούμενη και από τη συγκυρία,
αντανακλάται και στο εξωτερικό. Έτσι, μαζί με την εγκατάλειψη τωνErdoğanomics,
το ξένο κεφάλαιο φαίνεται να δείχνει ξανά ενδιαφέρον για τη χώρα, με το
«μάρμαρο» βέβαια να πληρώνουν πάλι οι Τούρκοι πολίτες μέσω της ακρίβειας. Ενώ η
εκμετάλλευση της θέσης και του μεγέθους της Τουρκίας σε μια ισορροπία παροχών –
πιέσεων προς κάθε κατεύθυνση που έχει ακολουθήσει στην εξωτερική πολιτική εδώ και
χρόνια ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να του επιτρέπει και στην τρέχουσα συγκυρία
να λειτουργεί ως περιφερειακός παίκτης με επιρροή στην περιοχή, έχοντας
ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με Ρωσία και ΗΠΑ,επιδιώκοντας να λειτουργήσει
ως διαμεσολαβητής στο Ουκρανικό και το Περντογανισμοςαλαιστινιακό, κάνοντας
συμφωνίες στην Αφρική(Σομαλία) ενώ παράλληλα κρατά ανοιχτό το μέτωπο με το PKK.
Η τελευταία εξέλιξη με την επίτευξη συμφωνίας για απόκτηση 40 νέων και 79
αναβαθμισμένων αεροσκαφών F-16 από τις ΗΠΑ (ενώ στη διεκδίκηση των F-35 μπαίνει
απλώς «άνω τελεία»σύμφωνα με τον Ερντογάν) αναθέρμανε τις σχέσεις Τουρκίας –
ΗΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα μπουν απαραίτητα σε δεύτερη μοίρα οι στενές
και αμοιβαία επωφελείς -όπως διαμορφώθηκαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία-
σχέσεις που έχει ο Πρόεδρος Ερντογάν με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν.
Φαίνεται πως η εξουσία που
έχει διαμορφώσει, αναδείξει και εν πολλοίς επιβάλλει στην Τουρκία ο πρόεδρος
του ΑΚΡ βρίσκεται σε μια φάση περαιτέρω σταθεροποίησης αν θεωρήσουμε διακριτή
την περίοδο από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και μετά. Αν καταφέρει να
κερδίσει και την Κωνσταντινούπολη στις δημοτικές εκλογές στο τέλος του μήνα,
τόσο σε συμβολικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο θα έχει καταφέρει να «γειώσει»
την εξουσία του περαιτέρω, εξουδετερώνοντας ένα σημαντικό πολιτικό αντίπαλο
όπως ο Ιμάμογλου και καθυστερώντας και άλλο τις όποιες προοπτικές για
ανασυγκρότηση και αντεπίθεση έχει η κατακερματισμένη τουρκική αντιπολίτευση.
Κυρίως, όμως, θα έχει καταφέρει να αποθαρρύνει τους πολίτες, τα κοινωνικά
κινήματα κτλ. για την όποια προοπτική αλλαγής, στην μεγαλύτερη πόλη της χώρας
που συγκεντρώνει το 1/3 της οικονομικής της δραστηριότητας.