* Γιάννης Γούναρης,
Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου
Αθηνών–Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 18ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών
Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ
(Όχι και τόσο καλά) νέα από το Ανατολικό και το Δυτικό Μέτωπο
Μετά την αποτυχία της θερινής – φθινοπωρινής ουκρανικής αντεπίθεσης, η
δυτική αφήγηση σχετικά με την κατάσταση ήταν ότι ο πόλεμος βρισκόταν σε
«στασιμότητα», το μέτωπο είχε παγώσει (κυριολεκτικά) και ο ουκρανικός στρατός
ανασυντασσόταν σε θέσεις άμυνας, μέχρι να είναι έτοιμος για την επόμενη
αντεπίθεση. Λίγους μήνες μετά, είναι αδύνατον να αγνοηθεί ότι στην
πραγματικότητα τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, ότι ο ουκρανικός στρατός
αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό (ένας ψυχρός τρόπος να
αναφέρεται κανείς στις φρικτές απώλειες αυτού του πολέμου) και σε εξοπλισμό
–λόγω της ήδη αξιοσημείωτης μείωσης του ανεφοδιασμού από τις δυτικές χώρες– και
ότι, ως συνέπεια των ανωτέρω, υποχωρεί κατά μήκος όλου του μετώπου.
Το μέχρι πού θα υποχωρήσει είναι άγνωστο, όπως άγνωστο είναι εάν και
πότε θα ανακοπεί ή/και αντιστραφεί η ρωσική προέλαση. Το σίγουρο είναι ότι πίσω
από τις ρητορικές διακηρύξεις των Ευρωπαίων, τόσο κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου
για την Ασφάλειαόσο και κατά τη σύνοδο για την υποστήριξη της Ουκρανίας που
συγκάλεσε (ποιος άλλος;) ο Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι, μπορεί κανείς να
διακρίνει μια έντονη αναστάτωση και ανησυχία, αν όχι φόβο. Από την οπτική γωνία
των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, ιδίως όμως των Βαλτικών και της Πολωνίας, η
στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας ήταν –και είναι– διότι, αν η ρωσική
επιθετικότητα δεν αναχαιτιστεί εκεί με μια στρατηγική στρατιωτική ήττα της
Ρωσίας, τότε αργά ή γρήγορα θα βρεθούν και τα ίδια αντιμέτωπα με αυτή. Στην πιο
κυνική της εκδοχή, αυτή η αντίληψη εκφραζόταν ως εξής: «Στηρίζουμε τους
Ουκρανούς με όπλα και χρήματα στον πόλεμό τους με τους Ρώσους, ώστε να μη
χρειαστεί να τους πολεμήσουμε εμείς».
Ωστόσο, με τα δεδομένα επί του πεδίου ως έχουν σήμερα, το ενδεχόμενο
μιας ρωσικής στρατιωτικής ήττας απομακρύνεται, ενώ η επίφοβη ρωσική στρατιωτική
μηχανή μάλλον δείχνει να ενισχύεται. Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
αντικρίζουν το ενδεχόμενο να χρειαστεί να αποκρούσουν οι ίδιες την (υπαρκτή ή
ιδεατή) στρατιωτική απειλή της Μόσχας, και όχι δι’ αντιπροσώπων. Μάλιστα, έχουν
ήδη δημοσιευθεί κάποια σενάρια ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μέσα στα επόμενα
τρία έως επτά έτη.
Είναι αδύνατον να αξιολογηθεί ο βαθμός αλήθειας αυτών των σεναρίων. Εν
τούτοις, αυτό που ανησυχεί τους Ευρωπαίους ηγέτες περισσότερο και από τον ίδιο
τον ρωσικό στρατό είναι η ορατή πιθανότητα να τον αντιμετωπίσουν μόνοι, δηλαδή
χωρίς τη δεδομένη και κυρίαρχη μέχρι σήμερα αμερικανική στρατιωτική παρουσία
στη Γηραιά Ήπειρο. Και η δραματική μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ
στην Ευρώπη είναι πολύ πιο ρεαλιστική από μια ρωσική εισβολή, ιδίως εάν
υλοποιηθεί η διαφαινόμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο
οποίος δεν έχει κρύψει την περιφρόνησή του για τους Ευρωπαίους συμμάχους στο
ΝΑΤΟ, ούτε την πρόθεσή του να αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών
στρατευμάτων από την Ευρώπη και να αφήσει τους Ευρωπαίους να «πληρώσουν για τη
δική τους ασφάλεια». Συνεπώς, δεν θα αστοχούσε κανείς αν ισχυριζόταν ότι ο
Τραμπ φοβίζει τους Ευρωπαίους ηγέτες περισσότερο και από αυτόν τον Πούτιν.
Μοντέλο πανδημίας για την ευρωάμυνα: Η Ούρσουλα πήρε τ’ όπλο της
Η εποχή μετά την πανδημία, όταν η ΕΕ είχε την «πολυτέλεια» να δώσει
προτεραιότητα στην πράσινη οικονομία, στους κλιματικούς στόχους, στη βελτίωση
της ανταγωνιστικότητας και στην ψηφιακή μετάβαση έχει αντικατασταθεί με την
καλλιέργεια ενός πολεμικού συναγερμού: πλέον η Ευρώπη πρέπει να υπερασπιστεί
τις αρχές και τις αξίες της εναντίον της ρωσικής απειλής, που παραγκώνισε με
εντυπωσιακή ευκολία την απειλή της κλιματικής κρίσης. Τώρα όλα έχουν να κάνουν
με την αντιμετώπιση των επόμενων στρατιωτικών συγκρούσεων που παρουσιάζονται ως
σχεδόν βέβαιες μετά από μια ουκρανική ήττα, που δείχνει να έχει προεξοφληθεί.
Θα έλεγε κανείς ότι ο Κόκκινος Στρατός είναι ήδη έξω από τις πύλες του
Βερολίνου.
Σε μια επίδειξη αριστείας στο πολιτικό timing, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
–η οποία ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα ως (αποτυχημένη) Υπουργός Άμυνας της
Άνγκελα Μέρκελ και με αρκετές σκιές σκανδάλων πάνω της– συνδύασε την
υποψηφιότητά της για μια δεύτερη θητεία στη θέση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής με μια πρώτη παρουσίαση ενός πακέτου προτάσεων για τη χρηματοδότηση
ευρωπαϊκών εξοπλιστικών προγραμμάτων και για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής
αμυντικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης θέσης Επιτρόπου με το
σχετικό χαρτοφυλάκιο.
Στον πυρήνα του πακέτου θα βρίσκεται ένα Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Σχέδιο
Άμυνας (EDIP) που θα αντικαταστήσει –μετά τη λήξη τους το 2025– τόσο την Πράξη
για την Υποστήριξη της Παραγωγής Πυρομαχικών (ASAP) όσο και την Πράξη για την
Ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας μέσω Κοινών Προμηθειών (EDIRPA)
και θα χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Προβλέπεται, επίσης, η
δημιουργία ενός νέου Ταμείου για την επιτάχυνση του μετασχηματισμού της
αμυντική αλυσίδας εφοδιασμού (FAST), καθώς και η δημιουργία μιας υψηλού
επιπέδου ευρωπαϊκής ομάδας της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία – υποτίθεται– θα
συμβάλει στο συντονισμό των αμυντικών προμηθειών και του προγραμματισμού,
εντοπίζοντας εξοπλιστικά προγράμματα
κοινού ενδιαφέροντος για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ενδεικτικά:
ολοκληρωμένα ευρωπαϊκά συστήματα αεράμυνας και αντιβαλλιστικής-αντιπυραυλικής
προστασίας, drones, δυνατότητες κυβερνοασφάλειας και κυβερνοάμυνας, διαστημικές
εφαρμογές και στρατιωτικοί δορυφόροι και ούτω καθεξής.
Όσο για τη χρηματοδότηση (ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων) που θα
χρειαστούν όλα τα ανωτέρω, μια ιδέα που συζητείται είναι οι χώρες της ΕΕ να αντλήσουν
από κοινού χρήματα από τις διεθνείς χρηματαγορές διά της έκδοσης αμυντικών
ευρωομολόγων, ακολουθώντας το μοντέλο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης Next
Generation EU. Από τη στιγμή που το σχετικό ταμπού έσπασε όταν η ΕΕ
χρηματοδότησε πολλαπλές τέτοιες πρωτοβουλίες για να βοηθήσει τις εθνικές
οικονομίες μετά την πανδημία να ανακάμψουν, η επίκληση μιας μείζονος
γεωπολιτικής απειλής για την Ευρώπη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο επόμενος
καταλύτης για την έκδοση κοινού χρέους –κάτι που ασφαλώς θα ήταν αδιανόητο για
την ενίσχυση, ενδεικτικά, του κοινωνικού κράτους ή των δημόσιων συστημάτων
υγείας, για τα οποία ισχύει απαρέγκλιτα ο σιδηρούς κανόνας της λιτότητας.
Είναι προφανές ότι πολλές από τις παραπάνω προτάσεις θα αντιμετωπίσουν
ασυμφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών, κυρίως όμως αντιδράσεις από τις ήδη
αγανακτισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες –παρά τις φιλότιμες προσπάθειες
διαφόρων opinion makers– δεν δείχνουν ιδιαίτερα τρομοκρατημένες, ούτε έχουν
πειστεί ότι τα ρωσικά τανκς θα παρελάσουν σύντομα στους δρόμους των ευρωπαϊκών
πόλεων. Πολλώ δε μάλλον, δεν είναι διατεθειμένες να ανεχθούν περαιτέρω καθίζηση
του βιοτικού τους επιπέδου, ενώ εξοργίζονται από την ευκολία με την οποία οι
ευρωπαϊκές ηγεσίες, σε αυτή την εποχή γενικευμένης παρακμής, βρίσκουν κονδύλια
και ευφάνταστους τρόπους χρηματοδότησης πολεμικών εξοπλισμών, αλλά για τις
κοινωνικές ανάγκες και για την πρόοδο των ευρωπαϊκών λαών «ξύνουν το βαρέλι»
και χρήματα δεν βρίσκουν, για κάποιον μυστηριώδη λόγο.
Εξίσου προφανές είναι ότι δεν πρόκειται για τη δημιουργία ενός
«ευρωστρατού», αλλά για ένα σχέδιο συντονισμού και επιδότησης των ευρωπαϊκών
αμυντικών βιομηχανιών, με σκοπό οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προμηθεύονται από
κοινού περισσότερο στρατιωτικό εξοπλισμό ευρωπαϊκής προέλευσης και να είναι πιο
αποτελεσματικές οι σχετικές δαπάνες. Η άμυνα παραμένει υπό την κυριαρχία των
κρατών-μελών. Γι’ αυτό, άλλωστε, τις λεπτομέρειες του προγράμματος θα
παρουσιάσει –πιθανότατα στις 5 Μαρτίου– ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί
Μπρετόν.
Εν Αρχή ην το ΝΑΤΟ: Η διαστροφή της «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας»
Θεωρητικά, ο στόχος της εν λόγω στρατηγικής είναι ο εξευρωπαϊσμός των
εφοδιαστικών αλυσίδων στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών, καθώς και η
δημιουργία μιας στιβαρής ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης για την
άμυνα. Πράγμα που ακούγεται σαν μια θεμιτή φιλοδοξία, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι
η πράσινη οικονομία και η ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση είναι τομείς που,
καταπώς φαίνεται, δεν επαρκούν ώστε να ανακόψουν την πορεία αποβιομηχανοποίησης
και να αντιστρέψουν την παρακμή της άλλοτε κραταιάς ευρωπαϊκής βαριάς
βιομηχανίας.
Ωστόσο, εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρώτο μεγάλο πρόβλημα: προκειμένου να
στραφεί η βιομηχανική υποδομή στην παραγωγή αμυντικού υλικού, με άλλα λόγια στη
δημιουργία μιας πολεμικής οικονομίας κλίμακας, πρέπει να υφίσταται εξ αρχής. Η
Ρωσία ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια τέτοια πολεμική οικονομία
–παρακάμπτοντας, μάλιστα, τις δυτικές κυρώσεις– διότι είχε κληρονομήσει εν
πολλοίς ανέγγιχτη την τεράστια βαριά βιομηχανία της ΕΣΣΔ. Το ίδιο μπορούν να
κάνουν και οι ΗΠΑ. Όμως η Ευρώπη, μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες
συστηματικής βιομηχανικής απίσχνανσης στο όνομα του νεοφιλελεύθερου
outsourcing, θα δυσκολευτεί πολύ να αναπτύξει τους ρυθμούς μαζικής παραγωγής
πολεμικού υλικού που απαιτεί ένας υψηλής έντασης βιομηχανικός πόλεμος, όπως
αυτός της Ουκρανίας. Επομένως, παρά τον διακηρυγμένο στόχο έως και 50% των
αμυντικών προμηθειών να είναι made in Europe έως το 2035, πιθανότερο είναι το
μεγαλύτερο μέρος των αυξημένων αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων να συνεχίσει να
καταλήγει στις μεγάλες αμερικανικές εταιρίες – κάτι που ο Ντ. Τραμπ γνωρίζει
πολύ καλά, παρεμπιπτόντως, όταν καλεί τους Ευρωπαίους συμμάχους «να πληρώσουν
για την ασφάλειά τους».
Κι έτσι έρχεται κανείς στο δεύτερο πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από το
γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι, σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, αδυνατούν να
αναπληρώσουν το αχανές κενό που θα άφηνε πίσω της μια έστω και μερική
αυτοκρατορική αναδίπλωση των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Εξάλλου, ακόμα και μια τέτοια
αναδίπλωση σε καμία περίπτωση δεν θα συνεπαγόταν και προθυμία του
υπερατλαντικού επικυρίαρχου να επιτρέψει την ανάδυση μιας όντως αυτόνομης (από
τον ίδιο) ευρωπαϊκής δύναμης. Άρα, οποιαδήποτε συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα
διεξάγεται –και θα συνεχίσει να διεξάγεται– αυστηρά εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ
και σε αδιάρρηκτη σχέση με το ΝΑΤΟ, το οποίο είναι ένα πολιτικό και διπλωματικό
όργανο υπό τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο των
ΗΠΑ, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει, ακόμα και με τον Ντ. Τραμπ στην
εξουσία. Άλλωστε, το ΝΑΤΟ παρέχει ήδη ένα πολύπλοκο δίκτυο επιχειρησιακών
στρατηγείων και καλά εκπαιδευμένων-εξοπλισμένων πολυεθνικών στρατιωτικών
μονάδων, που θα ήταν αδύνατο (και άσκοπο, ακόμα και αν ήταν δυνατό) να
αντιγραφούν σε επίπεδο ΕΕ. Χωρίς να ληφθεί καν υπόψη ότι κάτι τέτοιο θα
απέκλειε μερικά από τα σημαντικότερα κράτη-μέλη της συμμαχίας (πλην των ίδιων
των ΗΠΑ), δηλαδή τη Βρετανία, τον Καναδά, τη Νορβηγία (και την Τουρκία).
Κατά συνέπεια, μια αμιγώς ευρωπαϊκή άμυνα απλά δεν είναι ένα υπαρκτό
σενάριο. Πιθανότερο είναι να κληθούν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι να καλύψουν τα όποια
επιχειρησιακά κενά θα αφήσει πίσω της μια αμερικανική απαγκίστρωση, διατηρώντας
όμως άθικτες τις δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και τον κυρίαρχο λόγο των
ΗΠΑ σε αυτές. Δηλαδή, γίνεται λόγος για ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα της
Συμμαχίας, για μεγαλύτερη συνεισφορά των Ευρωπαίων σε υλικό, μονάδες και
εξοπλισμό –με αντίστοιχη μείωση από την αμερικανική πλευρά–, αλλά πάντα
εξυπηρετώντας τα στρατηγικά σχέδια και τις προτεραιότητες του ΝΑΤΟ (δηλαδή των
ΗΠΑ). Έτσι, ο φαινομενικός «εξευρωπαϊσμός» του ΝΑΤΟ δύναται να διαβαστεί και
αντιστρόφως: ως η «νατοποίηση» της Ευρώπης.
Σε ανύποπτο χρόνο, ο Ε. Μακρόν είχε κηρύξει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό»,
προωθώντας το όραμά του για την περίφημη «στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης».
Είναι μια ειρωνεία, από αυτές που αρέσκεται να εφευρίσκει η Ιστορία, το ότι επί
των ημερών του ο επανεξοπλισμός της ηπείρου λαμβάνει χώρα υπό τις φτερούγες του
βορειοατλαντικού αετού και ότι η ΕΕ, αντί να ανεξαρτητοποιείται, μετεξελίσσεται
ταχύτατα σε κάτι που μοιάζει υπερβολικά με τον πολιτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ.