2,1 Ὅταν ὁ Κύριος ἀποφάσισε νὰ
ἀναλάβη τὸν Ἠλία μὲ ἀνεμοστρόβιλο πρὸς τὰ ἄνω πρὸς τὸν οὐρανό, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ
Ἑλισσαῖος ἀναχώρησαν ἀπὸ τὰ Γάλγαλα.
Ἡ ἀποστολὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ ὁλοκληρώθηκε. Ἔφθασε στὸ τέλος
καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀφήση τὸ προφητικὸ ἔργο. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀποστολῆς του
φάνταζε τὸ ἔργο του, στὸ ὁποῖο ὡς μέσο καὶ ὄργανο χρησιμοποιοῦσε τὴν φωτιά, τὴν
φλόγα, τὸ πῦρ. Εἶναι ὁ πυρφόρος προφήτης καὶ πυρφόρος οὐρανοδρόμος. Καθόλου δὲν
ξαφνιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἀπόφασι τοῦ Κυρίου νὰ τὸν ἀναλάβη σὰν στὸν οὐρανό,
χρησιμοποιεῖ τὴν λέξι «ἐν συσσεισμῷ». Θὰ ταραχθῆ ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ
Ἠλιού.
Καὶ στὴν συνέχεια λέγει· «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν». Ἂν δὲν προσέξουμε τό
«ὡς», θὰ ἔχομε λανθασμένη τὴν ἀντίληψί μας. Ἡ Γραφὴ μᾶς λέει «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν
εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 3,13»,
ἄρα ὁ προφήτης δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σὰν στὸν οὐρανὸ ἢ πρὸς τὸν οὐρανό.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σὲ μία τοῦ ἀποκάλυψι γιὰ τὸν ἑαυτό του, «ἁρπαγέντα
τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ» (Β΄ Κορ. 12, 1) καὶ διευκρινίζει ἔτσι, ποῦ
ἔφτασε. Ἐδῶ στὸν Ἠλιοὺ δίδεται προσδιορισμὸς μόνον ὡς πρὸς τὴν κατεύθυνσι, ὄχι
καὶ ὡς πρὸς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Σίγουρα ὄχι στὸν οὐρανὸ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου (Ἰωήλ).
. Γιὰ τὴν τελευταία δρᾶσι, ὁ προφήτης Ἠλιού μαζὶ μὲ τὸν Ἑλισσαῖο,
ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὰ Γάλγαλα.
2,2 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς
Ἑλισαιέ· κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως Βαιθήλ· καὶ εἶπεν
Ἑλισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς Βαιθήλ.
2,2 Καὶ εἶπε ὁ Ἠλιού στὸν
Ἑλισσαῖο· “Κάθησε ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔστειλε ἕως τὴν Βαιθήλ”. Καὶ ὁ
Ἑλισσαῖος εἶπε· “Ὅρκίζομαι στὸν ζώντα Θεὸ καὶ στὴν ζωή σου, ὅτι δὲν θὰ σὲ
ἐγκαταλείψω”. Καὶ ἦρθαν μαζὶ στὴν Βαιθήλ.
Ἀπὸ τὸν διάλογο μεταξὺ τῶν δύο μένει ἡ ἐντύπωσις ὅτι ὁ Ἠλιοὺ μᾶλλον
ἐπιθυμεῖ τὴν μόνωσι, καὶ γι’ αὐτὸ προβάλλει τάχα τὴν ἀνάγκη νὰ πορευθῆ πρὸς τὴν
Βαιθήλ, ἀλλὰ χωρὶς τὴν συνοδεία τοῦ Ἑλισσαίου. Ἀλλὰ ὁ Ἑλισσαῖος φαίνεται
ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του καὶ βάζει μάλιστα ἐγγυητὴ
τὸν Θεό, πὼς θὰ παραμείνη δίπλα στὸν διδάσκαλο. Ἔτσι ἔφθασαν καὶ οἱ δύο στὴν
Βαιθήλ.
2,3 καὶ ἦλθον οἱ υἱοὶ τῶν
προφητῶν οἱ ἐν Βαιθὴλ πρὸς Ἑλισαιὲ καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως, ὅτι Κύριος
σήμερον λαμβάνει τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· κἀγὼ
ἔγνωκα, σιωπᾶτε.
2,3 Καὶ οἱ προφῆτες ποὺ ἦσαν στὴν Βαιθήλ, ἦλθαν στὸν Ἑλισσαῖο καὶ τοῦ
εἶπαν· “Ἄραγε γνωρίζεις ὅτι σήμερα ὁ Κύριος θὰ πάρη ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου τὸν
κύριόν σου;” Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· “Καὶ ἐγὼ τὸ γνωρίζω πολὺ καλά, μὴ μιλᾶτε”.
Στὴν Βαιθὴλ τοὺς πλησίασαν οἱ προφῆτες καὶ μίλησαν στὸν Ἑλισσαῖο. Τὸν
ρώτησαν ἂν γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος θὰ πάρη σήμερα τὸν Ἠλιού πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι
του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ γίνη κάτι ποὺ προσδιορίζει ὕψος, οὐρανό! Ἀπὸ τὴν
ἀπάντησι ποὺ δίνει ὁ Ἑλισσαῖος φαίνεται ὅτι εἶναι ἐνημερωμένος, τοῦ ἔχει
ἀποκαλυφθῆ ἡ συνέχεια, καὶ γνωρίζει. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ δὲν εἶναι νὰ
διατεθειμένος νὰ ἐγκαταλείψη τὸν διδάσκαλό του. Δίνει μάλιστα καὶ ὁδηγία στοὺς
μαθητευομένους προφῆτες νὰ μὴ συζητοῦν τὸ θέμα.
2,4 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς Ἑλισαιέ·
κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με εἰς Ἱεριχώ· καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ
Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς Ἱεριχώ.
2,4 Πάλι εἶπε ὁ Ἠλίας στὸν
Ἑλισσαῖο· “Κάθησε ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μοῦ ἔχει δώσει ἐντολὴ νὰ μεταβῶ στὴν
Ἱεριχώ”. Καὶ ὁ Ἑλισσαιὲ ὅμως τοῦ εἶπε· “Ὁρκίζομαι στὸν ζώντα Θεὸ καὶ στὴν δική
σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω”. Καὶ ἔφθασαν μαζὶ στὴν Ἱεριχώ.
Ὁ Ἠλιού ἐπιμένει νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸν Ἑλισσαῖο, καὶ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ
ἐπικαλεῖται ὅτι ἔχει ἀποστολὴ νὰ πάη στὴν Ἱεριχώ. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἑλισσαῖος, μὲ
ἐγγυητὴ τὸν Θεό, δὲν θέλει νὰ ἀποχωρισθῆ τὸν Ἠλιού. Καὶ κατευθύνθηκαν στὴν
Ἱεριχώ, ὅπου εἶχε τάχα ἀποστολὴ ὁ Ἠλιού. Ὁ προφήτης ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὴν
Βαιθὴλ καὶ τὴν Ἱεριχώ, περισσότερο γιὰ
νὰ συναντήση τοὺς προφῆτες καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετίση. Φαίνεται δὲ ἀπὸ τὰ
συμφραζόμενα ὅτι οἱ προφῆτες εἶχαν πληροφορία ἐξ ἀποκαλύψεως, γιὰ τὴν ἀνάληψι
τοῦ Ἠλιού, καὶ βρίσκονταν σὲ μία ἐγρήγορσι καὶ κινητικότητα.
2,5 καὶ ἤγγισαν οἱ υἱοὶ τῶν
προφητῶν οἱ ἐν Ἱεριχὼ πρὸς Ἑλισαιὲ καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως ὅτι σήμερον
λαμβάνει Κύριος τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· καί γε ἐγὼ
ἔγνων, σιωπᾶτε.
2,5 Καὶ ὅσοι προφῆτες βρίσκονταν
στὴν Ἱεριχώ, ἦρθαν πρὸς τὸν Ἑλισαιέ καὶ τοῦ εἶπαν· “Ἀλήθεια, γνωρίζεις ὅτι
σήμερα θὰ ἀναλάβη στὸν οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Κύριος τὸν κύριό σου;”
Ἐκεῖνος ἀπάντησε· “Βεβαίως τὸ γνωρίζω. Ὅμως μὴν ὁμιλεῖτε”.
Στὴν Ἱεριχὼ ἐπαναλήφθηκε αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Βαιθήλ. Οἱ προφῆτες τοῦ
τόπου προσῆλθαν στὸν Ἑλισσαῖο καὶ τοῦ ἀποκάλυψαν ὅτι πρόκειται νὰ ἀναχωρήση ὁ
Ἠλιού πρὸς τὸν οὐρανό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἑλισσαῖος ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντησι καὶ ζήτησε
καὶ ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς προφῆτες νὰ σιωποῦν. Ὅτι ἔχουν ὅλοι οἱ προφῆτες
πληροφορίες ἐξ ἀποκαλύψεως γιὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Ἠλιοὺ εἶναι φανερό. Ἀλλὰ καὶ ὁ
Ἑλισσαῖος ὅταν συνιστᾶ τὴν σιωπή, φανερώνει τὴν ἐσωτερική του ἐνατένισι καὶ
πνευματικὴ ἐγρήγορσι, ποὺ δὲν εἶναι γιὰ συζήτησι καὶ φλυαρία, ἀλλὰ γιὰ βίωσι
τοῦ θείου μεγαλείου. Ἔτσι ἀντιμετωπίζει τὴν θλῖψι του γιὰ τὸ θλιβερὸ γεγονὸς
τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του.
2,6 Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἠλιού· κάθου
δὴ ὧδε, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως εἰς τὸν Ἰορδάνην· καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ· ζῇ
Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἐπορεύθησαν ἀμφότεροι·
2,6 Πάλι εἶπε στὸν Ἑλισσαῖο ὁ
Ἠλιού· “Κάθησε ἐσὺ ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μἐ ἔχει ἀποστείλει ἕως τὸν Ἰορδάνη”. Ὁ
Ἑλισσαῖος ἀπήντησε· “Ὁκίζομαι στὸν ζώντα Κύριο καὶ στὴν ζωή σου, ὅτι δὲν θὰ σὲ
ἐγκαταλείψω”. Καὶ πῆγαν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Ἰορδάνη.
Γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Ἠλιού προφασίζεται ἀποστολὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ γιὰ τρίτη φορὰ ἐνόρκως εἶναι ἀποφασισμένος καὶ ὁ Ἑλισσαῖος, νὰ μὴν ἐγκαταλείψη τὸν προφήτη, καὶ ἐπιμένει ὅτι σὲ κάθε περίπτωσι θὰ παραμείνη μαζί του. Μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἑλισσαίου καταδέχεται ὁ Ἠλιοὺ νὰ εἶναι μαζί του ὁ Ἑλισσαῖος καὶ ἔτσι πορεύθηκαν μαζί πρὸς τὸν Ἰορδάνη.
2,7 Καὶ πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ ἔστησαν ἐξεναντίας
μακρόθεν· καὶ ἀμφότεροι ἔστησαν ἐπὶ τοῦ Ἰορδάνου.
2,7 Συγχρόνως ὅμως πενήντα
ἄνδρες ἀπὸ τοὺς προφῆτες μετέβησαν καὶ στάθηκαν ὄρθιοι μακρυὰ ἀπέναντι ἀπὸ
αὐτούς, ὁ δὲ Ἑλισσαῖος καὶ ὁ Ἠλίας στάθηκαν στἠν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Ἐδῶ ἔχομε μιὰ πολὺ ὡραία εἰκόνα. Οἱ δὺο προφῆτες Ἠλιοὺ καὶ Ἑλισσαῖος
βρίσκοντα τὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Τοὺς δύο προφῆτες τοὺς συνοδεύουν ἀπὸ
μακρυὰ πενῆντα προφῆτες τοῦ τόπου καὶ τοὺς παρακολουθοῦν μὲ προσοχὴ. Μᾶλλον
ἐνημερωμένοι, προϊδεάζονται γιὰ κάποιο γεγονός, τοῦ ὁποίου ἀναμένουν νὰ δοῦν
τὴν ἐξέλιξι.