Αυτό το αξίωμα,
ποιος θα το πάρει;
Ποιο θα είναι το
επόμενο σκαλί στην (όχι και τόσο) λαμπρή πολιτική καριέρα της Ούρσουλα φον ντερ
Λάιεν; Θα παραμείνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή θα μετακομίσει στην
έδρα του ΝΑΤΟ ως Γενική Γραμματέας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ενδεχομένως
σε αναγνώριση της συνεισφοράς της στην υιοθέτηση των αλλεπάλληλων -καίτοι
αναποτελεσματικών, όπως αποδείχθηκε- πακέτων οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ κατά
της Ρωσίας; Μήπως την επίζηλη αυτή θέση θα καταλάβει ο απερχόμενος Ολλανδός
πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος, μετά και μία ταπεινωτική εκλογική ήττα από
τον ακροδεξιό ΓκέερτΒίλντερς, θα μείνει σύντομα χωρίς δουλειά; Ποιος θα
διαδεχθεί τον -εκ του αποτελέσματος, μάλλον ανεπαρκή- ΖοσέπΜπορέλ στο τιμόνι
της κατ’ ευφημισμόν καλούμενης Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής; Ποιες συνέπειες θα
είχε η απόφαση του Σαρλ Μισέλ να εγκαταλείψει τη θέση του Προέδρου του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου -έπειτα από μια εξίσου ανάξια λόγου θητεία- για να
δοκιμάσει την τύχη του στις ευρωεκλογές, αν δεν την είχε ανακαλέσει το ίδιο
αιφνιδιαστικά, μπροστά στο ενδεχόμενο να κληθεί να καλύψει το κενό μέχρι την εκλογή
του ή της επόμενου/ης Προέδρου, έστω για λίγους μήνες, ο Βίκτορ Όρμπαν, μια
σκέψη που προκάλεσε τόσο μεγάλη φρίκη σε κάποιους, ώστε να κυκλοφορούν εκτός
πραγματικότητας σενάρια ακόμα και για αφαίρεση της εκ περιτροπής προεδρίας από
την Ουγγαρία; Θα μπορούσε ο «Super» Μάριο Ντράγκι να είναι ο επόμενος Πρόεδρος
-όπως φαίνεται να είναι η επιθυμία του Εμανουέλ Μακρόν;
Αυτά φαίνεται να
είναι μερικά από τα ερωτήματα που αποτελούν το κυρίως πιάτο των συζητήσεων
στους διαδρόμους των Βρυξελλών τον τελευταίο καιρό, ενόψει των ευρωεκλογών σε
λίγους μήνες. Προφανώς, έχουν και αυτά τη σημασία τους, ιδίως σε συνδυασμό με
τις πάντα λεπτές και εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ των δύο (μέχρι στιγμής,
τουλάχιστον) κυρίαρχων πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του Ευρωπαϊκού
Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλδημοκρατών, καθώς και τις επιδιώξεις των μεγάλων
ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι
υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά προβλήματα για την Ευρώπη το έτος 2024, το οποίο
ενδέχεται να εξελιχθεί σε έτος-ορόσημο, και όχι μόνο λόγω των ευρωεκλογών, για
τις οποίες, άλλωστε, δεν θα προέβλεπε κανείς ότι θα έχουν μεγαλύτερη επίδραση
στην πραγματικότητα των Ευρωπαίων πολιτών από τις προηγούμενες.
Την ίδια ώρα,
σύννεφα στο εξωτερικό …
Είναι βέβαιο ότι
εντός του έτους θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις σε τρία αλληλένδετα εξωτερικά
μέτωπα που επηρεάζουν άμεσα τις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Το πρώτο είναι ο
πόλεμος στην Ουκρανία. Μετά την αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης το
περασμένο καλοκαίρι, η επίσημη γραμμή στο δυτικό στρατόπεδο είναι ότι ο
ουκρανικός στρατός έχει αναλάβει «αμυντική στάση» και ότι ο πόλεμος βρίσκεται
σε «τέλμα» (stalemate) με καμία πλευρά να μην είναι σε θέση να διαρρήξει τις
γραμμές τις άλλης. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική, καθώς αφενός η
Ρωσία συνεχώς αυξάνει την πίεση στα πολεμικά μέτωπα κάνοντας μικρές μεν, αλλά
συνεχείς προελάσεις, αφετέρου η παροχή δυτικήςστρατιωτικής και οικονομικής
βοήθειας προς την Ουκρανία αρχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες και έχει ήδη
μειωθεί σημαντικά.
Από τη μία
πλευρά, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί εδώ και μήνες να υπερβεί το μπλόκο του
Κογκρέσου για την έγκριση ενός νέου πακέτου δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων
προς το Κίεβο. Όσο αυτό καθυστερεί, τόσο αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσιγκτον
που προειδοποιούν ότι χωρίς την αμερικανική βοήθεια, η Ουκρανία απλά δεν θα
μπορέσει να αντέξει και ο Πούτιν θα σημειώσει μια σημαντική νίκη, με όλες τις
συνέπειες για τη Δύση που θα είχε κάτι τέτοιο.
Από την άλλη,
αυτό φέρνει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση την Ευρώπη και, συγκεκριμένα, την
Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αντίστοιχο ευρωπαϊκό πακέτο μακροχρόνιας (ως το 2027)
οικονομικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, έχει
επίσης κολλήσει, επισήμως λόγω της πεισματικής άρνησης του Όρμπαν να άρει το ουγγρικό
βέτο στην έγκρισή του. Οι Βρυξέλλες εμφανίζονται έτοιμες να παρακάμψουν «με
κάθε τρόπο» αυτό το εμπόδιο, στην επερχόμενη έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου την 1η Φεβρουαρίου. Το σενάριο που εμφανίζεται ως επικρατέστερο,
εφόσον δεν μεταπειστεί ο αγαπημένος «κακός» των Ευρωπαίων -πράγμα που ουδόλως
μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον λάβει τις ανάλογες παραχωρήσεις φυσικά- είναι να
δημιουργηθεί ένας παράλληλος μηχανισμός έκδοσης αμοιβαίου χρέους. Παραδόξως,
αυτό το σχήμα δεν δείχνει να διαφέρει πολύ από την -προσχηματική ή όχι,
πρακτικά αδιάφορο- θέση της ίδιας της Ουγγαρίας, ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια προς
την Ουκρανία «δεν πρέπει να επιβαρύνει τον μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό
προϋπολογισμό».
Είναι δύσκολο έως
αδύνατον να γίνει αυτή τη στιγμή μια πρόβλεψη της έκβασης του πολέμου. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή τα πράγματα δεν δείχνουν ιδιαίτερα ευοίωνα για
την Ουκρανία και, κατ’ επέκταση, για τη Δύση, εφόσον τα δεδομένα δεν αλλάξουν.
Πάντως, η προοπτική μιας ρωσικής «νίκης» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) τρομάζει
τους Ευρωπαίους, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, σχετική δήλωση του Μακρόν: «δεν
μπορεί να επιτραπεί στη Ρωσία να νικήσει στην Ουκρανία».
Το δεύτερο
ανοικτό μέτωπο είναι η Γάζα. Μετά την παρέλαση των Ευρωπαίων ηγετών από το Τελ
Αβίβ για να εκφράσουν την αμέριστη συμπαράστασή τους στον «αμυντικό πόλεμο» του
Ισραήλ (με κάποιες φιλικές προτροπές να μην είναι «υπερβολικές» οι απώλειες
αμάχων), ακολούθησε ο προβληματισμός, η αμηχανία μπροστά στην προφανή
καταρράκωση κάθε έννοιας ανθρωπιστικού δικαίου και στα εγκλήματα πολέμου που
διαπράττουν οι IDF, για να φτάσει -με τραγική καθυστέρηση και με λίγες,
δυστυχώς, πιθανότητες ευόδωσης- ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ειρήνευσης με συγκεκριμένα
στάδια υλοποίησης, ευρωπαϊκές εγγυήσεις ασφαλείας και οικονομικής στήριξης και
ορίζοντα τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους ως μόνη βιώσιμη λύση. Ένα σχέδιο
που έπρεπε να είναι έτοιμο όχι τέσσερις μήνες μετά την έκρηξη του πολέμου, αλλά
αμέσως μετά το ξέσπασμά του -αν όχι νωρίτερα- και να προωθείται δυναμικά ως μια
εν τοις πράγμασι επιβεβαίωση της περίφημης ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας,
στην οποία κατά τα λοιπά ομνύουν άπαντες.
Τέλος, ο
ελέφαντας στο δωμάτιο για την Ευρώπη έχει τη μορφή του Ντόναλντ Τραμπ. Αν κάτι
στοιχειώνει τον ύπνο των Ευρωπαίων ηγετών περισσότερο και από έναν «νικητή»
Βλαντιμίρ Πούτιν, αυτό είναι η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, μια
επιστροφή που αυτή τη στιγμή δείχνει να είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα των
αμερικανικών προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου, οι οποίες -και αυτό
είναι κάτι που λέει πολλά και όχι ιδιαίτερα κολακευτικά για την Ευρώπη- θα
έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στα ευρωπαϊκά πράγματα από τις ευρωεκλογές του
Ιουνίου. Αν κρίνει κανείς από τα πεπραγμένα του Τραμπ κατά την πρώτη του
θητεία, αλλά και τα λεγόμενά του ενόψει της (πιθανής) δεύτερης, πρόκειται για
ένα comeback που θα φέρει την Ευρώπη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς
ενδέχεται να κληθεί να αναλάβει μόνη της το βάρος τόσο ενός ακήρυχτου πολέμου
με τη Ρωσία, όσο και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας -σε όποια μορφή θα έχει η
χώρα όταν επιτέλους σιγήσουν τα όπλα.
Από μια κάπως
παράδοξη -αλλά όχι απαραίτητα εσφαλμένη- οπτική γωνία, αυτό στην πραγματικότητα
ίσως και να ήταν καλό για την Ευρώπη, καθώς θα την ανάγκαζε να αναλάβει,
επιτέλους, τις ευθύνες της για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή της με
σοβαρότητα, σύνεση και ενότητα και να αποδείξει ότι τα περί στρατηγικής
αυτονομίας δεν είναι έπεαπτερόεντα. Φυσικά, το ζητούμενο και οι κρίσιμες λέξεις
στη μόλις προηγούμενη πρόταση είναι «σοβαρότητα, σύνεση, ενότητα».
… και στο
εσωτερικό
Έτσι έρχεται
κανείς στις εσωτερικές προκλήσεις της ΕΕ μέσα στη χρονιά που ξεκίνησε, οι
οποίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την
ωρίμανση των δυσμενών συνθηκών που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται εδώ και αρκετά
χρόνια, ως αποτέλεσμα τραγικά εσφαλμένων πολιτικών επιλογών. Ο αποδημήσας τη
δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ενσάρκωσε στο πρόσωπό του
αυτές τις πολιτικές επιλογές, σε ένα βαθμό άδικα, καθώς οπωσδήποτε δεν ήταν ο
μόνος που τις υλοποίησε με πάθος και εμμονική επιμονή. Από αυτήν την άποψη,
πράγματι, η κληρονομιά του Σόιμπλε και του δόγματος της ασφυκτικής λιτότητας
είναι μια Ευρώπη τραυματισμένη, διαιρεμένη και σε δομική, πλέον, οικονομική
παρακμή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι κληρονόμοι του στη σημερινή γερμανική
κυβέρνηση θα την αποποιηθούν. Το αντίθετο μάλιστα.
Για την ακρίβεια,
η σημερινή πολιτική και οικονομική κατάσταση της Γερμανίας είναι εξόχως
ενδεικτική αυτού του γεγονότος. Η γερμανική οικονομία δείχνει να αποφεύγει
επισήμως την ύφεση, αλλά με έναν προβλεπόμενο δείκτη ανάπτυξης μόλις στο 0,7%
δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι εκπέμπει εικόνα ευρωστίας και σταθερότητας. Η
γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει ήδη το φάσμα της απώλειας της περίφημης
ανταγωνιστικότητάς της, τόσο λόγω της απώλειας του -φτηνού, συγκριτικά- ρωσικού
φυσικού αερίου, όσο και λόγω της απότομης, βίαιης ενεργειακής μετάβασης σε μια
οικονομία μηδενικών εκπομπών που όμως, όπως δρομολογείται εν πολλοίς από την
πράσινη πτέρυγα της τρικομματικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, είναι πρακτικά
ασύμβατη με τη διατήρηση μιας ρωμαλέας βιομηχανικής βάσης. Στο σημείο αυτό καλό
είναι να υπομνησθεί ότι η Γερμανία, σε αντίθεση με τη Γαλλία φερ’ειπείν, δεν
διαθέτει καν την εναλλακτική της πυρηνικής ενέργειας στο μεταβατικό αυτό στάδιο,
καθώς η -κάπως αλλοπρόσαλλη- επιλογή της ήταν να προχωρήσει συγχρόνως στην
απανθρακοποίηση(sic) και την αποπυρηνικοποίηση.
Την ίδια ώρα, οι
όποιες (άνευρες) απόπειρες του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου ΌλαφΣολτς να
διοχετεύσει κάποιες δόσεις ρευστότητας στην ασθμαίνουσα γερμανική οικονομία
βρίσκουν το διπλό εμπόδιο τόσο του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου -το
οποίο, εν τούτοις, απλώς ερμηνεύει και εφαρμόζει τον συνταγματικά κατοχυρωμένο
κανόνα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των μηδενικών ελλειμμάτων- όσο και
την αντίσταση του Φιλελεύθερου υπουργού οικονομικών Λίντνερ, ο οποίος μάλιστα,
ηγούμενος της διαβόητης Ομάδας των Φειδωλών, θεωρεί τη λιτότητα τόσο καλή ιδέα,
ώστε να επιδιώκει, σαν άλλος Σόιμπλε, να την επιβάλει και στα άλλα κράτη-μέλη.
Και ενώ
συμβαίνουν όλα αυτά, η Γερμανία συγκλονίζεται από πρωτοφανείς κινητοποιήσεις
των αγροτών, τις οποίες το πολιτικό κατεστημένο απορρίπτει ως υποκινούμενες από
το «εξτρεμιστικά λαϊκίστικά στοιχεία». Με άλλα λόγια, από το ακροδεξιό AfD. Η
κατάσταση θυμίζει έντονα τις ανάλογες κινητοποιήσεις των Ολλανδών αγροτών που
διαμαρτύρονταν, όπως και οι Γερμανοί συνάδελφοί τους, για μια «πράσινη»
πολιτική της κυβέρνησης που οδηγούσε, όμως, με μαθηματική ακρίβεια στον
οικονομικό τους αφανισμό. Αυτό που ακολούθησε ήταν η «σοκαριστική» νίκη του
Βίλντερς στις ολλανδικές εκλογές, η οποία θα περίμενε κανείς να είναι ένα
μάθημα για το τι συμβαίνει όταν η mainstream πολιτική αρνείται να δώσει λύση σε
θεμιτά κοινωνικά αιτήματα, χρεώνοντάς τα συλλήβδην στον «λαϊκισμό».
Αυτό το μάθημα
δεν δείχνει να το έχει πάρει η γερμανική κυβέρνηση και, ευρύτερα, η συλλογική
ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία. Και, συνεπώς, ίσως στις επερχόμενες ευρωεκλογές η
Ευρώπη «σοκαριστεί» για μία ακόμα φορά από το αποτέλεσμα.