Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΜΑΘΗΜΑ 27

1,13  καὶ προσέθετο ὁ βασιλεὺς ἔτι ἀποστεῖλαι ἡγούμενον καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ, καὶ ἦλθεν ὁ πεντηκόνταρχος ὁ τρίτος καὶ ἔκαμψεν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ κατέναντι Ἠλιοὺ καὶ ἐδεήθη αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐντιμωθήτω δὴ ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ψυχὴ τῶν δούλων σου τούτων τῶν πεντήκοντα ἐν ὀφθαλμοῖς σου·

1,13    Ὁ βασιλεύς ἀπέστειλε καὶ πάλιν ἄλλο ἀξιωματικὸ καὶ τοὺς πενήντα ἄνδρες μαζί του. Ἦρθε ὁ τρίτος αὐτὸς πεντηκόνταρχος, γονάτισε ἐνώπιον τοῦ Ἠλιού, τὸν παρεκάλεσε εὐλαβῶς καὶ τοῦ εἶπε· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἂς θεωρηθῆ ἀξία ἐλέους ἐνώπιόν σου ἡ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν τῶν πεντήκοντα δούλων σου».

Ὁ Ὀχοζίας καὶ μετὰ τὴν δεύτερη τιμωρία δὲν συνετίσθηκε, καὶ ἔστειλε καὶ τρίτη ἀποστολή, γιὰ τὴν σύλληψι τοῦ προφήτου. Τόσο ἀσύνετος καὶ ἀδιόρθωτος, τόση ἰσχυρογνωμοσύνη δείχνει. Μάχεται φανερὰ τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ προφήτου. Τέτοιοι εἴμαστε δυστυχῶς μέχρι σήμερα. Τέτοια καὶ τόση εἶναι ἡ ἀνοησία καὶ ἀσέβειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

 Ὅμως ὁ τρίτος Πεντηκόνταρχος ἔχει ἄλλο πνεῦμα. Ὅταν ἔφθασε στὸν προφήτη «Ἔκαμψεν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ κατέναντι Ἠλιού». Ἀναγνωρίζει τὸν προφήτη ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν σέβεται, γι’ αὐτὸ καὶ γονατίζει μπροστά του καὶ γονατιστὸς θὰ τοῦ μιλήση λέγοντας· “Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἂς θεωρηθῆ ἀξία ἐλέους ἐνώπιόν σου ἡ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν τῶν πεντήκοντα δούλων σου». Δηλαδὴ ζητάει ἀπὸ τὸν προφήτη νὰ λυπηθῆ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς στρατιῶτες του.Ἡ ἀλλαγὴ εἶναι φανερή. Ἐνῶ ἔρχεται μὲ στρατὸ γιὰ νὰ συλλάβη τὸν προφήτη, αὐτὸς προσκυνάει τὸν προφήτη καὶ τὸν ἐκλιπαρεῖ νὰ σεβασθῆ τὴν ζωή του καὶ τὴν ζωὴ τῶν στρατιωτῶν του.

 1,14 Ἰδοὺ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τοὺς δύο πεντηκοντάρχους τοὺς πρώτους καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτῶν, καὶ νῦν ἐντιμωθήτω δὴ ἡ ψυχή μου ἐν ὀφθαλμοῖς σου.

1,14  Διότι ἐγὼ γνωρίζω, ὅτι κατῆλθε πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέφαγε τοὺς δύο πρώτους πεντηκοντάρχους καὶ τοὺς πενήντα στρατιῶτες αὐτῶν. Τώρα λοιπὸν ἂς θεωρηθῆ ἀξία ἐλέους ἠ ζωή μου ἐνώπιόν σου”.

Καὶ συπληρώνει ὅτι γνωρίζει τί ἔγινε μὲ τοὺς δύο προηγούμενους Πεντηκοντάρχους, τοὺς ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὸν βασιλέα, καὶ παρακαλεῖ νὰ μὴν συμβῆ τὸ ἴδιο καὶ στοὺς δικούς του πεντήκοντα ἄνδρες.

Ἡ ἀλλαγὴ στὴν στάσι τοῦ Πεντηκοντάρχου φέρνει τὴν καταλλαγὴ καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει πολλὰ ἀπὸ μᾶς, γιὰ νὰ δείξη πλούσια τὰ ἐλέη του. Ἀρκεῖ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ τὸν ὁμολογήσουμε.

 1,15   καὶ ἐλάλησεν ἄγγελος Κυρίου πρὸς Ἠλιοὺ καὶ εἶπε· κατάβηθι μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· καὶ ἀνέστη Ἠλιοὺ καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν βασιλέα.

1,15  Καὶ ἄγγελος τοῦ Κυρίου λάλησε τότε πρὸς τὸν Ἠλιοὺ καὶ τοῦ εἶπε· “Κατέβα καὶ πήγαινε μαζί μὲ αὐτόν· Μὴ τοὺς φοβηθῆς αὐτούς”. Σηκώθηκε ὁ Ἠλίας, κατέβηκε καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ πῆγε στὸν βασιλέα.

Μὲ τὴν ἐπίδειξι εὐλαβείας ἀπὸ τὸν Πεντηκόνταρχο ἐκδηλώθηκε καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔστειλε ἄγγελο πρὸς τὸν προφήτη καὶ τοὺ ὑπέδειξε ὅτι μπορεῖ νὰ δεχθῆ τὴν πρόσκλησι-ἱκεσία τοῦ Πεντηκόνταρχου. Πήγαινε, τοῦ εἶπε, καὶ μὴ φοβηθῆς. Καὶ ὁ Ἠλίας ὑπάκουσε καὶ ἀκολούθησε τὸν Πεντηκόνταρχο καὶ βρέθηκε στὸν βασιλέα.

 1,16 Καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν Ἠλιού· τάδε λέγει Κύριος· τί ὅτι ἀπέστειλας ἀγγέλους ἐκζητῆσαι ἐν τῷ Βάαλ μυῖαν θεὸν Ἀκκαρών; οὐχ οὕτως· ἡ κλίνη, ἐφ᾿ ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐ καταβήσῃ ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ.

1,16    Ὁ Ἠλίας μίλησε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπε· “Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· Γιατὶ ἐσὺ ἔστειλες ἀνθρώπους σου πρὸς τὸν Βάαλ, τὸν θεὸ τῶν μυιῶν, στὴν Ἀκκαρών; Δὲν εἶναι καθόλου ὀρθὸ αὐτό. Γιὰ τὸν λόγο αύτὸν δὲν θὰ κατεβῆς πλέον ὑγιὴς ἀπὸ τὴν κλίνην, πάνω στὴν ὁποία ἀνέβηκες ἀσθενής, διότι ἐξάπαντος θὰ ἀποθάνης”.

Ἐπαναλαμβάνεται γιὰ ἄλλη μία φορά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σοβαρή, ἡ ἀσέβεια νὰ ἀναζητήσουν ἀπὸ ἀνύπαρκτη θεότητα πληροφορία γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀσθένειας τοῦ Ὀχοζίου. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ προφήτης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μιλάει μὲ τὴν γλῶσσα τῆς ἀλήθειας χωρὶς φόβο. Εὐθέως, καὶ χωρὶς φιλοφρονήσεις καὶ λόγια καλῆς συμπεριφορᾶς, ἀναγγέλλει τὸν θάνατο τοῦ Ὀχοζίου. Ἡ ἄρνησις νὰ ἀπευθυνθῆ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ, καὶ ἡ ἀναζήτησις βοήθειας ἀπὸ τὴν μύγα Ἀκκαρών, ἐπισύρει τὴν τιμωρία ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό.

 1,17 Καὶ ἀπέθανε κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν Ἠλιού.

1,17  Καὶ πράγματι ὁ βασιλεύς Ὀχοζίας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο, ποὺ εἶπε σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος μέσω τοῦ προφήτου Ἠλιού, ἀπέθανε.

Καὶ ἀσφαλῶς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἐξουσιάζει τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ Ὀχοζίας πέθανε ἀμέσως καὶ ἐκπληρώθηκε ὁ προφητικὸς λόγος ὅτι δηλαδή· «Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν θὰ κατεβῆς πλέον ὑγιὴς ἀπὸ τὴν κλίνην, πάνω στὴν ὁποία ἀνέβηκες ἀσθενής, διότι ἐξάπαντος θὰ ἀποθάνης». Πράγματι ὁ Ὀχοζίας ἀπέθανε σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἠλιού

 1,18 Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ὀχοζίου, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;

1,18  Τὰ ὑπόλοιπα ἔργα, ποὺ ἔκανε ὁ Ὀχοζίας, δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῶν ἔργων τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ;

Ὅ,τι ἄλλο ἔργο ἔκανε ὁ Ὀχοζίας εἶναι πλέον χωρὶς σημασία. Βλέπετε ὅτι εἶναι καταγραμμένα ὅσα ἀναφέρονται στὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, μὲ τὶς συνακόλουθες συνέπειες. Αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν δική μας πορεία εἶναι γραμμένα. Πολὺ ἀργότερα θὰ γράψη ὁ Παῦλος· «Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν. Πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας» (Ἑβ. 2,2).

1,18α  Καὶ Ἰωρὰμ υἱὸς Ἀχαὰβ βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτη δεκαδύο, ἐν ἔτει ὀκτωκαιδεκάτῳ Ἰωσαφὰτ βασιλέως Ἰούδα.

1,18β  Καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, πλὴν οὐχ ὡς οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, οὐδὲ ὡς ἡ μήτηρ αὐτοῦ.

1,18α  Ὁ Ἰωράμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχαάβ, βασίλευσε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ μὲ πρωτεύουσα τὴν Σαμάρεια δώδεκα ἔτη, κατὰ τὸ δέκατο ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωσαφὰτ τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰούδα.

 1,18β  Καὶ αὐτὸς διέπραξε τὴν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὄχι ὅμως στὸν βαθμὸ τῶν ἀδελφῶν του καὶ τῆς μητρός του.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀχαὰβ ἀποδεικνύεται ἀσεβής. Ἡ ἀποστασία χαρακτηρίζει καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογενείας, καὶ γιὰ ὅσο καιρὸ διαρκεῖ ἡ βασιλεία της. Κάποια μέλη, ὅπως ὁ Ἰωράμ, μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλαστικότεροι στὴν ἀσέβεια ἀπὸ τοὺς προηγουμένους, ὅμως παραμένουν σταθερὰ στὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό.

 1,18γ Καὶ ἀπέστησε τὰς στήλας τοῦ Βάαλ, ἃς ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ συνέτριψεν αὐτάς· πλὴν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις οἴκου Ἱεροβοάμ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, ἐκολλήθη, οὐκ ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτῶν.

1,18γ  Ἀφαίρεσε καὶ κατέστρεψε τὶς εἰδωλολατρικὲς στῆλες τοῦ Βάαλ τὶς ὁποῖες εἶχε οἰκοδομήσει ὁ πατέρας του, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔζησε μέσα στὶς ἁμαρτίες τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἱεροβοάμ, προσκολλήθηκε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτές.

Μπορεῖ νὰ κατέστρεψε τὶς εἰδωλολατρικὲς στῆλες καὶ ἀγάλματα, καὶ ἂς ἦταν ἔργα τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ δὲν ἀπομακρύνθηκε ὁριστικὰ καὶ ὁλότελα ἀπὸ τὴν πλάνη. Στὴν σχέσι μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν χωροῦν συμβιβασμοὶ καὶ μισόλογα. Ἢ εἴμαστε μὲ τὸν Θεὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ ἀποδεχόμαστε ὅλο του τὸν λόγο στὴν ζωή μας χωρὶς ἐκπτώσεις, ἢ ὄχι.

1,18δ  Καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος εἰς τὸν οἶκον Ἀχαάβ.

1,18δ  Γι’ αὐτὸ ὡργήσθηκε ὁ Κύριος πολύ ἐναντίον τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀχαάβ.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν ὀργή του στὴν γενεὰ τῆς ἀποστασίας, στὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδὴ ἦσαν ἀσεβεῖς, ἄλλοι λίγο καὶ ἄλλοι πολύ, ἀλλὰ ἀσεβεῖς, καὶ ἐπισύρουν πάνω τους τὴν δίκαιη τιμωρία.