Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Μάθημα 22

20,21 ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ σὲ κακὰ καὶ ἐκκαύσω ὀπίσω σου καὶ ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἀχαὰβ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον καὶ συνεχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν Ἰσραήλ·

20,21 Ἰδοὺ ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον σου συμφορές, θὰ ἀνάψω πίσω σου φωτιὲς καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀχαὰβ κάθε ἀρσενικὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη δὲ δοῦλο καὶ ἐλεύθερο μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.

Ἰδοὺ θὰ σοῦ δημιουργήσω κακὰ καὶ θὰ σοῦ ἀνάψω φωτιές, καὶ θὰ καταστρέψω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀχαάβ κάθε ἀρσενικὸ ἄνθρωπο (οἱ ἄνδρες οὐροῦν ὄρθιοι πρὸς τοῖχο), ἀκόμα καὶ δοῦλοι καὶ  ἐλεύθεροι μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.

20,22 καὶ δώσω τὸν οἶκόν σου ὡς τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ὡς τὸν οἶκον Βαασὰ υἱοῦ Ἀχιὰ περὶ τῶν παροργισμάτων, ὧν παρώργισας καὶ ἐξήμαρτες τὸν Ἰσραήλ.

20,22 Θὰ παραδώσω σὲ ὄλεθρο τὴν οἰκογένειά σου, ὅπως παρέδωσα τὴν οἰκογένεια Ἱεροβοὰμ τοῦ υἱοῦ Ναβάτ, ὅπως παρέδωσα σὲ καταστροφή τὴν οἰκογένεια τοῦ Βαασά, υἱοῡ τοῦ Ἀχιά. Καὶ τοῦτο διότι ἐσὺ μὲ τὶς ἐξοργιστικὲς σου ἁμαρτίες ἔγινες αἰτία νὰ ὀργισθῆ ἐναντίον σου ὁ Θεὸς καὶ νὰ παρασυρθῆ σὲ ἁμαρτίες ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός”.

Θὰ ἐξολοθρευθῆ ἡ οἰκογένειά σου, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἐξολοθρεύθηκε ἡ οἰκογένεια Ἱεροβοὰμ ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Ναβάτ, καὶ ὅπως κατέστρεψα τὴν οἰκογένεια τοῦ Βαασά, γιοῦ τοῦ Ἀχιά. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν γιὰ τὶς ἐξοργιστικὲς σου ἁμαρτίες καὶ ποὺ παρέσυρες τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ σὲ ἁμαρτίες.

Ὁ προφήτης τὰ λέγει αὐτὰ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἀντιπροσωπεύει.

20,23 καὶ τῇ Ἰεζάβελ ἐλάλησε Κύριος λέγων· οἱ κύνες καταφάγονται αὐτὴν ἐν τῷ προτειχίσματι Ἰεζράελ.

20,23 Καὶ γιὰ τὴν Ἰεζάβελ μίλησε ὁ Κύριος καὶ εἶπε· “Τὰ σκυλιὰ θὰ τὴν καταφάγουν στὸ τεῖχος στὸ ἐμπρὸς τῆς πόλεως Ἰεζράελ.

Ὁ προφήτης μίλησε γιὰ τὸν βασιλέα, ἀλλὰ ἔχει νὰ πῆ καὶ γιὰ τὴν βασίλισσα. Αὐτὴ εἶναι ὑπεύθυνη καὶ αὐτὴ παρέσυρε καὶ τὸν βασιλέα, γι’ αὐτὸ ἡ τιμωρία της θὰ εἶναι πιὸ σκληρή. Τὰ σκυλιὰ δὲν θὰ περιορισθοῦν στὸ νὰ γλείψουν τὸ αἷμα της, ὅπως τοῦ Ἀχαάβ, ἀλλὰ καὶ θὰ καταφάγουν τὶς σάρκες της μπροστὰ στὸ τεῖχος τὴς πόλεως Ἰεσράελ.

20,24 τὸν τεθνηκότα τοῦ Ἀχαὰβ ἐν τῇ πόλει φάγονται οἱ κύνες καὶ τὸν τεθνηκότα αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ φάγονται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.

20,24 Τοὺς νεκροὺς τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀχαὰβ στὴν πόλι θὰ καταφάγουν τὰ σκυλιά. Καὶ τοὺς νεκροὺς τῆς οἰκογενείας του στὴν πεδιάδα θὰ καταφάγουν τὰ ὄρνια τοῦ οὐρανοῦ”.

Τοὺς συγγενεῖς τοῦ Ἀχαὰβ ποὺ βρίσκονται στὴν πόλι θὰ τοὺς καταφάγουν τὰ σκυλιά, καὶ τοὺς συγγενεῖς του ποὺ βρίσκονται στὴν πεδιάδα θὰ τοὺς φάγουν τὰ πουλιά τοῦ οὐρανοῦ.

Σημειώνω καὶ ὑπογραμμίζω ὅτι ὁ Ἀχαάβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ εἶναι βασιλεῖς, δηλαδὴ πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ὄχι θρησκευτική. Θέλω νὰ τονίσω τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουν οἱ ἄρχοντες ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ παρασέρνουν τὸν λαὸ σὲ πράξεις ἀνομίας καὶ ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημά του. Ὅλοι οἱ ἄρχοντες ἔχουν τὴν εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, ἐφ’ ὅσον, τουλάχιστον στὶς δημοκρατίες, οἱ ἄρχοντες ἐκλέγονται ἀπὸ τὸν λαό, καὶ ὑποτίθεται ὅτι δίνουν λόγο μόνον στὸν λαό.

Καὶ διαβάστε τὴν συνέχεια γιὰ τὸν ἀμετανόητο Ἀχαάβ.

20,25 πλὴν ματαίως Ἀχαάβ, ὃς ἐπράθη ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, ὡς μετέθηκεν αὐτὸν Ἰεζάβελ ἡ γυνὴ αὐτοῦ·

20,25 Ὅμως μάταια λέχθηκαν οἱ ἀπειλὲς αὐτὲς τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἀχαὰβ εἶχε πουληθῆ στὸ νὰ πράττη τὸ πονηρὸ χωρὶος ντροπὴ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν παρακινούσε ἡ σύζυγός του ἡ Ἰεζάβελ.

Ὁ Ἀχαάβ καθόλου δὲν ὠφελήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Εἶχε πουληθῆ νὰ πράττη τὸ πονηρὸ χωρὶς ντροπή, διότι ἔτσι τὸν παρέσερνε ἡ γυναῖκα του Ἰεζάβελ. Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ ἦταν ἐκείνη ποὺ σφράγισε τὴν πορεία τοῦ βασιλείου. Αὐτὴ διέστρεψε καὶ τὸν νοῦ τοῦ βασιλέα, καὶ τὸν παρέσυρε στὴν εἰδωλολατρεία, καὶ ἀπομάκρυνε τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίδρασίς της ἦταν μεγάλη καὶ σφράγισε ὅλη τὴν βασιλεία τοῦ Ἀχαάβ.

20,26 καὶ ἐβδελύχθη σφόδρα πορεύεσθαι ὀπίσω τῶν βδελυγμάτων κατὰ πάντα, ἃ ἐποίησεν ὁ Ἀμοῤῥαῖος, ὃν ἐξωλόθρευσε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ.

20,26 Ἔγινε σιχαμερὸς καὶ μισητὸς πάρα πολὺ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι δέχθηκε καὶ ἀκολούθησε τὴν λατρεία τῶν εἰδωλικῶν θεῶν, ὅπως οἱ Ἀμορραῖοι, ποὺ ὁ Κύριος εἶχε καταστρέψει ἐνώπιον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.

 Καὶ ὄχι μόνον δὲν σταμάτησε τὸ κακό, ἀλλὰ ὅλο καὶ περισσότερο ἀκολουθοῦσε νὰ λατρεύη τὰ εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα, ποὺ λάτρευαν οἱ Αμορραῖοι, τοὺς ὁποίους, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, κατέστρεψε ὁ Θεὸς μπροστὰ στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό.

Πάντοτε καὶ παντοῦ οἱ ἀποστάτες ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται παραδειγματικά. Αὐτὸ βλέπομε στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.

20,27 καὶ ὑπὲρ τοῦ λόγου, ὡς κατενύγη Ἀχαὰβ ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἐπορεύετο κλαίων καὶ διέῤῥηξε τὸν χιτῶνα αὐτοῦ καὶ ἐζώσατο σάκκον ἐπὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ ἐνήστευσε καὶ περιεβάλετο σάκκον ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπάταξε Ναβουθαὶ τὸν Ἰεζραηλίτην, καὶ ἐπορεύθη,

20,27 Ὅταν ὅμως ὁ Ἀχαὰβ ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Ἠλία συνετρίβη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ βάδιζε κλαίγοντας καὶ διέρρηξε τὸν χιτώνα του καὶ ζώσθηκε σάκκινο ἔνδυμα, ἰδἰως ἐπειδὴ δὲ κατά τὴν ἡμέρα, ποὺ φονεύθηκε ὁ Ναβουθαί, νήστευσε καὶ περιβλήθηκε σάκκινο ἔνδυμα καἰ μἐ αὐτὸ πορευόταν.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἠλία τὸν λόγο, καὶ ἔμαθε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ναβουθαί, φάνηκε ὅτι μπροστὰ στὸν Κύριο κατανύχθηκε καὶ ἔκλαψε καὶ ἔσχισε τὸν χιτώνα του καὶ ντύθηκε μὲ τρίχινο ἔνδυμα,

20,28 καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἠλιοὺ περὶ Ἀχαάβ, καὶ εἶπε Κύριος·

20,28 Καὶ ἔγινε πάλιν λόγος Κυρίου μέσω τοῦ Ἠλιού, τοῦ δούλου του, πρὸς τὸν Ἀχαάβ. Εἶπε δηλαδὴ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἠλία·

Ἀναφέρθηκε πάλι λόγος Κυρίου πρὸς τὸν  Ἠλία, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ἀχαάβ, καὶ εἶπε·

 

20,29 ἑώρακας ὡς κατενύγη Ἀχαὰβ ἀπὸ προσώπου μου; οὐκ ἐπάξω τὴν κακίαν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐπάξω τὴν κακίαν.

20,29 “Εἶδες πῶς συνετρίβη ὁ Ἀχαὰβ ἐνώπιόν μου; Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ ἀποστείλω τὴν τιμωρία κατὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ ζῆ, ἀλλὰ θὰ στείλω αὐτὴν τὴν τιμωρία κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ υἱοῦ του”.

Διαπίστωσες ὅτι ὁ Ἀχαάβ ταπεινώθηκε μπροστά μου; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν θὰ ἐπιφέρω τὴν τιμωρία ὅσο ζῆ, δηλ. στὶς ἡμέρες του, ἀλλὰ θὰ ἐφαρμοσθῆ ὁ λόγος μου στὸν υἱό του, γιὰ τὴν κακία του.

Ἐδῶ ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς τὸ μεγαλεῖο του. Ὑποκλίνομαι, ἀδελφοί μου, διότι βλέπω τὸν Κύριο νὰ γίνεται συνήγορος τοῦ ἁμαρτήσαντος Ἀχαάβ. Ὁ Θεὸς δικαιολογεῖται μπροστὰ στὸν δοῦλο του Ἠλία. Γιὰ νὰ μὴ φανῆ ὅτι ψεύδεται, ποὺ δὲν ἐφαρμόζει τὴν ἀναγγελθεῖσα τιμωρία, τονίζει τήν, ἔστω πρόσκαιρη, μετάνοια τοῦ βασιλέα. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ δὲν τιμωρεῖ. Εἶδες, λέγει στὸν Ἠλία, πῶς ὁ Ἀχαὰβ πορεύθηκε πενθῶντας καὶ σκυθρωπάζοντας; Δὲν θὰ τὸν τιμωρήσω. Καὶ ἐδῶ ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Βαβαί! Δεσπότης γίνεται συνήγορος δούλου καὶ ἀπολογεῖται ὁ Θεὸς σὲ ἄνθρωπο χάριν ἑνὸς ἀνθρώπου. Μὴ νόμιζε ὅτι ἁπλᾶ συγχώρησα, ἀλλὰ ἄλλαξα τὴν ὀργή μου». Νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός, μόνον ἐπειδὴ ἀργοῦμε νὰ μετανοήσουμε, κάνει μόνον μία ἀναβολὴ στὸν χρόνο τῆς τιμωρίας, περιμένοντας τὴν μετάνοιά μας.