Αξιότιμοι εκπρόσωποι της πολιτικής και
στρατιωτικής ηγεσίας,
Κυρίες και Κύριοι,
Μελετώντας, τις προηγούμενες ημέρες, τις
ομιλίες που έχουν εκφωνηθεί κατά τον εορτασμό της 8ης Νοεμβρίου, προσπαθούσα να
βρω που πρέπει να εστιάσω ώστε να αποφύγω να επαναλάβω λεπτομερώς τα γεγονότα
που συντελέστηκαν τις τελευταίες ημέρες και ώρες πριν την απελευθέρωση της
Φλώρινας, καθώς έχουν εξιστορηθεί άρτια και πολύπλευρα από τους ομιλητές των
προηγούμενων ετών. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης, χωρίς να επεκτείνω το
σύνηθες εύρος του κειμένου του ομιλητή, έκρινα σκόπιμο να διευρύνω τη χρονική
περίοδο, να συμπτύξω τις λεπτομέρειες των τελευταίων ωρών και να σταθώ
περισσότερο στο γιατί, στο πως και χάρις ποιων η Φλώρινα προσαρτήθηκε στη
μητέρα πατρίδα.
Στις διάφορες πηγές σχετικά με την παράδοση
της Φλώρινας στον ελληνικό στρατό, συναντάται ως κοινή αναφορά ότι αυτή κατέστη
αναίμακτη εντός ολίγων ωρών. Κι όμως, πολύ αίμα χύθηκε και πολύς χρόνος
χρειάστηκε για να επιστρέψει η Φλώρινα στη προγονική της εστία. Εδώ κι 111 έτη
μνημονεύουμε αυτό το γεγονός, το οποίο επήλθε 91 ολόκληρα έτη μετά την έναρξη
της Ελληνικής Επαναστάσεως. Έναν επιπλέον αιώνα χρειάστηκε να αναμένει η
Φλώρινα για την απελευθέρωση της, όχι 400 αλλά κοντά 500 χρόνια σκλαβιάς.
Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1821 όταν ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης εξέδωσε από το Ιάσιο την προκήρυξη «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος»
για τους Έλληνες της Μολδαβίας και της Βλαχίας (Υψηλάντης, 1821[1975]).Λίγο
αργότερα, έχοντας ήδη μεταφερθεί ο ξεσηκωμός στη Μάνη κι σε άλλες περιοχές της
Πελοποννήσου, στις 25 Μαρτίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στη Μονή της
Αγίας Λαύρας, όρκιζε οπλαρχηγούς και πολεμιστές στον ιερό αγώνα της
Απελευθέρωσης του υποδουλωμένου μας έθνους, υψώνοντας το λάβαρο της επανάστασης
(Wikipedia, 2023α).
Ήταν το αίμα που έρεε άφθονο από τους Έλληνες
μαχητές/τριες για την ελευθερία, αλλά ήταν και η ιστορική συγκυρία που
επέτρεψαν την υλοποίηση του εθνικού οράματος. Από τη μία τα κατάλοιπα των
Ρωσοτουρκικών πολέμων, από την άλλη μία παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία που
εκτός της θρησκείας, αποστρεφόταν επίσης τις γλώσσες του Δυτικού κόσμου και την
εμβάπτιση στις αρχές της Αναγέννησης και της πνευματικής ανάτασης, βουλιάζοντας
στις ίντριγκες εξουσίας, στη διαφθορά, τη φιλαργυρία και την απληστία της Υψηλής
Πύλης και των επαρχιακών διοικητών της, και ταυτόχρονα ήταν και η γεωγραφική
θέση της επαναστατημένης Ελλάδας που ενδιέφερε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της
εποχής (Βασιλόπουλος, 2023). Στο ιστορικό συγκείμενο προστέθηκε στο διάβα του
χρόνου η χρεοκοπία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1875-76, αφού αδυνατούσε να
αποπληρώσει τα χρέη της στα τότε ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, την οποία
εκμεταλλεύτηκαν οι επαναστατημένοι Έλληνες για να φθάσουν το 1881 στην
προσάρτηση της Θεσσαλίας μέχρι την Ελασσόνα, αλλά και της Άρτας από την περιοχή
της Ηπείρου(Ηλιόπουλος, 2021).
Η πτώχευση της Ελλάδας το 1893 και ο ατυχής
ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 με την ήττα στα Φάρσαλα και την αποχώρηση των
ελληνικών δυνάμεων στο Δομοκό (Wikipedia, 2023β, 2023γ), δεν έσβησαν τη φλόγα
της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών, απλώς καθυστέρησαν την επίτευξη του
στόχου(Παπαδόπουλος, 2012). Εκ παραλλήλου, ο Μακεδονικός Αγώνας από το 1904
μέχρι το 1908 φρόντισε να υπενθυμίσει στη μητέρα πατρίδα ότι υπήρχαν Ελληνικοί
πληθυσμοί που την πρόσμεναν ακόμη, και το 1912 οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει
και η ώρα είχε φθάσει.
Αρχές Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α΄ Βαλκανικός
πόλεμος, εν μέσω της άρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να διασφαλίσει
δικαιώματα στις χριστιανικές μειονότητες των εδαφών της. Ελλάδα, Βουλγαρία,
Σερβία, Μαυροβούνιο στρέφονται εναντίον των Οθωμανών. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί το
μήλο της έριδος, για τους Έλληνες είναι ζήτημα επαναφοράς της ιστορικής τους
συνέχειας, ενώ για τους υπόλοιπους αποτελεί διέξοδο στο Αιγαίο.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Πρωθυπουργός
Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλαμβάνονται το διακύβευμα και δίνουν εντολή κίνησης
των ελληνικών στρατευμάτων. Έξι ελληνικές Μεραρχίες, δύο Ταξιαρχίες Ευζώνων,
τέσσερα Συντάγματα Ορεινού Πυροβολικού και δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού
ξεκινούν στις 5 Οκτώβρη του 1912 τη μάχη για την απελευθέρωση της Μακεδονίας
(Κοτρίδης, 2020). Στις 6 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται η Ελασσόνα από τον
Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου
Υποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή (Κοτρίδης, 2020), με τις τουρκικές δυνάμεις να
οπισθοχωρούν στο Σαραντάπορο.
Το Σαραντάπορο είναι η πύλη στη Δυτική
Μακεδονία και οι αντιμαχόμενοι γνωρίζουν τη στρατηγική του σημασία. Μετά από
σφοδρή μάχη στις 10 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις ανακτούν τον έλεγχό του,
ενώ την ίδια ημέρα η 4η Μεραρχία απελευθερώνει τα Σέρβια και καταλαμβάνει τη
γέφυρα του Αλιάκμονα απ’ όπου πλέον καθίσταται εφικτή η πρόσβαση προς την
Κοζάνη (Κοτρίδης, 2020). Ο αλβανικής καταγωγής Οθωμανός Στρατηγός Χασάν Ταχσίν
Πασάς (Wikipedia, 2023ζ) διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού
Οθωμανικού Στρατού στη Μακεδονία, μαζί με τον επίσης αλβανικής καταγωγής
συνεργάτη του Μουτίρ μπέη εγκαταλείπουν αμαχητί, άρον-άρον, την πόλη της
Κοζάνης αμέσως μετά τη διάσπαση της γραμμής του Σαραντάπορου, με τον κύριο όγκο
από τις τουρκικές δυνάμεις που οπισθοχωρούσαν, να κατευθύνονται προς Βέροια και
Θεσσαλονίκη, και δύο Τάγματα τους να στρέφονται προς την περιοχή των Καϊλαρίων
της σημερινής Πτολεμαΐδας για επανασύνταξη μαζί με την τοπική τουρκική φρουρά
στο χωριό Περδίκας (Κοτρίδης, 2020). Στις 11 Οκτωβρίου 1912, στις 17:00 το
απόγευμα, εισέρχεται στην πόλη της Κοζάνης ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του
Ιππικού Στρατηγός Σούτσος και μία ημέρα μετά ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος
Κωνσταντίνος. Στις 14 Οκτωβρίου καταφθάνει στην Κοζάνη ο Βασιλιάς Γεώργιος, ο
οποίος αποφασίζει να ακολουθήσει την άποψη του Βενιζέλου και να κατευθύνει το
στράτευμα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλάζοντας τον αρχικό σχεδιασμό που ήταν η
απελευθέρωση της περιοχής μέχρι την Βόρεια Ήπειρο (Κοτρίδης, 2020), ενόψει της
βουλγαρικής απειλής. Ο πλημμυρισμένος Αξιός ποταμός στερεί στους Βούλγαρους τη
δυνατότητα να επιτεθούν στις υπό αναβρασμό τουρκικές δυνάμεις (Κοτρίδης, 2020).
Στην περιοχή των Γιαννιτσών έμελλε να γίνει η σημαντικότερη μάχη του Α΄ Βαλκανικού
Πολέμου(Wikipedia, 2023ε). Ο ελληνικός στρατός αποθέτει κάθε σωματική και
ψυχική δύναμη από τις 19 μέχρι τις 21 Οκτώβρη και επικρατεί, ανοίγοντας το
δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Στις 26 Οκτώβρη 1912 ο ΧασάνΤαχσίν
Πασάς υπογράφει το Πρωτόκολλο της άνευ όρων παράδοσης της Θεσσαλονίκης και στις
28 Οκτώβρη καταφθάνει ο διάδοχος Κωνσταντίνος ακολουθούμενός από την 1η
Μεραρχία.
Στο μεταξύ, η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν
ξανά προς τη Δυτική Μακεδονία. Τμήμα της 5ης Μεραρχίας είχε ήδη απελευθερώσει
την Πτολεμαΐδα στις 15 Οκτώβρη. Από τις 18 μέχρι τις 24 Οκτώβρη είχαν
μεσολαβήσει μάχες στη Βεύη (τότε Μπάνιτσα) και στο Αμύνταιο (τότε Σόροβιτς).
Στην πόλη της Φλώρινας εκτιμάται ότι διέμεναν
τότε περίπου 10.000 ψυχές (Ηλιάδου-Τάχου, 2011), εκ των οποίων οι Έλληνες ήταν
σχεδόν 3.000. Ωστόσο ορισμένες μεταρρυθμίσεις που είχαν προωθηθεί (Τανζιμάτ,
Χάτι Χουμαγιούν) με στόχο την αναδιοργάνωση της αποδιοργανωμένης επαρχιακής
διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την προώθηση θρησκευτικών ελευθεριών,
επέτρεψαν τη λειτουργία ορισμένων διοικητικών και θρησκευτικών δομών και για
τους υπόδουλους πληθυσμούς (Ηλιάδου-Τάχου 2011,Wikipedia, 2023η, 2023θ). Έτσι,
η ελληνική κοινότητα της Φλώρινας είχε κι αυτή τη δική της διοικητική και
θρησκευτική εκπροσώπηση, η οποία, όπως αναφέρει η ιστορικός του Πανεπιστημίου
Δυτικής Μακεδονίας κ. Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, είχε φροντίσει για τη λειτουργία
ενός Αρρεναγωγείου, ενός Παρθεναγωγείου και 3 Νηπιαγωγείων, που διατηρούσαν την
εθνική συνείδηση και ωρίμαζαν την ιδέα της σύνδεσης με την ελεύθερη
Ελλάδα(Ηλιάδου-Τάχου, 2011). Είχε άλλωστε μεσολαβήσει η θυσία του Παύλου Μελά
στις 13 Οκτωβρίου 1904 και ο Μακεδονικός Αγώνας.
Μέσα σε
αυτό το συγκείμενο λοιπόν, η προέλαση του Ελληνικού στρατού έχει αποκόψει τον
Τουρκικό πληθυσμό και στρατό που βρισκόταν στην περιοχή της Φλώρινας, καθώς από
τον βορρά οι Σέρβοι είχαν ήδη φθάσει μέχρι το Μοναστήρι, ενώ νότια και
ανατολικά της Φλώρινας τα εδάφη είχαν καταληφθεί από τους Έλληνες. Οι πηγές
αναφέρουν ότι ο Μουφτής της Φλώρινας Χουλουσή Εφέντης, υπό τις διαμορφωθείσες
συνθήκες προθυμοποιήθηκε να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες σεβόμενος την
ιστορία τους αντί στους επίσης προελαύνοντες Σέρβους. Ο Μουφτής εκπροσωπούσε
στη Φλώρινα την τουρκική κυριαρχία, διοίκηση, εποπτεία και πολιτική διπλωματία.
Κατά συνέπεια, μάλλον είναι πιθανόν ότι αντιλαμβανόμενος εγκαίρως, πως είναι
αυτοκτονία οποιαδήποτε εμπλοκή των καταπτοημένων Τούρκων στρατιωτών σε μάχη,
είτε με τους Έλληνες είτε με τους Σέρβους, θεώρησε ότι για να διαφυλάξει κατά
το δυνατό τον Τουρκικό πληθυσμό και στρατό της περιοχής ευθύνης του, ήταν
περισσότερο σώφρον να επιλέξει να μεταβιβάσει την κυριαρχία της Φλώρινας στους
γηγενείς Έλληνες που συμβίωναν με τον τουρκικό πληθυσμό, παρά στους Σέρβους,
ελπίζοντας ότι μία τέτοια κίνηση καλής θέλησης εκ μέρους του, ίσως να
διευκόλυνε την αναίμακτη μετάβαση του τουρκικού πληθυσμού και στρατού σε φίλια
εδάφη τους, δηλαδή πίσω από τις προς την ανατολή κατειλημμένες από τους Έλληνες
περιοχές μέχρι και τη Θεσσαλονίκη.
Το πρωί στις 6 Νοέμβριου του 1912, η 5η
Μεραρχία βρισκόταν καθηλωμένη έξω από το Αρμενοχώρι, κατόπιν σχετικής διαταγής
του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, λόγω πληροφορίας που μεταβίβασε ο Υπίλαρχος
Γεώργιος Γενηματάς, ότι μετά την προέλαση των Σέρβων από το βορά, τουρκική
στρατιά 60-70 χιλιάδων ανδρών κινείται νότια προς το Πισοδέρι (Άρτης, [1981],
Περιβολάρης, 2012). Η προωθούμενη από τον Σέρβο Αρχιστράτηγο πληροφορία προς
τον Διάδοχο Κωνσταντίνο τόνιζε ότι οι Σέρβοι είναι κατάκοποι, επισήμανση η
οποία μάλλον πρέπει να αντιμετωπιστεί εκ των υστέρων με σκεπτικισμό δεδομένης
της γρήγορης τελικά προώθησής τους μέχρι τη Φλώρινα. Στις 7 Νοέμβριου είχε
φθάσει έξω από τη Φλώρινα και το ανεξάρτητο Ιππικό Ερεύνης με (σώμα 160
ιππέων), στο οποίο είχε δοθεί εντολή μετακίνησης του από τη Θεσσαλονίκη προς τη
Φλώρινα, ήδη από την 1η Νοέμβριου. Ο Επίλαρχος Ιωάννης Άρτης ήταν ο άνθρωπος
που βρέθηκε στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή. Αφού πρώτα κατέλαβε
εύκολα χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση τον σταθμό τρένων της Φλώρινας κι έχοντας ήδη
διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε από την τουρκική πλευρά κάποια ιδιαίτερη ζωτικότητα,
ο Άρτης ήταν το πρόσωπο που ουσιαστικά αμφισβήτησε τη θέση των Σέρβων ότι
κατέρχονται λυσσασμένοι για εκδίκηση οι Τούρκοι από το Μοναστήρι μέσω του
Πισοδερίου, σκεπτόμενος να δοκιμάσει το ηθικό του εχθρού (Άρτης, [1981],
Περιβολάρης, 2012). Κατευθυνόμενος λοιπόν προς τη Φλώρινα διαπίστωσε ότι, ο
τουρκικός στρατός που υπήρχε στην πόλη παρέδιδε τα όπλα συμμορφούμενος στις
διαταγές του, χωρίς διάθεση αντιμαχίας. Ειδικά οι εντός πόλης αποκαμωμένοι
οπισθοχωρούντες από το Μοναστήρι Τούρκοι, που είχαν κατακλήσει τις όχθες του
ποταμού Σακουλέβα, φαίνεται ότι δεν γνώριζαν καν ότι ο Στρατηγός ΧασάνΤαχσίν
Πασάς είχε ήδη παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες (Άρτης, [1981],
Περιβολάρης, 2012).
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Άρτης, με προσωπική
πρωτοβουλία, συνέταξε μία ομάδα μόλις 15 ανδρών που δέχθηκαν να τον
ακολουθήσουν και προχωρώντας προς την πόλη έστειλε μία αντιπροσωπεία τριών
ατόμων, η οποία μετέφερε στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα να εξέλθει για να
του παραδώσει την πόλη(Άρτης, [1981], Περιβολάρης, 2012). Ο Μουφτής οσμιζόμενος
την έκβαση των γεγονότων μετά τις ήττες των Τούρκων βόρεια, νότια και
ανατολικά, είχε ήδη φροντίσει με τη βοήθεια και του Γιουσούφ μπέη, από την
προηγούμενη ημέρα, να γνωστοποιήσει στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο την πρόθεσή του
να παραδώσει την πόλη αμαχητί στους Έλληνες(Άρτης, [1981], Μέλλιος 2001,
Περιβολάρης, 2012). Πιθανώς, για τον Μουφτή, ο Μητροπολίτης ως εκπρόσωπος της
πίστης και των χριστιανικών ιδεών να ήταν ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος
προκειμένου να αποτραπούν θάνατοι Τούρκων στρατιωτών και πολιτών, με τους
οποίους συμβίωνε επί χρόνια ο γηγενής πληθυσμός. Όντως, η μειλίχια στάση του
Μητροπολίτη απέτρεψε αχρείαστες αιματοχυσίες. Αν ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος
είναι αυτός που σεβάστηκε την αξία της ανθρώπινης ζωής του κατακτητή του, ο
άνδρας χάρις στην επιμονή του οποίου η Φλώρινα είναι σήμερα ελληνικό έδαφος
είναι ο Ιωάννης Άρτης. Η επιμονή και το θάρρος του Άρτη επέτρεψαν την ύστατη
την ώρα την παράδοση της πόλης της Φλώρινας στον ίδιο, που εμφανίσθηκε ως
εκπρόσωπος του Ελληνικού στρατεύματος, ίσως αντιλαμβανόμενος το τέχνασμα των
Σέρβων περί κοπώσεώς τους. Έτσι μεταξύ 14:00 με 16:00μ.μ. στις 7 Νοεμβρίου ο
Άρτης είχε καταλάβει επισήμως την πόλη (Άρτης, [1981], Μέλλιος 2001, Περιβολάρης,
2012), και σχεδόν μία ώρα αργότερα οι δήθεν κατάκοποι Σέρβοι βρέθηκαν κι
εκείνοι στη Φλώρινα, οπότε αναγκάστηκαν να σεβαστούν τα γεγονότα που είχαν
εκτυλιχθεί (Άρτης, [1981], Περιβολάρης, 2012).
Την επόμενη μέρα 8 Νοεμβρίου κατέφθασε ο
Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος με την 4η Μεραρχία και μετά τις 10:00 π.μ.,
σε πανηγυρική δοξολογία, στο ναό του Αγίου Γεωργίου εορτάστηκε η απελευθέρωση
της Φλώρινας.
Αν
αναλογιστεί κάποιος πόσοι επιφανείς αλλά και αφανείς ήρωες πέθαναν στα πεδία
των μαχών από την έναρξη της επανάστασης μέχρι τη διασφάλιση των συνόρων στη
Θεσσαλία, τις μάχες στην Ελασσόνα, στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά, έως την ώρα
της απελευθέρωσής της Φλώρινας, τότε μόνον αναίμακτη δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί αυτή η πορεία. Ωστόσο, οι Έλληνες μέσω του Μητροπολίτη Πολύκαρπου
απέφυγαν να σφαγιάσουν αμάχους και παραδιδόμενους Τούρκους στρατιώτες στην
κατάληψη της πόλη της Φλώρινας, κάτι που χωρίς συνείδηση έπραξαν οι Τούρκοι
δέκα χρόνια αργότερα στη Σμύρνη όπως πολύ ορθά επισημαίνει η κ.Ηλιάδου- Τάχου(2011)
Η ιστορία καταγράφεται για να μνημονεύεται, να
διαφοροποιεί, να μας βοηθά να αναγνωρίζουμε θεμελιώδεις αξίες, και να
προχωρούμε σεβόμενοι προγονικές θυσίες. Η ελευθερία είναι το αγαθό που όσο
κανένα άλλο έχει αγαπηθεί σε τούτο τον κόσμο, αλλά και που έχει αποκτηθεί μέσα
από αίμα κι αγώνες. Τιμή και δόξα σε όλους εκείνους που σεβάστηκαν τις πλέον
ουσιαστικές αξίες του Χριστιανισμού, αλλά τιμή και δόξα και σε όλους εκείνους
που αναγκάστηκαν να οπλίσουν τα χέρια τους για να μας χαρίσουν την ελευθερία μας,
το δικαίωμα να μπορούμε σήμερα να είμαστε εδώ και να εορτάζουμε.
Χρόνια Πολλά!!