Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας ασύλληπτης έκτασης καταστροφής σε πολλές περιοχές της χώρας μας (κυρίως Καρδίτσα, Τρίκαλα, Βόλο, Πήλιο),με ανθρώπινα θύματα που ελπίζουμε να παραμείνουν λίγα, μεκαταστροφή υποδομών και περιουσιών πολλών συνανθρώπων μας, με απώλεια πολλών ζώων.
Μια αδιανόητη καταστροφή που κάποιοι,
προσπαθούν να την αποδώσουν αποκλειστικά στα αναμφιβόλως ακραία καιρικά
φαινόμενα,και άλλοι κυρίως στην ανεπάρκεια της κυβέρνησης. Ενώ και οι δύο
πλευρές παρουσιάζουν όψεις της αλήθειας, αυτές παραμένουν αποσπασματικές και εν
τέλει παραπλανητικές. Αυτό που υποστηρίζουμε σε αυτό το κείμενο είναι πως
σήμερα είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για να κατανοήσουμε ως κοινωνία
τα πραγματικά αίτια αυτής της καταστροφής και να αναζητήσουμε ένα ριζικά
διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο, γιατί σε λίγο θα είναι πλέον αργά.
Η συμφορά που προέκυψε από την κακοκαιρία
«Daniel» δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Υπήρξε αμέλειατης κυβέρνησης να μην
κάνει τα απαραίτητα έργα υποδομής για να θωρακίσει τις πληγείσες
περιοχές,γεγονός που προκύπτει καταρχάς από το ότι γνώριζε πως η Θεσσαλία είναι
ιδιαίτερα ευάλωτη, γιατί είχαν προηγηθεί μεγάλες καταστροφές από την κακοκαιρία
«Ιανός» που έπληξε τη χώρα το 2020.
Δεύτερον, το γνώριζε γιατί από το 2018 είχαν αναρτηθεί οι χάρτες
κινδύνου πλημμύρας που αποτελούν τη βάση για την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης
των κινδύνων πλημμύρας και είναι εθνική υποχρέωση στο πλαίσιο οδηγίας της ΕΕ. Η κυβέρνηση επέλεξε
να παραβιάζει την Οδηγία, καθώς δεν
επικαιροποιεί και δεν υλοποιεί τις προτάσεις των διαχειριστικών σχεδίων που
στοχεύουν στη μείωση των αρνητικών συνεπειών που συνδέονται με τις πλημμύρες.
Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προειδοποιήσει την Ελλάδα, ήδη από το
Φεβρουάριο του 2022,ότιδεν εφαρμόζει την υποχρέωσή της να
έχει επικαιροποιημένους χάρτες κινδύνου πλημμύρας, για την αξιολόγηση και
τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας.
Ας αρχίσουμε λοιπόν, υπενθυμίζοντας ότι πριν
από λίγες μόλις εβδομάδες καιγόταν επί 17 ολόκληρες ημέρεςο Έβρος (κυρίως στο
δάσος Δαδιάς), ενώ από την αρχή του έτους οι δασικές πυρκαγιές έχουν κατακάψει
1,7 εκατ. στρεμμάτων. Όμως αυτό δεν ήταν απόρροια ακραίων φαινομένων. Όπως
τεκμηριώνουν οι αρμόδιοι φορείς,φέτος είχαμε στην Ελλάδα 52% λιγότερες μεγάλες
δασικές πυρκαγιές, αλλά ταυτόχρονα καταγράφηκε αύξηση των καμένων εκτάσεων κατά
195%σε σύγκριση με την έκταση που κατά μέσο όρο (με βάση αναφοράς την περίοδο
2002 – 2022) καίγεται ετησίως στη χώρα μας. Το 2023 κάηκαν 1,7
εκατομμύρια και το 2021 1,3 εκατομμύρια στρέμματα, δύο ιστορικά υψηλά μέσα σε
τρία χρόνια.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να απαριθμήσουμε με
πολύ ελλειπτικό τρόπο τα πιθανά άμεσα αίτια που η χώρα φαίνεται ανυπεράσπιστη
απέναντι σε φυσικά φαινόμενα τα οποία δεν είναι και πάντοτε ακραία ή ακόμη και
όταν εκδηλώνονται στην ακρότητά τους, δεν τυγχάνουν της πρόληψης και της
αντιμετώπισης που θα μπορούσε να υπάρχει.
Διαχρονικά υποεκτιμάται η αξία της έγκαιρης
πρόβλεψης και υλοποίησης των αναγκαίων δημόσιων έργων υποδομών και ελέγχων
καλής λειτουργίας τους. Δηλαδή, καθάρισμα δασών, ζώνες πυροπροστασίας,
εμβάθυνση και διαπλάτυνσηχειμάρρων, ποταμών, αποχετευτικών δικτύων, χωματερές
κ.λπ.
Διαχρονικά υπάρχει εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση
τόσο από το κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση (στένεμα κοιτών και μπάζωμα ρεμάτων
για δημιουργία δρόμων, χώρων στάθμευσης κ.λπ.) αλλά και από ιδιώτες (κατοικίες
πάνω σε ρέματα, μέσα σε δάση, πάνω στο κύμα, κ.λπ.).
Ο χωρικός σχεδιασμός (πολεοδομικός ή
χωροταξικός) είναι κατασυκοφαντημένος, θεωρείται αντιαναπτυξιακός και πάντοτε
ανεπίκαιρος. Όμως, είναι αυτός που μας επιτρέπει σαν οργανωμένη κοινωνία να
κατανοήσουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε (ποια είναι τα ποσοτικά και ποιοτικά
χαρακτηριστικά του πληθυσμού και των φυσικών πόρων μιας περιοχής), να
αποφασίσουμε μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης πού θέλουμε να πάμε και να
σχεδιάσουμε με τα επιστημονικά εργαλεία που διαθέτουμε πώς θέλουμε να ζήσουμε
σαν οργανωμένη κοινωνία. Πώς θέλουμε να οργανώσουμε τις πόλεις μας (πού και
πόσο πράσινο θα έχουμε, εάν θα έχουμε μικτές χρήσεις γης κ.λπ.), πώς θα
οργανώσουμε το σύνολο του γεωγραφικού χώρου σχεδιάζοντας μεταξύ των άλλων και
την ιεράρχηση του οικιστικού δικτύου. Και βέβαια τόσο στον πολεοδομικό όσο και
στο χωρικό σχεδιασμό ένα βασικό στοιχείο είναι αυτό της οργάνωσης των υποδομών
ώστε να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή αλλά και το φυσικό περιβάλλον και για αυτό
πρέπει να υπάρχει διαβούλευση. Όμως, η σημερινή κυβέρνηση ακολουθώντας μια
πολιτική «φθηνής ανάπτυξης» (βλ.εδώκαι Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2023)δηλαδή, μια πολιτική που στηρίζεται στο χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλούς
φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού
και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά. θεωρεί το χωρικό
σχεδιασμό εμπόδιο για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, άρα εμπόδιο για την
οικονομική ανάπτυξη.
Η υποβάθμιση της ζωής στην ύπαιθρο οδηγεί στην
εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της,κυρίως τους νεότερους, γεγονός που την
κάνει όλο και περισσότερο ευάλωτη.
Προφανώς όλες αυτές οι αιτίες και προβλήματα
δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι απόρροια φαινομένων
που εξελίσσονται για δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις που δύσκολα
θα αλλάξουν – αλλά επιβάλλεται
να αλλάξουν και ο μόνος τρόπος είναι να κατανοήσουμε καταρχάς τα νέα προβλήματα
και τις εντελώς νέες και διαφορετικού χαρακτήρα προκλήσεις που δημιουργήθηκαν
από την ασύδοτη και αχαλίνωτη καπιταλιστική επέκταση.
Τα έργα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση
των ανωτέρω θεμελιωδών ελλείψεων δεν είναι ούτε περίοπτα ούτε πολύ δημοφιλή. Δεν συμβάλλουν στη δημιουργία
εντυπώσεων (π.χ. «μεγάλος περίπατος» στην Αθήνα) και επομένως δενσυγκεντρώνουν
την προσοχή των ΜΜΕ, ενδεχομένως θα περάσουν απαρατήρητα και δεν θα φέρουν
ψήφους. Συνεπώς δεν είναι
στις προτεραιότητες ούτε της κεντρικής κυβέρνησης ούτε της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης γιατί βέβαια τα
πετυχημένα έργα υποδομής (π.χ. τα αντιπλημμυρικά έργα) δεν θα έφερναν ψήφους
καθώς μέσω της επιτυχίας τους θα περνούσαν απαρατήρητα. Έτσι, αυτά τα απολύτως
αναγκαία δημόσια έργακαθυστερούν επί χρόνια ακόμα και δεκαετίες ενώ το εάν θα
είναι καλά σχεδιασμένα και εάν λειτουργούν σωστά δεν φαίνεται να απασχολεί.
Τα έργα αυτά υποδομής αποτελούν δημόσια αγαθά.
Να θυμίσουμε πως ησημερινή κυβέρνηση πιστή στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία
υποστηρίζει πως οι αγορές είναι άριστοι μηχανισμοί ρύθμισης της παραγωγής των
αγαθών όμως αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα δημόσια αγαθά, όπως στην περίπτωση
που συζητάμε τα αντιπλημμυρικά έργα. Θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα
δημόσια αγαθά διαθέτουν και υπερεθνικά
στοιχεία, καθώς τα οφέλη από την παροχή τους δεν περιορίζονται
αποκλειστικά εντός των εθνικών συνόρων. Τα δημόσια, πολλώ δε
μάλλον τα υπερβαίνοντα τον στενό εθνικό χώρο αγαθά
υποπροσφέρονται (ή και απουσιάζουν εντελώς)
από το σύστημα των αγορών, αν αυτό αφεθεί στην «ανεμπόδιστη» λειτουργία του,
καθώς τα οφέλη τους δεν μπορεί να εσωτερικευθούν επαρκώς από τον ιδιωτικό τομέα, οδηγώντας επομένως
σε μειωμένα κέρδη και χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη, είμαστε μια
κοινωνία όπου κυριαρχεί η επιδεικτική κατανάλωση, ιδίως βεβαίως των
πλουσιότερων στρωμάτων, και η κυβέρνηση δεν την φορολογεί ανάλογα ώστε να έχει
περισσότερους πόρους για την παροχή δημόσιων αγαθών γιατί εκτός των άλλων δεν
κατανοεί την ανάγκη αλλαγής καταναλωτικών προτύπων για την αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής.Το τελικό αποτέλεσμα
είναι η υπερπαροχήεπιδεικτικών και εν τέλει ιδιωτικών/καταναλωτικών αγαθών,
συχνά επιβαρυντικών για το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα και η υποπαροχή των
απολύτως αναγκαίων, των ζωτικών πλέον για την επιβίωσή μας δημοσίων αγαθών.
Αξίζει δε να τονισθεί ότι το κόστος για την προστασία μας μέσα από
το σύστημα δημοσίων παροχών είναι αναμφίβολα απείρως μικρότερο από το κόστος
της αποκατάστασης των υλικών ζημιών (κάτι που μπορεί να συνειδητοποιήσει
οποιοσδήποτε πολίτης παρακολουθεί από την τηλεόρασή του, με δέος φαντάζομαι,
την καταστροφή που έχει συμβεί από τις πλημμύρες). Και βέβαια, εκτός από τις
υλικές ζημιές, υπάρχει ένα ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, σε θανάτους
ζώων και γενικότερα στο φυσικό περιβάλλον αλλά και στην αγροτική παραγωγή,
στη διατροφική επάρκεια και στο ΑΕΠ της χώρας.
Όλα αυτά απαιτούν ένα κράτος νέου τύπου,κράτος
που διαθέτει την αναγκαία γνώση και τεκμηρίωση γεγονός που προϋποθέτει μια
«συλλογική αναλυτική ικανότητα» (thinkingcapacity), που παίρνει αποφάσεις στη
βάση έγκυρης επιστημονικής πληροφόρησης (evidenceinformedpolicies), που
υλοποιεί και ελέγχει τα έργα. Δηλαδή, ένα κράτος που θα διαπνέεται από τη
λογική των δημόσιων αγαθών ιδίως και όχι ένα κράτος μεταπράτης, διαμεσολαβητής
πολλών συμφερόντων, μικρών και μεγάλων, στη βάση πολλαπλών εξαρτήσεων –τοπικών,
κομματικών, οικογενειακών και βέβαια σχέσεων με διεφθαρμένες ελίτ, όπως
διαχρονικά συμβαίνει. Ένα κράτος επομένως με αυτοτελή γνώση και θέληση, που δεν
επικαθορίζεται από τις αγορές και τα συμφέροντάτους.
Οσημερινός Πρωθυπουργόςκαι οι κυβερνήσεις του
έχουν ενθαρρύνει μια κουλτούραάρνησης της επιστημονικής ανάλυσης και υποταγής
της επιστήμης στις πολιτικές τους αποφάσεις,
ενώ διατείνονται το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές είναι data-driven.Είχαν
έναν καταγγελτικόλαϊκιστικό λόγο ως αντιπολίτευση (ας θυμηθούμε τη στάση του
στην τραγική καταστροφή στο Μάτι και στη Μάνδρα) και συνεχίζουν τον
καταγγελτικό τους λόγο ως κυβέρνηση προς την αντιπολίτευση. Και φυσικά ούτε που
διανοούνται να συνδέσουν τα ακραία φαινόμενα με μια ασύδοτη/ άπληστη
καπιταλιστική ανάπτυξη που διακυβέρνησε τον πλανήτη μας για πολλές δεκαετίες. Ούτε κατανοούν την
ανάγκη αλλαγής καταναλωτικών προτύπων για την αντιμετώπιση της κλιματικής
αλλαγής.
Αρνούνται τον ουσιαστικό διάλογο σε
κρίσιμα ζητήματα με τα κόμματα της
αντιπολίτευσης, ώστε να προκύψουν κοινά αποδεκτές πολιτικές. Έτσι, ίσως αντί να
δημιουργηθεί ένα υπουργείο Πολιτικής Προστασίας θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια
Εθνική Αρχή Πολιτικής Προστασίας ως αυτοτελής δημόσια Υπηρεσία απαλλαγμένη
δηλαδή από τον ασφυκτικό κυβερνητικό
έλεγχο, όπως πρότεινε και το πόρισμα Γκολντάμερ. Η αρχή αυτή θα ήταν υπό
διακομματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, ώστε να αποφευχθούν κατά το δυνατό οι
ανεπάρκειες των ανεξάρτητων αρχών, ή η «αιχμαλώτισή» τους από την ολιγαρχική
διαπλοκή, και με γενικότερη στόχευση να μπορεί να περάσει «δύσκολες» μεν αλλά
αναγκαίες με κριτήριο τις προκλήσεις που διαμορφώνονται αποφάσεις στην κοινωνία
ώστε να αρχίσει να οικοδομείται το δημόσιο και ασφαλέστερο μελλοντικό μας
σπίτι.
Για να ξεκινήσουμε την προσπάθεια αποφυγής της
επερχόμενης -αν όχι ήδη παρούσας- καταστροφής, πρέπει να κτίσουμε μια κοινωνία
αλληλεγγύης και όχι άκρατου ανταγωνισμού.
Μια κοινωνία που θα υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης των κοινωνικών, οικονομικών
και πολιτικών δυνάμεων της χώρας για κρίσιμες πλευρές της λειτουργίας της. Και βέβαια ένα «αναπτυξιακό κράτος»
(developmentalstate), στο οποίο πλέον η
ανάπτυξη πρέπει να διακριθεί δραστικά από την μεγέθυνση. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη
με κυριαρχία των δημόσιων αγαθών, ένα κράτος με δημοκρατικά αναβαθμισμένο ρόλο
(επομένως με την κοινωνία στις διάφορες θεσμικές υποστάσεις της (εργατικά
συνδικάτα, συνελεύσεις πολιτών, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.) πολύ περισσότερο
ενεργή, ένα κράτος με σημαντικά περιθώρια αυτονομίας από τις αγορές, που θα
εξασφαλίζει τη βιώσιμη αναπαραγωγή της κοινωνίας (δημόσιες παροχές υπηρεσιών
υγείας, παιδείας, ενέργειας, χρηματοδότησης κ.λπ., προστασία από τις
επερχόμενες κλιματικές καταστροφές όπως είναι οι φωτιές, πλημμύρες κ.λπ.),ένα
κράτος με νέου τύπου αναπτυξιακό όραμα.
Ένα κράτος αποτελεσματικό που θα κάνει τον
πολίτη να αισθάνεται ασφάλεια και όχι ότι είναι αφημένος στη μοίρα του
οδηγώντας τον να βρει τρόπους να προστατευθεί ατομικά.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα κράτος που διαθέτει ικανότητα χάραξης και υλοποίησης
πολιτικής.
Θα πρέπει να σχεδιαστούν άμεσα μέτρα για την
υγειονομική θωράκιση της περιοχής, για τη στέγαση των κατοίκων που δεν μπορούν
να επιστρέψουν στα σπίτια τους και βέβαια για την αποκατάσταση των άμεσων
συνεπειών ώστε να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή.
Μεσοβραχυπρόθεσμα θα πρέπει σε συνεννόηση-διαβούλευση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων να
υλοποιηθεί ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής που να οδηγήσει οργανωμένα στην επόμενη ημέρα με
στόχο την αναδιάρθρωση, ανασύνταξη και αναβάθμιση της οικονομίας της περιοχής
ώστε να αποφευχθεί μια νέα μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού από μια από τις
πρώτες παραγωγικές περιοχές της χώρας.
Ειδάλλως, κατά την τρέχουσα κυβερνητική πρακτική, απλώς περιμένουμε το ξέσπασμα της επόμενης κρίσης, δίχως προετοιμασία και δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισής της, αλλά με περίσσια επικοινωνιακή επάρκεια…και όσο αντέξουμε. Η κυβέρνηση, όπως φαίνεται και από τις δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει ούτε την έκταση της καταστροφής (την οποία χαρακτήρισε «πολύ μεγάλη αναποδιά») αλλά ούτε και τα αίτια του προβλήματος, όταν επιμένει να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος.