Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στα τέλη του περασμένου Ιουνίου κυλούσε σχετικά ομαλά, με τα οικονομικά θέματα της ατζέντας να κλείνουν χωρίς εκπλήξεις – δεδομένου ότι γίνεται πλέον παραδεκτό από όλους ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ θα επιστρέψει σε κάποιο μοντέλο λιτότητας από την 1η Ιανουαρίου 2024. Ωστόσο, η Πολωνία και η Ουγγαρία δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Οι δύο χώρες δεν έχουν υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από την πάγια θέση τους κατά των υποχρεωτικών μετεγκαταστάσεων αιτούντων άσυλο εντός της ΕΕ και κατεβαίνουν με κοινή γραμμή, παρά τις όποιες άλλες διαφορές τους. Εν προκειμένω, πίεσαν να υιοθετηθεί μια κοινή δήλωση των Ευρωπαίων ηγετών με κάποια αναφορά σε λήψη αποφάσεων για ζητήματα μετανάστευσης και ασύλου με consensus και όχι κατά πλειοψηφία.
Το τραγικό ναυάγιο της Πύλου με τους εκατοντάδες νεκρούς μετανάστες και
πρόσφυγες δυστυχώς δεν δείχνει να ευαισθητοποιεί ιδιαίτερα την ΕΕ, παρά μόνο σε
επίπεδο δηλώσεων. Η μετανάστευση και το άσυλο παραμένουν από τα πλέον ακανθώδη
ζητήματα για την ΕΕ, η οποία δεν έχει καταφέρει να αναθεωρήσει συνολικά τη
διαδικασία για την υποδοχή και –κυρίως–
τη μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, μία πρώτη συμφωνία στην οποία
κατέληξε τον περασμένο Μάιο είναι σαφώς μια νίκη για τους «σκληρούς» και, πιο
συγκεκριμένα, για τις χώρες τουΒίζεγκραντ: προβλέπει μια αυστηρότερη διαδικασία
ταυτοποίησης και «φιλτραρίσματος» στα σύνορα με διαδικασίες εξπρές απόρριψης
όσων αιτούντων δεν διαθέτουν το κατάλληλο προσφυγικό προφίλ. Το σημαντικότερο,
προβλέπει ένα σύστημα που θα δίνει στις χώρες-μέλη της ΕΕ την επιλογή είτε να
δέχονται έναν ορισμένο αριθμό μεταναστών κάθε χρόνο, είτε να καταβάλουν μια
συνεισφορά σε ένα κοινό ταμείο της ΕΕ. Πρόκειται για δύο πάγια αιτήματα της
Πολωνίας, της Ουγγαρίας και άλλων κρατών της κεντρικής και ανατολικής πτέρυγας
της ΕΕ. Ωστόσο, η Βαρσοβία και η Βουδαπέστη προφανώς διεκδικούν περαιτέρω
παραχωρήσεις – και το πιθανότερο είναι ότι θα τις λάβουν.
Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να ιδωθεί μεμονωμένα, αλλά ως μία ακόμα
ισχυρότατη ένδειξη ότι το μπλοκ των κρατών-μελών της λεγόμενης Νέας Ευρώπης
γίνεται όλο και ισχυρότερο εντός της ΕΕ, υπερακοντίζοντας άλλες ομαδοποιήσεις,
συμπεριλαμβανομένου και αυτού του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος δεν δείχνει
να είναι και τόσο ισχυρός τελευταία. Είναι σίγουρο ότι το ειδικό βάρος αυτών
των κρατών, με ηγέτιδα την Πολωνία, θα αυξηθεί κι άλλο στο μέλλον,
δημιουργώντας μια νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Αυτό με τη σειρά του συνδέεται με τη γενικότερη στροφή της Ευρώπης προς
τα δεξιά – ή και τα άκρα δεξιά. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα που έδειχνε
περισσότερο ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής ήταν η Ιταλία
της Μελόνι, η οποία όχι μόνο δεν έχει απομονωθεί, αλλά το ακριβώς αντίθετο:
εξελίσσεται ταχύτατα σε πόλο έλξης των «κανονικών» δεξιών ηγετών της ΕΕ,
τραβώντας με επιτυχία μεγάλο μέρος της ΕΕ προς τη δική της προσέγγιση του
ζητήματος της μετανάστευσης. Μία προσέγγιση που περιγράφεται με τις λέξεις
«αποτροπή», «απώθηση», «επιστροφή».
Η σύγκλιση της ευρωπαϊκής Δεξιάς με την Ακροδεξιά ήταν ένα φαινόμενο σε
εξέλιξη εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Η εκλογή της Μελόνι ήταν ο καταλύτης που
την οριστικοποίησε και την κανονικοποίησε. Είναι βέβαιο πως στο εξής θα
βλέπουμε όλο και συχνότερα παραδοσιακά «κεντροδεξιά» κόμματα να συμμαχούν με
κόμματα της Ακροδεξιάς που κάποτε θεωρούνταν ανέγγιχτα και περιθωριακά. Η
σύγκλιση αυτή επιτυγχάνεται με μια διακοσμητική ανανέωση των ακροδεξιών
κομμάτων και με μια πολύ πιο ουσιαστική μετατόπιση της «κλασικής» Δεξιάς σε
ακροδεξιές θέσεις. Είναι μια εξέλιξη που αναπόφευκτα θα αναδιαμορφώσει την
Ευρώπη, επηρεάζοντας τα πάντα, από τον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής
αλλαγής μέχρι τα γονικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, τα δικαιώματα των
γυναικών στο σώμα τους, αλλά και το ποιος μετανάστης ή πρόσφυγας είναι
ευπρόσδεκτος στην ήπειρο και ποιος όχι, με κριτήριο το χρώμα του δέρματος και το
θρήσκευμα.
Με τις ευρωεκλογές να απέχουν πλέον λιγότερο από ένα έτος, αυτή η
μετατόπιση προς τα δεξιά είναι πολύ πιθανό ότι θα αποτυπωθεί στη νέα σύνθεση
του Ευρωκοινοβουλίου (και της επόμενης Επιτροπής), που ασφαλώς θα βαρύνει
σημαντικά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις για τα επόμενα χρόνια – μια περίοδο που θα
περιλαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις για θέματα όπως η περαιτέρω επέκταση της ΕΕ, οι
σχέσεις με την Κίνα, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των Ευρωπαίων, η κατάσταση
του κράτους δικαίου και, φυσικά, ο τρόπος που διοικείται και λαμβάνει αποφάσεις
η ίδια η ΕΕ. Ειδικότερα, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η διακυβερνητική μέθοδος
θα εδραιωθεί ως ο «default» τρόπος διακυβέρνησης. Υπάρχουν, άλλωστε, ήδη
σοβαρές και απειλητικές ενδείξεις αυτής της σύγκλισης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
με το ΕΛΚ να μη διστάζει να συμμαχήσει ευκαιριακά με την Ακροδεξιά, όπως έγινε
πρόσφατα στην ψηφοφορία για τον Κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης. Και
ναι μεν στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς δεν
πλειοψήφισε, αλλά και με τις δύο να προσβλέπουν σε αύξηση των εδρών τους στην
επόμενη Ευρωβουλή, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα παρηγορητικό.
Λίγες μέρες μετά ακολούθησε η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Κι
αν οι νικητές της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ ήταν η Πολωνία, η Ουγγαρία και η
Ιταλία, εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μεγάλος κερδισμένος ήταν η Τουρκία. Η
οποία, σε μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση, συνέδεσε την έγκριση της εισόδου της
Σουηδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με την επανεκκίνηση της δικής της
ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Απαράδεκτος εκβιασμός; Σύνδεση δύο εντελώς
άσχετων διαδικασιών; Θράσος; Αυτοί οι χαρακτηρισμοί εκστομίστηκαν από αρκετούς
Ευρωπαίους αξιωματούχους. Και στο τέλος της ημέρας, δεν έκαναν απολύτως καμία
διαφορά. Η Ευρώπη υπέκυψε στο οθωμανικό παζάρι και αποφάσισε «να ενεργοποιήσει
εκ νέου τις σχέσεις μας με την Τουρκία», όπως έγραψε στο Twitter o πρόεδρος του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι οι
πιθανότητες να ενταχθεί στο ορατό μέλλον η Τουρκία στην ΕΕ είναι μηδενικές.
Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε αυτόματα με παράλυση μιας ήδη εξαιρετικά
δυσλειτουργικής διαδικασίας διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων, θέτοντας στην
ουσία την ΕΕ υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Ωστόσο, τέτοιου είδους ευφημισμοί
έχουν ελάχιστη αξία, καθώς είναι απολύτως βέβαιο ότι η ίδια η Τουρκία ουδόλως
ενδιαφέρεται για μια τυπική ένταξη στην ΕΕ. Πρακτικά σκεπτόμενοι, οι Τούρκοι
επιδιώκουν να αποκομίσουν τα μέγιστα οφέλη από μια «ειδική σχέση» με την ΕΕ,
χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε παραχώρηση από την πλευρά τους. Και σε αυτό δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι πετυχαίνουν.
Εν προκειμένω, αποφασίστηκε να επιταχυνθούν οι διαπραγματεύσεις για την
αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας
και για την απελευθέρωση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες, δύο σημεία
στα οποία η Άγκυρα αποδίδει μεγάλη σημασία. Ακόμα και η Σουηδία –αρκετά
ταπεινωτικά– δεσμεύτηκε να υποστηρίξει τόσο την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας
στην ΕΕ όσο και την πρόοδο πάνω σε αυτά τα δύο ζητήματα.
Εξάλλου, υπήρξε πρόοδος και ως προς την ικανοποίηση των αιτημάτων της
Τουρκίας για την άρση των κυρώσεων που σχετίζονται με τους αμυντικούς
εξοπλισμούς, ιδίως όσον αφορά τα προγράμματα αναβάθμισης των F-16 και της
τουρκικής βιομηχανικής συμμετοχής στη συμπαραγωγή των F-35. Οι σχετικές
ενστάσεις λόγω της προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Άγκυρα
παραμερίστηκαν. Ομοίως παραμερίστηκαν, με χαρακτηριστική ευκολία, οι περίφημες
ευρωπαϊκές αξίες περί προάσπισης των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και του
κράτους δικαίου, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που μέχρι τώρα, υποτίθεται,
φρέναραν την ένταξη της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Από την άλλη πλευρά, η Σύνοδος του ΝΑΤΟ είχε κι έναν μεγάλο χαμένο: την
Ουκρανία. Πράγμα παράδοξο, δεδομένου ότι υποτίθεται πως η υποστήριξη της χώρας
αυτής στον πόλεμο με τη Ρωσία ήταν το κεντρικό θέμα στο Βίλνιους. Κι όμως, οι
Ουκρανοί έφυγαν από τη Σύνοδο ξεκάθαρα απογοητευμένοι και εμφανώς οργισμένοι.
Επεδίωκαν η φετινή Σύνοδος Κορυφής να τελειώσει με μια σαφή δήλωση ότι η
Ουκρανία θα γίνει μέλος της Συμμαχίας μόλις τελειώσει ο πόλεμος, καθώς και με
ένα χρονοδιάγραμμα με σαφή πορεία προς την ένταξη. Αντ’ αυτού, το ανακοινωθέν
του ΝΑΤΟ αναφέρει ότι «θα είμαστε σε θέση να απευθύνουμε πρόσκληση στην
Ουκρανία όταν συμφωνήσουν οι σύμμαχοι και εκπληρωθούν οι όροι». Δεν μπορεί
κανείς να κατηγορήσει το Κίεβο, δεδομένης της κατάστασης στα μέτωπα του
πολέμου, για την απογοήτευση που προκάλεσε η συγκεκριμένη διατύπωση. Ούτε για
τους φόβους ότι η πολυπόθητη ένταξη στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να καταλήξει
διαπραγματευτικό χαρτί σε όποιες μελλοντικές συνομιλίες με τη Ρωσία, οι οποίες
ενδέχεται να μην απέχουν πολύ. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς καλοπροαίρετα να
συμβουλεύσει τους Ουκρανούς να μελετήσουν την ιστορία του ΝΑΤΟ και να αντλήσουν
τα σχετικά διδάγματα.
Ο δεύτερος μεγάλος χαμένος είναι η ίδια η ΕΕ, καθώς οριστικοποιείται η
υποβάθμισή της σε συμπληρωματικό οργανισμό, παράρτημα ή συνιστώσα του ΝΑΤΟ, το
οποίο με τη σειρά του και βάσει του αμερικανικού στρατηγικού δόγματος είναι ο
προμαχώνας της Δύσης, με αποκλειστικό προορισμό τη στρατιωτική ανάσχεση της
Ρωσίας. Η μετατροπή της ΕΕ σε εργαλείο εξυπηρέτησης αυτής της στρατηγικής, στην
ουσία σε κάτι σαν τον πολιτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ αντί για μια δύναμη
συνδιαλλαγής και ειρήνης, δεν φαντάζει ως η λογική και αυτονόητη επιλογή, ιδίως
υπό το πρίσμα της περίφημης «στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης», η οποία
εξορίζεται οριστικά στη σφαίρα της ουτοπίας.