Άραγε, τα κατάφερε; Αν κρίνουμε από τους απόλυτους αριθμούς, όχι. Αν κρίνουμε από την ουσία, μάλλον ναι. Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το κεντροδεξιό λαϊκό κόμμα, ναι μεν επικράτησε τόσο σε ποσοστό (33%) όσο και σε έδρες (136) αφήνοντας στην δεύτερη και τέταρτη θέση αντίστοιχα τα κόμματα του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού (PSOE και Sumar), χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα είτε μόνο του, είτε σε συνεργασία με το εθνολαϊκιστικόVOX, το οποίο ναι μεν βρέθηκε στην 3η θέση, αλλά αισθητά χαμηλότερα (12,4%) από τα ποσοστά που βρισκόταν στις περισσότερες προεκλογικές δημοσκοπήσεις. Λαϊκό κόμμα και VOX κατέλαβαν μόνο 170 από τις 176 έδρες που απαιτούνταν για μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ συνολικά τα κύρια κόμματα της Δεξιάς κατέλαβαν περί το 45%, ενώ εκείνα της Αριστεράς περί το 44%.
Εκκινώντας ως φαβορί μετά το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών του 2019, ο
επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος, αποσκοπώντας στον μέγιστο δυνατό αριθμό ψήφων
μέσω της λογικής του «μέσου ψηφοφόρου» για τον ίδιο και το κόμμα του, τόνιζε
στην αρχή της προεκλογικής εκστρατείας ότι θα προσπαθούσε να αποφύγει το VOX
στον σχηματισμό κυβέρνησης, εγκαταλείποντας στη συνέχεια σταδιακά αυτή τη γραμμή.
Την ίδια στιγμή, το PSOE κατέγραφε καλές δημοσκοπικές επιδόσεις, οι οποίες όμως
σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνούσαν κατά πολύ το αποτέλεσμα του 2019 (28%).
Ωστόσο, αυτά τα δημοσκοπικά δεδομένα φαίνεται ότι ανησύχησαν έως –ή και
τρομοκράτησαν– ένα τμήμα του εκλογικού σώματος. Για την ακρίβεια, τόσο τα
πρόσωπα του εκλογικού συνασπισμού της Αριστεράς (Sumar), με επικεφαλής την
Υπουργό Εργασίας ΓιολάνταΝτίαθ, όσο και επιφανείς πολιτικοί του Σοσιαλιστικού
Κόμματος, με μπροστάρη τον ίδιο τον Σάντσεθ, από ένα σημείο και μετά δεν
περιορίστηκαν στο να προβάλλουν τα επιτεύγματα της απερχόμενης κυβέρνησης, τόσο
στα δημόσια οικονομικά όσο και σε μια σειρά από κοινωνικά ζητήματα, αλλά
συνδύασαν τη θετική τους καμπάνια με ισχυρά στοιχεία «αρνητισμού» (εικόνα 2).
Σε συνέχεια του «Νόμου υπέρ της Δημοκρατικής Μνήμης[1]»,
ο οποίος προέβλεπε μέχρι και την εκταφή των οστών του δικτάτορα Φράνκο από το
μνημείο που ο ίδιος είχε θεμελιώσει πλησίον της πρωτεύουσας Μαδρίτης, τα δύο
μεγαλύτερα προοδευτικά κόμματα υπενθύμιζαν σε όλους τους τόνους ότι η ψήφος στο
Λαϊκό Κόμμα αυτομάτως έδινε το «πράσινο φως» για τη συμμετοχή του VOX στην
κυβέρνηση.
Τον αντίκτυπο αυτού του «δημοκρατικού προσκλητηρίου» συνοψίζει σε μεγάλο
βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών: το PSOE ανέτρεψε κάθε προγνωστικό, κατορθώνοντας
να επιτύχει ένα εκλογικό αποτέλεσμα σαφώς καλύτερο από εκείνο του 2019 (7,7
έναντι 6,7 εκατομμυρίων ψήφων και 2 έδρες περισσότερες), φτάνοντας το 31,7 %,
παρά την ήττα του. Η επιστράτευση της λογικής της «χρήσιμης ψήφου» βοήθησε την
παράταξη-κορμό της Κεντροαριστεράς είτε να συγκρατήσει δυνάμεις είτε να τις
αυξήσει θεαματικά, «επαναπατρίζοντας» πλήθος ψηφοφόρων που την προηγούμενη
δεκαετία είχαν κάνει στροφή προς τη ριζοσπαστική Αριστερά (Podemos) ή προς
διάφορα τοπικιστικά, κεντρώα (PNV και PRC) ή αριστερά (Compromís, CHA, ERC,
CUP), κόμματα. Αυτό το φαινόμενο εντοπίζεται εντονότερα στις μεγάλες πόλεις και
τα βιομηχανικά προάστια, κυρίως στην Καντάβρια (στον ισπανικό Βορρά), τη χώρα
των Βάσκων (επίσης βόρεια, ανατολικά της Καντάβρια) και την Καταλονία
(βορειοανατολικά), όπου το ποσοστό του PSOE αυξήθηκε κατά 15(!) ποσοστιαίες
μονάδες (Εικόνα 1). Στην ίδια περιοχή μεγάλο τμήμα της «χρήσιμης ψήφου»
κατευθύνθηκε προς το Sumar, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Αριστεράς που το
απαρτίζουν να χάσουν εκεί μεσοσταθμικά μόλις μία ποσοστιαία μονάδα (σε σύγκριση
με την απώλεια τριών μονάδων στο σύνολο της επικράτειας). Αιχμή του δόρατος
ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σε πληθυσμό νομός της χώρας, ο νομός της Βαρκελώνης
(με σχεδόν 6 εκατομμύρια κατοίκους), όπου ο συνασπισμός της Αριστεράς κατέλαβε
τη δεύτερη θέση (σχεδόν 17%) πίσω από το PSOE (33,5%).
Στον αντίποδα, τα δεξιά κόμματα κατάφεραν να κινητοποιήσουν επιτυχημένα
μεγάλο τμήμα του δικού τους ακροατηρίου, κάτι που αποδίδεται και στην αυξημένη
κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες (70,4%) συμμετοχή, εν μέσω θερμοκρασιών που άγγιζαν
τους 40οC. Στη Γαλικία (στη βορειοδυτική Ισπανία), περιοχή από όπου προέρχονταν
αμφότεροι οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί του Λαϊκού Κόμματος, Αλμπέρτο
ΝιούνιεθΦεϊχό, και του Sumar, ΓιολάνταΝτίαθ, η συμμετοχή αυξήθηκε θεαματικά,
από το 55% στο 73%. Συγκεντρώνοντας τις περίπου 3-5 μονάδες που απώλεσε
συγκριτικά με το 2019 το VOX σχεδόν σε κάθε περιφέρεια, το περίπου 7% που είχε
καταλάβει τότε το κεντροδεξιό κόμμα Ciudadanos (που αυτήν την φορά δεν μετείχε
στην εκλογική διαδικασία) καθώς και ένα τμήμα πρώην ψηφοφόρων του PSOE στις
συντηρητικότερες επαρχιακές εκλογικές περιφέρειες, το Λαϊκό Κόμμα εδραίωσε την
πρωτοκαθεδρία του στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Σχεδόν κάθε δήμος της
μητροπολιτικής περιοχής της πρωτεύουσας Μαδρίτης, αλλά και κρίσιμες περιφέρειες
(Βαλένθια, Αραγονία) στις οποίες συνήθως «καθρεφτίζεται» το συνολικό αποτέλεσμα
της χώρας, βάφτηκαν με βαθύ γαλάζιο (Εικόνα 2), όπως άλλωστε και ιστορικά
προπύργια των Σοσιαλιστών και της Αριστεράς, όπως η Ανδαλουσία στο Νότο και η
Αστούριας στον ισπανικό Βορρά.Από τα μικρότερα αριστερά τοπικιστικά-εθνικιστικά
κόμματα, τα μόνα δύο που κατέγραψαν αυτή τη φορά επιτυχίες ήταν το BNG στη
Γαλικία και το EH Bildu στην Χώρα των Βάσκων. Το τελευταίο έφτασε δύο μόλις
μονάδες μακριά από το να πετύχει ένα ιστορικό αποτέλεσμα, να γίνει δηλαδή πρώτη
πολιτική δύναμη στη χώρα των Βάσκων (Εικόνες 3 και 4), ενώ για πρώτη φορά
εξέλεξε 6 βουλευτές στο ισπανικό Κοινοβούλιο, τους 5 από τους 3 νομούς της
Χώρας των Βάσκων και τον 1 από τη γειτονική Ναβάρα, όπου το βασκικό στοιχείο
είναι κάτι παραπάνω από έντονο. Τα εκλογικά ποσοστά των δύο αυτών κομμάτων ήταν
συνέχεια των βελτιωμένων τους επιδόσεων στις τοπικές εκλογές. Το ίδιο και οι
«χαμηλές πτήσεις» των καταλανικών κομμάτων, εκ των οποίων ένα (CUP) αφανίστηκε,
χάνοντας την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, και τα άλλα δύο (ERC και Junts)
υποχώρησαν σημαντικά.Ωστόσο, στο εξής τα δύο τελευταία κόμματα θα αποτελέσουν
«κλειδί» στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης: Καθώς ο Πέδρο
Σάντσεθ έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη όλων των κομμάτων εκτός από το Λαϊκό
Κόμμα και το VOX, τα ζητήματα της απελευθέρωσης πολιτικών κρατουμένων και της
διεξαγωγής δημοψηφίσματος αναμένεται να τεθούν από τα καταλανικά κόμματα στον
μέχρι πρότινος Πρωθυπουργό, ο οποίος όμως θεωρείται ότι έχει το πάνω χέρι στη
διαπραγμάτευση, λόγω της εκλογικής κυριαρχίας –έπειτα από χρόνια– του κόμματός
του στην Καταλονία. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι για τον λόγο αυτό δεν θα είναι
καθόλου εύκολο για τους επικεφαλής των ERC και Junts να αρνηθούν μια
συμβιβαστική λύση για το καταλανικό ζήτημα, καθώς, αν το πράξουν, θα
προκαλέσουν πρόωρες βουλευτικές εκλογές αργότερα εντός του 2023,
διακινδυνεύοντας την πολιτική τους εξαΰλωση προς όφελος του Σοσιαλιστικού
Κόμματος. Όσον αφορά τη Δεξιά, παρά το πολύ καλό αποτέλεσμα για το Λαϊκό Κόμμα,
η πτώση σε ποσοστά και έδρες του VOX, αλλά και η άρνηση τοπικιστικών κεντρώων
κομμάτων (όπως το PNV) να υποστηρίξουν στη Βουλή, έστω και διά της αποχής, την
υποψηφιότητα του Φεϊχό ως Πρωθυπουργού, αφήνουν κατά πάσα πιθανότητα τόσο το
VOX όσο και το Λαϊκό Κόμμα εκτός κυβέρνησης, τουλάχιστον μέχρι… τις επόμενες
εκλογές