Τα αποτελέσματα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2023 αποτελούν αναπόφευκτα μια τομή στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Και αυτό γιατί, από πολλές πλευρές, συνιστούν το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε με τη χρεοκοπία του 2010 και τη συνακόλουθη εφαρμογή των τριών προγραμμάτων προσαρμογής.
Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έναν σχετικώς
απο-πολιτικοποιημένο διάλογο, ο οποίος συνοδεύθηκε από μια εκλογική συμπεριφορά
χαμηλών προσδοκιών από την πολιτική και περιορισμένης κομματικής εμπλοκής. Το
δε πλαίσιο της πληθωριστικής ανάκαμψης της περιόδου, σε συνδυασμό με τον
ιδιότυπο διανεμητισμό της προηγούμενης κυβέρνησης, τροφοδότησε την επικράτηση
του προτάγματος της σταθερότητας έναντι της αλλαγής. Η συνθήκη αυτή ευνόησε τη
Νέα Δημοκρατία, η οποία κατόρθωσε να εμφανιστεί με μια συμπαγή, πλειοψηφική και
άνω του 40% εκλογική βάση, και, επιπλέον, προκάλεσε τον κατακερματισμό της
αντιπολιτευτικής ψήφου, με τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι ο μεγάλος ηττημένος, χάνοντας
τον Ιούνιο του 2023 σχεδόν τους μισούς από τους ψηφοφόρους του στις εκλογές του
2019.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος προσδιορίζεται
από τρεις εξελίξεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό θα επηρεάσουν το ελληνικό
κομματικό σύστημα το επόμενο διάστημα.
Καταρχάς, η εξέλιξη της πλήρους κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, με
εκλογικούς και κοινοβουλευτικούς όρους, ήταν απόρροια τάσεων που εμφανίστηκαν
παραπάνω από μια δεκαετία πίσω. Για παράδειγμα, η σύνθεση της νέας κυβέρνησης,
λίγο ως πολύ, αντανακλά τη σύνθεση της κυβέρνησης Παπαδήμου, ενώ η συγκρότηση
του κοινωνικού μπλοκ της Νέας Δημοκρατίας ανάγεται στο μπλοκ του «Ναι» στο
δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, στην κινητοποίηση για την υπερψήφιση
Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ το 2015-2016 και στο λεγόμενο
αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, που σχηματοποιήθηκε στην περίοδο 2015-2019. Επιπρόσθετα, το
κυβερνών κόμμα θεμελίωσε από το 2019 ως το 2023 ένα συμπαγές μπλοκ εξουσίας,
καταφέρνοντας να συσπειρώσει το σύνολο σχεδόν των αστικών δυνάμεων και ταυτόχρονα
να αποκτήσει γείωση στις περισσότερες κοινωνικές κατηγορίες, υπερβαίνοντας ως
ενός σημείου τις παραδοσιακές κοινωνικές σταθερές της συντηρητικής παράταξης
(αγροτικά και παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα).
Παρότι είναι νωρίς να αναφερόμαστε σε ανάδυση ενός συστήματος κυρίαρχου
κόμματος (dominant-partysystem) στην Ελλάδα, είναι εύλογο να υποστηριχθεί ότι η
Νέα Δημοκρατία δείχνει να διαμορφώνει όρους πολιτικής ηγεμονίας, δεδομένου και
του ευρέος κατακερματισμού της αντιπολίτευσης. Ως εκ τούτου, η ανασύσταση ενός
προ κρίσης δικομματισμού, προς το παρόν τουλάχιστον και με βάση τα τρέχοντα
δεδομένα, δεν φαίνεται το πλέον πιθανό ενδεχόμενο.
Κατά δεύτερον, σημαντική εξέλιξη είναι η ανάδειξη ενός πολυπρόσωπου και
πολύμορφου μπλοκ ακροδεξιών δυνάμεων με διακριτή εκπροσώπηση, το οποίο εκφράζει
διακριτές τάσεις στην εγχώρια ακροδεξιά ιδεολογική παράδοση και το οποίο
φιλοδοξεί να διεκδικήσει τον ρόλο του κύριου αντιπολιτευτικού πόλου προς την
κυβέρνηση, ιδίως αν διαμορφωθούν όροι ενοποίησής του. Είναι, επίσης, σαφές ότι,
με βάση την εκλογική τους κοινωνιολογία, το καθένα από αυτά τα κόμματα
εμφανίζει διείσδυση σε παραγωγικές ηλικίες, σε δυναμικές κοινωνικές κατηγορίες
και στο χώρο της εργασιακής επισφάλειας. Κάτι που δείχνει ότι αυτή η εξέλιξη
δεν είναι ένα συγκυριακό γεγονός, αλλά πιθανότατα συνιστά την ολοκλήρωση της
προϊούσας κανονικοποίησης της ελληνικής Ακροδεξιάς, με αναφορά και στην πριν
από την κρίση περίοδο.
Η πλέον εμφατική, τέλος, εξέλιξη είναι η στρατηγική ήττα της
Κεντροαριστεράς, που χαρακτηρίζεται από την αποσάθρωση του εκλογικού ποσοστού
του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τη σαφή οριοθέτηση του εύρους της εκλογικής δυναμικής
του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Ασχέτως του πώς θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός στον
κεντροαριστερό χώρο τον επόμενο χρόνο, το γεγονός ότι το άθροισμα των ποσοστών
των δύο κομμάτων δεν ξεπερνάει το 30%, υπολειπόμενο κατά πολύ του ποσοστού της
Νέας Δημοκρατίας, αποτελεί μια εξέλιξη που αμφισβητεί τον διαχρονικά
αριστερόστροφο προσανατολισμό του ελληνικού κομματικού συστήματος, η οποία
προδικάζει ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις για το μέλλον.
Στη συνάφεια αυτή, θα μπορούσαν να προσεγγιστούν και να συζητηθούν δύο
σενάρια για την επόμενη μέρα στον κομματικό ανταγωνισμό, τα οποία περιορίζουν
αμφότερα τις δυνατότητες ανάδειξης της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου σε
μελλοντικές κυβερνητικές εναλλακτικές. Το πρώτο είναι το σενάριο της
«μακρονοποίησης», σύμφωνα με το οποίο ένας διευρυνόμενος ακροδεξιός πόλος θέτει
την Κεντροδεξιά σε θέση «Κέντρου» στον κομματικό ανταγωνισμό, στη βάση του ότι
η δεύτερη συνιστά τον μόνο φραγμό για την άνοδο της πρώτης στην εξουσία. Σε
αυτό το σενάριο η Κεντροαριστερά περιορίζεται στην αντιπολίτευση λόγω πολιτικού
κατακερματισμού, αδυναμίας προσέλκυσης αριστερών και μετριοπαθών ψηφοφόρων και
συνακόλουθης δυσχέρειας να εμφανιστεί ως πειστική κυβερνητική εναλλακτική
κόντρα και στην άνοδο της Ακροδεξιάς.
Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό της «ιταλοποίησης», στο πλαίσιο του οποίου
ένας διαρκώς συρρικνούμενος και απαξιωμένος πολιτικός φορέας της
Κεντροαριστεράς θα έχει να αντιμετωπίσει μια πολυπρόσωπη Δεξιά, η οποία θα
ξεκινά από το Κέντρο και θα φτάνει έως και τα δεξιά άκρα του κομματικού
ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα μια δεξιόστροφη κυβερνητική συμμαχία να
αναδεικνύεται πιθανότερη από μια αριστερόστροφη. Ο κίνδυνος, επομένως, της
δημιουργίας ενός αδύναμου κεντροαριστερού φορέα απέναντι σε μια πολυπρόσωπη
Δεξιά φαντάζει, δεδομένων των εκλογικών αποτελεσμάτων, υπαρκτός. Και για τα δύο
σενάρια, βέβαια, προϋπόθεση πραγματοποίησης είναι η διαιώνιση της τρέχουσας
καχεξίας του κεντροαριστερού χώρου και, κατ’ επέκταση, η αποτυχία της
ανασύνθεσης και διεύρυνσής του το επόμενο διάστημα.
Είναι, συνεπώς, ξεκάθαρο ότι η συγκρότηση μιας αριστερής-προοδευτικής
εναλλακτικής αναδεικνύεται πλέον σαν αναγκαιότητα, κυρίως για να αντιστραφεί η
εν εξελίξει δεξιά μετατόπιση, η οποία προοικονομεί σε μεγάλο βαθμό δυσμενείς
εξελίξεις για τα λαϊκά στρώματα και τις υποτελείς τάξεις στη χώρα. Η δε απουσία
ορατής και πειστικής προοδευτικής εναλλακτικής στις διπλές εκλογές του
περασμένου Μαΐου και Ιουνίου ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν
στα συγκεκριμένα εκλογικά αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανασυγκρότηση της Αριστεράς αρχικά και η ανασύνθεση
του ευρύτερου προοδευτικού χώρου στη συνέχεια μπορούν δυνητικά να αποτελέσουν
φραγμό τόσο στην εδραίωση της Ακροδεξιάς ως μιας κανονικοποιημένης πολιτικής
δύναμης όσο και στη μακροημέρευση της δεξιάς κυριαρχίας που οργανώνεται στη
βάση μιας «κοινής λογικής» η οποία ουδετεροποιεί την πολιτική αντιπαράθεση με
αξιακούς όρους. Απειλείται το πιο σημαντικό, ενδεχομένως, κεκτημένο της
εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ, το ότι αποτέλεσε τη δημοκρατική διέξοδο στην πολιτική
κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς πλέον είναι ορατός ο κίνδυνος να
διαμορφωθεί ένας αντιπολιτευτικός πόλος της άκρας Δεξιάς ο οποίος θα μονοπωλεί
την ψήφο διαμαρτυρίας, θα εκμεταλλεύεται τις όποιες αντισυστημικές τάσεις και
θα πολώνει τον κομματικό ανταγωνισμό στη βάση μιας εθνικιστικής και
υπερσυντηρητικής ατζέντας διευρυμένης επιρροής σε τμήματα της κοινής γνώμης.
Επειδή, προφανώς, οι κοινωνίες δεν συντηρητικοποιούνται αφ’ εαυτές, αλλά
πολιτικοποιούνται από τις πολιτικές δυνάμεις και τα μέσα διαμόρφωσης της κοινής
γνώμης, είναι κρίσιμο να διαμορφωθεί στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού
εκείνη η εναλλακτική που θα αντιπαραβάλλει στο κυρίαρχο ένα
αριστερό-προοδευτικό πρόγραμμα και πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο όμως δεν θα
εμφανίζεται ως μια «προοδευτική» εκδοχή του πολιτικού mainstream.
Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως έκφραση μιας εκδοχής κυβερνώσας Αριστεράς
που διαχειρίστηκε κυβερνητικές ευθύνες, αντιμετωπίζει ίσως την πιο κρίσιμη
καμπή στην μετά το 2012 ιστορία του: δεν παλεύει μόνο για να διατηρηθεί ως
δυνητική κυβερνητική εναλλακτική στο μέλλον, αλλά αγωνίζεται και για την
πολιτική του επιβίωση εντός του κομματικού συστήματος στο παρόν. Ως εκ τούτου,
το όποιο εγχείρημα «ανανέωσής» του (όρος ο οποίος ενδεχομένως να μην καλύπτει
επαρκώς τις απαιτήσεις ανασυγκρότησης του κόμματος) δεν θα πρέπει να
κατανοείται σαν ένα περιφρουρημένο εσωκομματικό παίγνιο ανάμεσα σε πρόσωπα ή
ομάδες προσώπων, αλλά σαν μια ουσιαστική διαδικασία με ευρύτερες συνέπειες για
τον προοδευτικό χώρο και την κοινωνία. Εάν δεν επενδυθεί η όλη διαδικασία με
μια τέτοιου είδους δέουσα σοβαρότητα, τότε αναπόφευκτα θα ιδωθεί σαν κάτι το
ξένο προς τα συμφέροντα ή τις ανάγκες της κοινωνίας – για ακόμα μια φορά, που ίσως
είναι και η τελευταία.
Επιπρόσθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, βιώνοντας τη μετα-Τσίπρα εποχή του, βιώνει εκ των
πραγμάτων μια «πολιτική απομάγευση», η οποία, ως μεταβατική διαδικασία,
συνοδεύεται από αμηχανίες, αδράνειες και αντιφάσεις. Και σίγουρα καθίσταται
αναπόφευκτη και η αναβάθμιση των ευθυνών και των λειτουργιών του πολιτικού του
προσωπικού. Στη συνάφεια αυτή είναι αναγκαία η ανασύνταξη της συλλογικής του
λειτουργίας, η υποβάθμιση της οποίας αποτέλεσε και μια από τις βασικές αιτίες
της εκλογικής του απομείωσης. Ανασύνταξη συλλογικής λειτουργίας, εν προκειμένω,
σημαίνει:
α) Τον απεγκλωβισμό συλλογικών διαδικασιών και δομών από πρόσωπα και
«τάσεις» - κυρίως στο επίπεδο της νομιμοποίησης των πρώτων. Συλλογική
λειτουργία σημαίνει κατά βάση την αποδοχή μιας κάποιου είδους τυπικότητας, που
θα συμπεριλαμβάνει καθήκοντα και δεσμεύσεις απέναντι στο κόμμα.
β) Την ενεργοποίηση της γείωσης του κόμματος στην κοινωνία, στους
μαζικούς χώρους, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στα κινήματα, για να αποκτήσει,
μεταξύ άλλων, ειλικρινέστερη εικόνα της κοινωνίας, πέρα από υποκειμενισμούς και
ιμπρεσιονιστικές περιγραφές που υποκρύπτουν συνήθως αχρείαστους, δεδομένων των
συνθηκών, τακτικισμούς.
γ) Τη συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων, ανθρώπων που ακόμα και σε ένα
τέτοιο επίπεδο απομείωσης των εκλογικών του ποσοστών εξακολούθησαν να
στοιχίζονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα κομματικά μέλη, με ποσοτικούς όρους, δεν είναι
χρήσιμα εφόσον δεν είναι ενεργά μέλη και δεν βρίσκουν λόγο να εμπλακούν στην
κομματική λειτουργία. Υπάρχουν εστίες γνώσης εντός και εκτός του κόμματος οι
οποίες παραμερίστηκαν ή αγνοήθηκαν και οι οποίες θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν
τη συλλογική κομματική γνώση.
Όλα αυτά είναι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της ενότητας του κόμματος,
για τη διαμόρφωση ενός διακριτού πολιτικοϊδεολογικού στίγματος και για την
οριοθέτηση της κοινωνικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ – τρία ζητούμενα για την επιβίωση
του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να ανασυγκροτηθεί ως κόμμα μιας κυβερνώσας
Αριστεράς, και αυτή ενδεχομένως είναι η τελευταία ευκαιρία που έχει για να
λειτουργήσει προωθητικά εντός του προοδευτικού χώρου. Πιθανότατα θα προκύψει
στο μέλλον εξ αντικειμένου η ανάγκη μιας, υπό προϋποθέσεις, συνάντησης ή
σύμπλευσης με τον σοσιαλδημοκρατικό πόλο. Η στρατηγική ήττα της Κεντροαριστεράς
πλήττει αμφότερα –ίσως βέβαια όχι στον ίδιο βαθμό– τα κόμματα του χώρου, με
αμείλικτους, σίγουρα, ποσοτικούς όρους. Ωστόσο, οποιαδήποτε στρατηγική επιλογή
έχει ως προϋπόθεση να τελεστεί η ανασυγκρότηση με τον σωστό τρόπο: να προβεί ο
ΣΥΡΙΖΑ σε μια εξαντλητική αυτοκριτική των πεπραγμένων του στην κυβέρνηση στην
αντιπολίτευση, να προσεγγίσει εκ νέου το ζήτημα της κοινωνικής του γείωσης
επικοινωνώντας με τον διαμορφούμενο νέο καταμερισμό εργασίας, να μεταβάλει
ριζικά το μοντέλο εσωκομματικής του λειτουργίας και να ξαναδεί από μια θεμελιακή
βάση τον ρόλο της ηγεσίας στο πλαίσιο της αριστερής πολιτικής.
Είναι δύσκολο να ανασυγκροτηθεί ένας πολιτικός οργανισμός με έννοιες,
πρακτικές και αντιλήψεις οι οποίες συνδέθηκαν με την εκλογική του κατάρρευση.
Τα πολιτικά κόμματα είναι συλλογικές συγκροτήσεις που ανταποκρίνονται σε
δοσμένες κοινωνικές ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα ενεργητικά πολιτικοποιούν την
κοινωνία και εγκαλούν τα κοινωνικά υποκείμενα που θα υποστηρίξουν τις
προγραμματικές τους προτάσεις. Η ήττα στην πολιτική παράγει διδάγματα, επιβάλλει
τον συλλογικό αναστοχασμό και την αυτοκριτική και ενίοτε επιφέρει και την
αλλαγή προσώπων, ιδίως όταν διακυβεύεται η ύπαρξη της συλλογικότητας. Δεν
μπορεί ένα κόμμα, ιδίως ένα κόμμα που έχει ως στόχο τον κοινωνικό
μετασχηματισμό, να πείσει την κοινωνία ότι μπορεί να την αλλάξει, αν δεν έχει
το σθένος να αλλάξει τον εαυτό του.