Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Η Ελλάδα και η αναζωογόνηση της ναυπηγικής δραστηριότητας

* Δημοσθένης Γεωργόπουλος, Οικονομολόγος-Κοινωνιολόγος & Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, Καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει πλέον την ίδια μορφή, ούτε τους ίδιους τρόπους διείσδυσης. Οι  ελλείψεις που δημιουργήθηκαν σε κρίσιμους τομείς κατά την πανδημία από τη λειτουργία των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας και ιδίως από τον διαδοχικά αυξανόμενο ανταγωνισμό της «Δύσης» με την Κίνα (αλλά σταδιακά και με τους υπόλοιπους BRICS+) και πλέον  ανοικτή πολεμική αντιπαράθεση με Ρωσία, απομακρύνουν ταχύτατα  τον κόσμο του 2022-23, από αυτόν του 2010, ακόμα και του 2015.

Παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις, που πέραν των επανεμφανιζόμενων κινδύνων για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, δημιουργούν νέες ευκαιρίες για χώρες όπως η Ελλάδα, από την ήδη διαφαινόμενη τάση επιστροφής επενδύσεων και παραγωγής κρίσιμων αγαθών σε χώρες της Δύσης ή έστω φιλικότερες προς αυτήν. Όμως για να μπορέσει να τις αδράξει η χώρα πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες. Να αποκτήσουμε δηλαδή έναν αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό, να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για άσκηση βιομηχανικής πολιτικής,να γνωρίζουμε τι πρέπει και μπορούμε να κάνουμε ώστε να ενισχυθούν τα πλεονεκτήματα σε κλάδους ήδη ισχυρούς (π.χ. αγροδιατροφή, τουρισμός), αλλά ιδίως να δοθεί βάρος και σε άλλους που μπορούν να μας θέσουν σε δυναμική πορεία ανάπτυξης, καθώς η τάση της Δύσης για «επιστροφή στην ασφάλεια», δημιουργεί προϋποθέσεις ανάπτυξής τους. Για τον σκοπό αυτό είναι σημαντική η διαμόρφωση εσωτερικών και διεθνών συμμαχιών, ώστε να αντιμετωπιστούν συντονισμένα ευρύτερα ζητήματα που μέχρι τώρα ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο και θέτουν τους περιορισμούς  στις στρατηγικές μας κινήσεις (π.χ. περιορισμοί στις κρατικές ενισχύσεις).

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, δεν είναι καθόλου απίθανη η επιλογή επιστροφής μέρους της ναυπηγικής δραστηριότητας στη Δύση. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει ένα σημαντικό κομμάτι της, καθώς διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα, όπως είναι η ύπαρξη ναυπηγείων και ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, η μεγάλη τεχνογνωσία, η συσσωρευμένη πείρα, η εν γένει «ναυτοσύνη» της, η πρώτη θέση της παγκοσμίως στη ναυτιλία, οι πολύ πιο χαμηλοί μισθοί σε σχέση με τις λοιπές ανταγωνιστικές χώρες στην ΕΕ (Ιταλία, Γερμανία, Ολλανδία και Φινλανδία ιδίως). Βεβαίως υπάρχουν και πολλά μειονεκτήματα: η περίπου πλήρης εγκατάλειψη των ναυπηγείων για μεγάλο διάστημα, το σχετικά μικρό μέγεθος της αγοράς εργασίας της, η καταρχάς απουσία κεφαλαίων κλπ. Όμως ήδη η Αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (U.S. InternationalDevelopmentFinanceCorporation (DFC) φέρεται να προχωρά σε δανειοδότηση 125 εκατομμυρίων δολαρίων προς την ΟΝΕΧ SHIPYARDS, για το σχέδιο εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας, κατόπιν μάλιστα έγκρισης του Κογκρέσου και ειδικού προς τούτο νόμου με συμφωνία Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατών. Περαιτέρω μάλιστα αναφέρεται ότι πρόκειται περί ιστορικής απόφασης, καθώς είναι η πρώτη φορά που η Τράπεζα χρηματοδοτεί ελληνικό αναπτυξιακό σχέδιο και ρητά τονίζει την πολυδιάστατη γεωπολιτική (και προφανώς όχι απλώς οικονομική) σημασία του δανείου.

Κρίσιμη είναι βέβαια σε κάθε περίπτωση η βούληση για συνδρομή τόσο στην κεφαλαιακή ενίσχυση της ναυπηγικής, όσο και για επαρκή αριθμό παραγγελιών του εφοπλιστικού κεφαλαίου που θα παρέχουν την αναγκαία αρχική αναπτυξιακή «προστασία». Φυσικά δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δεδομένη η θετική εξέλιξη.

Θα ήταν ευχής έργο το ελληνικό κράτος να μπορέσει να προσελκύσει ένα μέρος του εφοπλιστικού κεφαλαίου και παραγγελιών προς τη ναυπηγική, προσφέροντάς του αναπτυξιακές διεξόδους, αλλά και δικλείδες ασφαλείας σε περίπτωση που η γεωπολιτική κόντρα «αλλάξει πίστα» και παράλληλα «αποτρέποντας» την απολύτως αντιπαραγωγική διοχέτευση ενός άλλου μέρους του σε ΜΜΕ, ποδοσφαιρικές ομάδες, ακίνητη περιουσία και την εν γένει αναζήτηση προσοδοθηρίας ή και «ωμής» κοινωνικοπολιτικής επιρροής. Με άλλα λόγια να επινοήσει έναν μηχανισμό συνεργασίας που δεν θα στηρίζεται στην απροϋπόθετη παροχή προστασίας, αλλά στην αμοιβαία υποστήριξη για την παροχή διεθνώς ανταγωνιστικού προϊόντος (μετά την πάροδο της προστασίας τύπου «νηπιακής βιομηχανίας» π.χ. μέσω της αρχικής παρουσίας επαρκούς αριθμού συμβάσεων ναυπήγησης), πάντοτε όμως σε συνεργασία με τις δυνάμεις της εργασίας, ώστε να κατοχυρώνεται και η απολύτως αναγκαία κοινωνική γαλήνη, αλλά και η επαρκής προσφορά εργασίας. Βεβαίως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι καθώς  η παραπάνω στόχευση είναι μακράς πνοής δύσκολα θα διαπεράσει τον βραχυπροθεσμισμό του παρόντος πολιτικού συστήματος, αν δεν υποστηριχθεί επίμονα από ειδικούς και ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση όμως οι δυνατότητες είναι εκεί: αξιόλογη ναυπηγική υποδομή που έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη όπως είναι π.χ. η παρουσία της μεγαλύτερης ναυπηγικής δεξαμενής της Μεσογείου στον Σκαραμαγκά, η σημαντική παρουσία έμπειρου προσωπικού  στην ευρύτερη ζώνη, αλλά και δικτύων μικρών υποστηρικτικών επιχειρήσεων κλπ. Συνοπτικά βλέπουμε την παρουσία τόσο εξωτερικών ευκαιριών όπως η «φιλική» περιφερειοποίηση, η απουσία παραγωγής στην Δύση, η αμερικανική επίνευση κλπ. αλλά και εσωτερικών δυνατοτήτων όπως η παρουσία αξιόλογων υποδομών, ανθρώπινου δυναμικού, της ελληνικής ναυτιλίας κλπ. για τη ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου.

Όμως, η δυνατότητα αυτή, αν πράγματι υπάρξει κι αν επιδιωχθεί συστηματικά και ολοκληρωμένα, τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο ΕΕ (π.χ. για την απελευθέρωση από τις κανονιστικές απαγορεύσεις ενισχύσεων από εθνικούς πόρους και έτι περαιτέρω για τη μεταφορά ευρωπαϊκών πόρων και την υποστήριξη της ΕΕ σε συνέργειες μεταξύ ενδιαφερόμενων χωρών), μπορεί να αποβεί ισχυρή ώθηση επαναβιομηχάνισης της χώρας και των συνοδευτικών καλών της (όπως αυξήσεις απασχόλησης και μισθών, ανάπτυξη τεχνολογιών, αυξήσεις προστιθέμενης αξίας, Ε&Α, εξαγωγών κλπ.). Είναι δε απολύτως προφανές ότι χρειαζόμαστε την επιτυχή επιδίωξη των ανωτέρω καθώς η χώρα βρίσκεται σε μόνιμη αναπτυξιακή καχεξία και παραγωγική υστέρηση. Και η υπέρβασή της θα καταστεί εφικτή, μόνο αν ο ιδιωτικός τομέας (εργαζόμενοι και εργοδότες) και το κράτος, οδηγηθούν σε προγραμματικές παραγωγικές συμφωνίες όπως αυτήν που μόλις επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε. Όλα αυτά προϋποθέτουν πως το κράτος (ένα βεβαίως απολύτως αναβαθμισμένο κράτος) θα έχει βαρύνοντα λόγο στη διαδικασία, υπό την έννοια όχι της απλής διόρθωσης των αγοραίων αναποτελεσματικοτήτων, αλλά και της δημιουργίας αγορών ακόμα και εκ του μηδενός, όπως π.χ. η κρατική στήριξη στην Ε&Α για κατασκευή πλοίων ή μέρους των προσαρμοσμένων στη διαδικασία της πράσινης μετάβασης  και εν γένει της καινοτομικότητας και ευρύτερα της κυκλικής οικονομίας και αειφορίας. Έχει ερευνηθεί η σχέση, μεγάλων δεδομένων, ανάλυσής τους, τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής, με την ναυπηγική; Και δεν είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο, επομένως δυνάμει  και με το μεγαλύτερο αριθμό ψηφιακών δεδομένων  στον κόσμο,  σε θέση να παίξει κάποιο ρόλο επ΄ αυτού;

Οι πρόσφατες εξελίξεις με τη «Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και τα «Νέα Οικονομικά της Προσφοράς», σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εξελίξεις που οδηγούν σε περιφερειακές συσπειρώσεις, συνδυαστικές της παραγωγής με την ασφάλεια, αποτελούν ενδεχομένως στρατηγική ευκαιρία αναπροσανατολισμού της παραγωγικής δομής της χώρας και παράλληλα δυνατότητα να τεθούμε στην αφετηρία και όχι στην ουρά των εξελίξεων, με μεγάλα προσδοκώμενα οφέλη. Καθώς όμως τα πράγματα αυτά δεν γίνονται από μόνα τους, είναι απαραίτητη μια νέα πολιτική μακριά από τις βεβαιότητες, που μας καθήλωσαν τα τελευταία 30-40 χρόνια, με διορατικές πολιτικές να την εφαρμόσουν και τις κατάλληλες κοινωνικές ομάδες ανοιχτές στα μηνύματα των καιρών.

Όλο το κείμενο εργασίας: https://shorturl.at/uwIW7