Ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο (νότιο)ευρωπαϊκό τοπίο.
Το 2022 επιφύλασσε δύο διόλου απρόβλεπτες εκλογικές αναμετρήσεις στη
Νότια Ευρώπη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία κατέκτησε
την απόλυτη πλειοψηφία με 42%, ενώ η Τζόρτζια Μελόνι ηγείται εδώ και οκτώ μήνες
της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην σύγχρονη ιστορία της Ιταλίας, καθώς ο δεξιός
συνασπισμός κρίθηκε ως ο πιο κατάλληλος να αναλάβει την εξουσία της χώρας (44
%), με αξιοσημείωτη βέβαια την αύξηση της αποχής σε ιστορικό υψηλό (36 %).
Μπαίνοντας στο 2023, άπαντες προετοιμάζονταν για τέσσερις εξαιρετικά
ενδιαφέρουσες αναμετρήσεις σε Ελλάδα και Ισπανία, με τις δύο από αυτές να
αφορούν το αυτοδιοικητικό και τις έτερες δύο, πιο σημαντικές, το εθνικό
επίπεδο. Με τις εκλογές στην Ελλάδα να καταλήγουν να μοιάζουν τελικά
περισσότερο με «βαρετή εκκρεμότητα», αλλά και ελλείψει έντονων πολιτικών
διεργασιών σε κάποια άλλη μεγάλη χώρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, όλα τα βλέμματα
στράφηκαν στα τεκταινόμενα στη χώρα της Ιβηρικής, τέταρτης μεγαλύτερης
οικονομίας στην ΕΕ.
Το αποτέλεσμα και ο αντίκτυπός του
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δημοτικές εκλογές
διεξήχθησαν σε όλη την επικράτεια, ενώ περιφερειακές εκλογές μόνο σε 12 από τις
συνολικά 19 «Αυτόνομες Κοινότητες» (Περιφέρειες) της χώρας. Το συντηρητικό
Λαϊκό Κόμμα ήταν ο μεγάλος νικητής αυτών των εκλογών, πετυχαίνοντας να
διπλασιάσει σχεδόν την εκπροσώπησή του.
Με βάση τα αποτελέσματα, θα κυβερνήσει πλέον σε 32 από τις 50
πρωτεύουσες νομών, καθώς επίσης και στις 9 από τις 12 περιφέρειες στις οποίες
διεξήχθησαν εκλογές, είτε αυτοδύναμα (Μαδρίτη, Λα Ριόχα και Μούρθια) είτε σε
συνεργασία με τοπικά κόμματα ή και με το κόμμα VOX.
Το κόμμα αυτό, το οποίο υπερδιπλασίασε το εκλογικό αποτέλεσμα που είχε
αποσπάσει στις δημοτικές εκλογές του 2019, εκφέρει ανοιχτά έναν μισαλλόδοξο,
αντιμεταναστευτικό, αντικομμουνιστικό αλλά και φιλικό στο επιχειρείν λόγο,
καθώς συγκροτήθηκε το 2013 από πρώην μέλη του Λαϊκού Κόμματος. Με μια ευρεία,
διαταξική απήχηση (15% στις βουλευτικές εκλογές του 2019), κυρίως στα κεντρικά
και νότια της χώρας, και εκφράζοντας, εκτός των παραδοσιακών δεξιών ψηφοφόρων,
και απογοητευμένους πρώην ψηφοφόρους των προοδευτικών κομμάτων, το VOX έχει
κατορθώσει πλέον να θεωρείται ο πιο πιθανός κυβερνητικός εταίρος του Λαϊκού
Κόμματος την επόμενη μέρα των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.
Αυτές οι εκλογές, αν και σύμφωνα με αναλυτές θα διεξάγονταν τον Νοέμβριο
ή τον Δεκέμβριο, επισπεύστηκαν για τις 23 Ιουλίου από τον θορυβημένο από το
εκλογικό αποτέλεσμα Ισπανό Πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ λόγω της απώλειας
στρατηγικών εκλογικών στόχων. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα PSOE, του οποίου
ηγείται, δεν υπέστη εκλογικές απώλειες και στις 10 Περιφέρειες όπου κυβερνούσε
αυτοδύναμα ή από κοινού με τοπικά ή και αριστερά κόμματα, εντούτοις οι σύμμαχοί
του αποδυναμώθηκαν τόσο, ώστε πέρασε στην αντιπολίτευση σε πολλές από αυτές.
Πιο συγκεκριμένα, σε Περιφέρειες-κλειδιά, όπως αυτή της Βαλένθια (ανατολικά),
των Βαλεαρίδων Νήσων (επίσης ανατολικά) αλλά και της Αραγονίας
(βορειοανατολικά), πρωτίστως οι κεντρώοι και αριστεροί σύμμαχοι του PSOE
υποχώρησαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να «συμπαρασύρουν» και το ίδιο το PSOE,
στέλνοντάς το στην αντιπολίτευση. Αυτό συνέβη, λόγου χάρη, στα Κανάρια Νησιά,
όπου το δεύτερο σε ψήφους Λαϊκό Κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση με το κεντρώο τοπικό
κόμμα «Μαζί για τα Κανάρια», αλλά και στο πάλαι ποτέ προπύργιο των Σοσιαλιστών,
την Εξτρεμαδούρα (νοτιοδυτικά), όπου, παρά τη νίκη του PSOE, το Λαϊκό Κόμμα και
το VOX συγκέντρωσαν την πλειοψηφία σε έδρες, εκμεταλλευόμενα την εκλογική
καθίζηση της Αριστεράς (5% από 11% και 4% από 7%, αντίστοιχα, το 2019).
Αυτά τα φαινόμενα σημειώθηκαν σε μικρότερο βαθμό στα δύο πιο γνωστά
«αντιδεξιά» προπύργια, γνωστά και για τις τάσεις αυτονόμησής τους. Ο λόγος
φυσικά για την Καταλονία, την Χώρα των Βάσκων και την Ναβάρα (ο πληθυσμός της
τελευταίας είναι περίπου «διχοτομημένος» ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν
βασκικές και, αντίστοιχα, ισπανικές καταβολές). Στην πρώτη περίπτωση, τα
αποσχιστικά κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροδεξιάς υποχώρησαν ελαφρώς, ενώ
η δύναμη του PSOE αυξήθηκε, κατά κύριο λόγο εις βάρος των (αποσχιστικών και μή)
αριστερών κομμάτων. Στην δεύτερη και τρίτη περίπτωση, αμφότερες οι δυνάμεις της
παραδοσιακής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς υποχώρησαν ελαφρώς, δίνοντας
πολιτικό χώρο στον τρίτο μεγαλύτερο κερδισμένο της βραδιάς, μετά το Λαϊκό Κόμμα
και το VOX: Ο λόγος για το αποσχιστικό βάσκικο κόμμα EH Bildu, το οποίο έφτασε
μια ανάσα ακόμη και από το να κερδίσει για πρώτη φορά τις μεγαλύτερες πόλεις
της ευρύτερης περιοχής (οι οποίες ελέγχονται από κοινού εδώ και χρόνια από μία
συμμαχία του PSOE με το μετριοπαθές κεντρώο βάσκικο κόμμα PNV): Μπιλμπάο, Σαν
Σεμπαστιάν και Παμπλόνα.
Τα κάστρα που «πορθήθηκαν» και η Αριστερά που δοκιμάζεται
Ο αντίκτυπος της πολυφωνίας –σε βαθμό διχασμού– εντός του χώρου
αριστερότερα του κυβερνώντος PSOE ήταν έκδηλος σε αυτές τις τοπικές εκλογές.
Πρώτον, τα κόμματα της αριστεράς κατήλθαν διασπασμένα στις διάφορες περιφέρειες
και δήμους της χώρας. Δεύτερον, ο ανταγωνισμός σε επίπεδο προσώπων μεταξύ της
Υπουργού Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ, η οποία πλέον ηγείται του κινήματος Sumar,
και των υψηλόβαθμων Υπουργών Ιρένε Μοντέρο και Ιόνε Μπελάρα, που προέρχονται
από το Podemos, φαίνεται ότι προκάλεσε τουλάχιστον αμηχανία σε τμήματα του
κόσμου της Αριστεράς, ο οποίος είτε μεταπήδησε στο PSOE είτε περιορίστηκε στην
αποχή, στέλνοντας μήνυμα πως το τοπίο πρέπει να ξεκαθαρίσει. Ως αποτέλεσμα, το
Podemos, σε συμμαχία με την Ενωμένη Αριστερά (IU) και τους Πράσινους (Equo),
αλλά και περιφερειακοί αριστεροί σχηματισμοί, όπως το Compromís, όχι μόνο είδαν
τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται αλλά έχασαν και την εκπροσώπησή τους σε
μεγάλους δήμους και Περιφέρειες, όπως αυτές της Βαλένθια και της Μαδρίτης.
Δύο από τις πλέον ενδεικτικές της αποδοκιμασίας της κυβερνώσας (σε
τοπικό επίπεδο) Αριστεράς μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος σημειώθηκαν, με
διαφορετική ένταση, στις δύο πρωτεύουσες νομών ο/η δήμαρχος των οποίων
προερχόταν από την Αριστερά. Στο Κάντιθ της Ανδαλουσίας, στη Νοτιοδυτική
Ισπανία, το αριστερό τοπικό κίνημα έχασε τις μισές από τις έδρες που κατείχε,
με το Λαϊκό Κόμμα να κατακτά όχι μόνο την πρώτη θέση (και το PSOE σε δεύτερη)
αλλά και την απόλυτη πλειοψηφία στο δήμο με 42%. Την ίδια ώρα, στη Βαρκελώνη η
απώλεια μόλις μίας ποσοστιαίας μονάδας (19,77% από 20,79% το 2019) και μιας
έδρας (9 από 10 το 2019) στέρησαν από την Άντα Κολάου μία τρίτη συναπτή θητεία
στον δημαρχιακό θώκο, αφού περιορίστηκε στην τρίτη θέση.
Οι Σοσιαλιστές, μέχρι πρότινος κυβερνητικός εταίρος της Κολάου,
κατέκτησαν τη δεύτερη θέση με μόλις 200 ψήφους διαφορά (19,79%) και συνάμα
έγιναν ρυθμιστές της επόμενης μέρας, καθώς πρώτος με διαφορά κατετάγη ο πρώην
δήμαρχος Τριάς, που ηγήθηκε του αποσχιστικού κεντροδεξιού κόμματος Junts. Οι
Σοσιαλιστές έχουν την επιλογή είτε να τον στηρίξουν ως δήμαρχο (με πλειοψηφία
μίας μόλις έδρας), είτε να ηγηθούν ενός «προοδευτικού συνασπισμού» με την
παράταξη της Κολάου και το σοσιαλδημοκρατικό, επίσης καταλανο-αποσχιστικό,
κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με πλειοψηφία 4 εδρών) για τα επόμενα τέσσερα
χρόνια.
Η τακτική του Σάντσεθ και η επόμενη μέρα
Τα βαθύτερα αίτια της ήττας της Κεντροαριστεράς δεν δύνανται να
αναλυθούν ούτε σε λίγες γραμμές ούτε, φυσικά, μετά από ένα τόσο σύντομο χρονικό
διάστημα. Πόσο μάλλον όταν απομένει μόλις ενάμισης μήνας πλέον μέχρι οι Ισπανοί
να προσέλθουν στην κρισιμότερη κάλπη όλων, αυτή των βουλευτικών εκλογών για τη
σύνθεση της Βουλής και της Γερουσίας.
Είναι γεγονός πάντως ότι η κυβερνητική φθορά, όπως αυτή αποτυπώνεται
στις επιδόσεις είτε του ενός είτε του άλλου είτε αμφότερων των κυβερνητικών
εταίρων, είναι πλέον καταγεγραμμένη. Παρά τα σημαντικά επιτεύγματα της
κυβέρνησης στην οικονομία, την προοδευτική εργασιακή μεταρρύθμιση και την
υιοθέτηση μίας από τις πλέον καινοτόμες νομοθεσίες υπέρ των γυναικών και των
LGBTQ+ ατόμων, ο καλπάζων πληθωρισμός, αλλά και το ότι οι κοινωνικές τάσεις
απέναντι στην μετανάστευση και στις αποσχιστικές τάσεις Περιφερειών φαίνεται να
έχουν μετατοπιστεί σε πιο “συντηρητική” κατεύθυνση, δείχνουν μία περαιτέρω
σκλήρυνση στάσης από την κοινωνία σε θέματα μετανάστευσης και αντιμετώπισης των
περιφερειών που εξακολουθούν να δείχνουν τάσεις απόσχισης, δείχνουν να έχουν
μειώσει την επιρροή και την αξιοπιστία της απερχόμενης κυβέρνησης.
Ο Σάντσεθ, που στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές έχει αποδειχθεί άριστος
στην πολιτική τακτική αποσπώντας «ψήφους της τελευταίας στιγμής» τόσο από τα
αριστερά όσο και από τα δεξιά του, προσπάθησε να αιφνιδιάσει τους συντηρητικούς
αντιπάλους του με την επίσπευση των εκλογών, θεωρώντας ότι δεν έχουν ακόμη
πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Επιπλέον, αποσκοπεί στο να εκμεταλλευτεί
τα «πολιτικά κενά» που έχουν δημιουργηθεί τόσο στο χώρο της Αριστεράς, όπου το
Podemos, το Sumar και πληθώρα αριστερών και οικολογικών κομμάτων μόλις πριν
μέρες αποφάσισαν την κοινή κάθοδο στις εκλογές, όσο και στο φιλελεύθερο Κέντρο,
του οποίου ο κύριος εκφραστής, το κόμμα των Πολιτών (Ciudadanos), κατέρρευσε σε
τέτοιο βαθμό στις πρόσφατες εκλογές, ώστε να ανακοινώσει πως δεν θα συμμετάσχει
στις βουλευτικές εκλογές.
Αναμφίβολα, το μεγάλο στοίχημα ενός καλού αποτελέσματος στην πρώτη
αναμέτρηση του νέου εκλογικού κύκλου, στην οποία τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν σε
μεγάλο βαθμό προσδώσει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για τη διατήρηση ή όχι της
παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας, έχει πλέον χαθεί για τον Σάντσεθ και τους
αριστερούς συμμάχους του. Ωστόσο, οι εκλογές του Ιουλίου έχουν επίδικο, κι αυτό
δεν είναι απαραίτητα η πρώτη θέση, μιας και το Λαϊκό Κόμμα προηγείται με
διαφορά 1 ως 13 μονάδων, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Κρίσιμα
ερωτήματαείναι, πρώτον, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές εν μέσω θέρους,
την οποία όλα τα κόμματα φιλοδοξούν να ενισχύσουν μέσω της επιστολικής ψήφου, η
οποία είναι θεσμοθετημένη στην Ισπανία. Δεύτερον, το αν θαεξασφαλίσουν τα δύο
κόμματα της Δεξιάς αθροιστικά τουλάχιστον 176 έδρες. Κοντολογίς, το βασικό
διακύβευμα των εκλογών είναι το εάν η Ισπανία θα αποκτήσει μια πανίσχυρη δεξιά
κυβέρνηση (όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία), μια λιγότερο ισχυρή δεξιά κυβέρνηση, με
ισχυρά κεντροαριστερά αντίβαρα, ή έναν «μεγάλο συνασπισμό» (όπως χώρες της
Κεντρικής Ευρώπης), σενάριο το οποίο προς ώρας συγκεντρώνει τις λιγότερες
πιθανότητες.