Η Ευρώπη πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες –η οποία έχει αυξηθεί περαιτέρω, ιδίως όσον αφορά τα οπλικά συστήματα και την ενέργεια–, να διεκδικήσει τη στρατηγική αυτονομία της και να γίνει «η τρίτη υπερδύναμη». Αυτή είναι η σύνοψη των δηλώσεων που έκανε ο Εμανουέλ Μακρόν μετά το τέλος της επίσημης επίσκεψής του στην Κίνα τον περασμένο Απρίλιο. Ο Γάλλος Πρόεδρος επισήμανε τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη να παγιδευτεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές της (εννοώντας την περίπτωση της Ταϊβάν, όχι όμως και της Ουκρανίας) και να καταστούν οι Ευρωπαίοι «υποτελείς».
Εντυπωσιακές δηλώσεις, ασφαλώς, που προκάλεσαν έντονα σχόλια στη Δύση –
αρνητικά, κυρίως. Θα ήταν όμως πολύ εντυπωσιακότερες εάν είχαν συνοδευθεί από
κάποιο χειροπιαστό, θετικό αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής «απόβασης» στο Πεκίνο.
Διότι, η τελευταία δεν ήταν μια καθαρά γαλλική υπόθεση, αλλά σε μεγάλο βαθμό
μια επιχείρηση της ΕΕ. Ο Μακρόν δεν πήγε μόνος του στο Πεκίνο: συνοδευόταν από
την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία, μάλιστα, συνήθως εμφανίζεται ακόμα πιο
επιθετική στο αίτημα προς τον ΣιΤζινπίνγκ να εγκαταλείψει τη διακριτική αλλά
ουσιαστική υποστήριξη προς τη Ρωσία. Το άμεσο αποτέλεσμα, από την πλευρά της
Κίνας, ήταν μια κατηγορηματική άρνηση και μια υπενθύμιση ότι οι εποχές που η
Δύση –και ιδίως οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες– μπορούσαν να υπαγορεύουν τη στάση
του υπόλοιπου κόσμου έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Έπειτα από αυτά, οι δηλώσεις του Μακρόν μπορούν να ερμηνευτούν και ως
μια απόπειρα του Παρισιού να κερδίσει την εύνοια του Πεκίνου. Άλλωστε, είναι
σαφές ότι, τουλάχιστον η Γαλλία και η Γερμανία, προτιμούν ήρεμες σχέσεις με την
Κίνα και το τελευταίο πράγμα που επιδιώκουν είναι να εμπλακούν άμεσα στο ζήτημα
της Ταϊβάν. Ο λόγος είναι προφανής και δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε διάθεση
αυτονόμησης από τις ΗΠΑ, αλλά μάλλον με τη στενή εξάρτηση της ευρωπαϊκής βαριάς
βιομηχανίας (όποιας έχει απομείνει, τέλος πάντων) από την Κίνα. Μετά το φιάσκο
των κυρώσεων κατά της Ρωσίας που γύρισαν μπούμερανγκ πλήττοντας τις ευρωπαϊκές
οικονομίες πολύ περισσότερο από τη ρωσική (και εδραίωσαν, παρεμπιπτόντως, την
ευρωπαϊκή ενεργειακή εξάρτηση από τις ΗΠΑ), μια επανάληψη σε ακόμα μεγαλύτερη
κλίμακα και με στόχο, αυτή τη φορά, την Κίνα είναι ένα εφιαλτικό σενάριο.
Πάντως, ο Μακρόν δείχνει πεπεισμένος ότι η Γαλλία έχει ήδη κερδίσει τη
συζήτηση για την ανάγκη της ευρωπαϊκής στρατηγικής χειραφέτησης. Εντούτοις,
πέρα από μια δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος
έκανε μια κάπως αόριστη αναφορά στην «ολοένα και πιο ευνοϊκή στάση των
Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στην εκφρασμένη ιδέα του Μακρόν για στρατηγική
αυτονομία της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ», δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις που συνηγορούν
σε μια τέτοια εκτίμηση.
Αντιθέτως, αυτό που πραγματικά προκύπτει είναι η αυξανόμενη αδυναμία και
διχόνοια εντός της Ευρώπης κάθε φορά που δοκιμάζει τις δυνάμεις της στην
προβολή ισχύος στην παγκόσμια σκηνή. Είναι σαφές ότι οι όποιες αξιώσεις της ΕΕ
να λειτουργήσει ως τρίτος πόλος ήπιας ισχύος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ –αν ήταν ποτέ
ρεαλιστικές– έχουν πλέον αποδυναμωθεί, σε βαθμό εξάχνωσης. Το ίδιο και η
πολυδιαφημισμένη διπλωματική επιρροή της αποκλειστικά ως οικονομικού παράγοντα,
χωρίς δηλαδή την υποστήριξη της παραδοσιακής «σκληρής» στρατιωτικής ισχύος.
Και, τέλος πάντων, ποια, ακριβώς, είναι αυτή η Ευρώπη που, κατά τον
Μακρόν, οφείλει και μπορεί να ανακτήσει τη στρατηγική της αυτονομία, αρκεί να
το θελήσει και να το πάρει, επιτέλους, απόφαση; Υπάρχει καν; Διότι, την ίδια
στιγμή που το Παρίσι (και οι Βρυξέλλες) την επικαλούνται, επιμένοντας ότι ήρθε
η ώρα της, η Πολωνία έχει κάνει ξεκάθαρη την άποψή της πάνω στο ζήτημα: αντί
της νεφελώδους «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας», η ενδυνάμωση της
στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ ήταν και παραμένει το «απόλυτο θεμέλιο»
της ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας, με βασικό (αποκλειστικό, στην ουσία)
βραχίονα το ΝΑΤΟ. Το ίδιο ΝΑΤΟ, παρεμπιπτόντως, το οποίο ο Μακρόν αποκαλούσε το
–μακρινό ήδη– 2019 «εγκεφαλικά νεκρό». Και δεν είναι μόνη της η Βαρσοβία σε
αυτήν τη θέση, η οποία ουσιαστικά απηχεί την κυρίαρχη εκτίμηση όλων –πλην της
Βουδαπέστης ίσως– των πρωτευουσών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η πάλαι
ποτέ Νέα Ευρώπη του Ντόναλντ Ράμσφελντ, η οποία συν τοις άλλοις αναπτύσσεται
οικονομικά ταχύτερα από την τελματωμένη Ευρωζώνη, έχει εδραιωθεί ως ένας
ισχυρότατος πόλος ισχύος εντός του ευρωπαϊκού παιγνίου ισορροπιών. Και ο
πόλεμος στην Ουκρανία ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ηγετική θέση της Πολωνίας
σε αυτή την ομαδοποίηση, καθώς η Βαρσοβία διεκδικεί με αξιώσεις την ανάδειξή
της και σε μείζονα στρατιωτική δύναμη. Για αυτόν τον πόλο ισχύος είναι απλά
αδιανόητο ότι, λόγου χάρη, οι θέσεις της Κίνας και των ΗΠΑ είναι καθ’
οιονδήποτε τρόπο ισοδύναμες ή ότι θα μπορούσαν να εμπιστευτούν την άμυνά τους
στο (υπαρκτό ή όχι, αδιάφορο) σενάριο μιας ρωσικής εισβολής, σε οποιονδήποτε
άλλο πλην του αμερικανικού στρατού. Σίγουρα όχι στη Γαλλία πάντως. Το γεγονός
ότι η Γαλλία παραμένει –για την ώρα– η ισχυρότερη ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη,
ενώ είναι το μόνο κράτος της ΕΕ που διατηρεί τη θέση του μόνιμου μέλους του
Συμβουλίου Ασφαλείας και το μόνο που διαθέτει πυρηνικά όπλα, ουδόλως αλλάζει
αυτά τα δεδομένα, έχει δε μάλλον συμβολική αξία.
Η περίφημη καταστατική δέσμευση της ΕΕ για μια κοινή εξωτερική πολιτική
και πολιτική ασφάλειας και άμυνας βασιζόταν στην ανομολόγητη παραδοχή ότι
αρκούσε ένα νεύμα από τις Καγκελαρίες του Βερολίνου, των Παρισίων και των
Βρυξελλών για να υπαγορεύσει την κοινή στάση ολόκληρου του μπλοκ. Οι
πιθανότητες για κάτι τέτοιο, οι οποίες ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλές ούτως ή
άλλως, είναι πλέον μηδενικές. Με ποιον λοιπόν θα συμπήξει ο Μακρόν αυτή την
περίφημη Ευρώπη, που θα διεκδικήσει, μάλιστα, και την αυτονομία της; Ποιος
απομένει; Η Ιταλία της Μελόνι; Μια Ισπανία που φαίνεται να στρίβει και αυτή το
τιμόνι δεξιά; Η, κυριολεκτικά ανύπαρκτη, Γερμανία του ΌλαφΣολτς, που βλέπει το
οικονομικό της θαύμα να διαφεύγει μέσα από τα δάχτυλά της σαν να ήταν φτιαγμένο
από άμμο; Ή μήπως αρκεί η αγορά τριών φρεγατών και κάποιων Ραφάλ από μια Ελλάδα,
η οποία κατά τα λοιπά ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν δεν ήταν τόσο γερά δεμένη στο
γεωπολιτικό άρμα των ΗΠΑ όσο είναι σήμερα;
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η τελευταία φορά που η Γαλλία σήκωσε το
ανάστημά της στη διεθνή σκηνή και συμπεριφέρθηκε ως ηγετική ευρωπαϊκή δύναμη
ήταν ακριβώς πριν από 20 χρόνια. Και το έκανε όχι εντασσόμενη σε κάποιον
«συνασπισμό των προθύμων» υπό αμερικανική ηγεσία, αλλά αρνούμενη να συμπράξει
και να συναινέσει σε έναν παράνομο πόλεμο: στη δεύτερη αμερικανική εισβολή στο
Ιράκ. Μετά την αποτυχία της Γαλλίας να προωθήσει ένα στιβαρό ευρωπαϊκό σχέδιο
ειρήνευσης για την Ουκρανία (αντιθέτως, όλος ο κόσμος είδε τον πρώην Γάλλο
Πρόεδρο Ολάντ να ομολογεί ότι ακόμα και αυτές οι Συμφωνίες του Μινσκ δεν ήταν
παρά ένα διπλωματικό τέχνασμα, μια εξαπάτηση, για να το πούμε ωμά, με σκοπό να
δοθεί χρόνος για την πολεμική προετοιμασία της Ουκρανίας), η αγκίστρωση στον
δυτικό στρατηγικό συνασπισμό με αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα τις ΗΠΑ είναι πλήρης, η
δε όποια συζήτηση περί «ευρωπαϊκής αυτονομίας» απλώς έπαψε να έχει οποιοδήποτε
νόημα.
Πράγμα ατυχές για την ίδια τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο. Διότι, η
ιδέα του Μακρόν είναι καλή, θεωρητικά. Ναι, μια Ευρώπη (έστω κι αν δεν θα ήταν
όλη η Ευρώπη) που θα έδειχνε τον απαραίτητο πραγματισμό και την ετοιμότητα να είναι
αξιόπιστος συνομιλητής εταίρων αλλά και αντιπάλων, με άλλα λόγια μια Ευρώπη
ανοικτή στις νέες παγκόσμιες πραγματικότητες, θα μπορούσε να ανακτήσει μια
σημαντική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να προσφέρει καλές
υπηρεσίες στην υπόθεση της διεθνούς ειρήνης και συνεργασίας. Ο υπόλοιπος κόσμος
–η Ασία, η Λατινική Αμερική, η Αφρική, ο Παγκόσμιος Νότος– θα ήταν πρόθυμος να
συνομιλήσει με μια τέτοια, εντελώς υποθετική, Ευρώπη. Το πρόβλημα και ο βασικός
λόγος για τον οποίο αυτή η Ευρώπη θα παραμείνει υποθετική είναι ότι η ύπαρξή
της προϋποθέτει ρήξη με τους ηγεμονικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, βασική
προτεραιότητα των οποίων είναι, αντιθέτως, να περιχαρακώσουν το δικό τους
μερίδιο παγκόσμιας ισχύος και τους δικούς τους δορυφόρους. Από τη στιγμή που
διάθεση για μια τέτοια ρήξη δεν υπάρχει, ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της
συζήτησης;
Όλα αυτά ασφαλώς τα γνωρίζει και ο ίδιος ο Μακρόν και η γαλλική πολιτική
ελίτ. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις του, τις οποίες θα μπορούσε ίσως να
δεχθεί κανείς καλόπιστα, είναι αμφίβολο αν πιστεύει πραγματικά σε αυτά που λέει
ή αν απλώς επικαλείται, εν είδει μεταφυσικής επίκλησης, το πνεύμα του Ντε Γκωλ.
Κινδυνεύοντας όμως, από ένα σημείο και πέρα, να μετατραπεί σε καρικατούρα. Μια
φιλική συμβουλή θα ήταν λοιπόν να ξεκινήσει η Γαλλία τη διαδικασία στρατηγικής
αυτονομίας από τον εαυτό της – αν μπορεί. Η Ευρώπη δυστυχώς έχει πολύ δρόμο
ακόμα. Και κατηφορικό