Έτσι της έλεγαν πάντα και τη
μπούκωναν τόνους αγάπης, να την καταπίνει ολημερίς και να μην τολμάει να
πει «Όχι άλλη, έσκασα! Δεν μπορώ, ανακατεύομαι, θέλω να την κάνω εμετό την
αγάπη σας, να την αποβάλλω από τον οργανισμό μου, γιατί μου φέρνει ασφυξία!».
«Κανείς δεν πέθανε από πολλή
αγάπη».
«Ξέρω πολλούς που σάπισαν σαν
παραποτισμένα λουλούδια» ήθελε να τους απαντήσει, αλλά δεν τολμούσε.
Φοβόταν. Οι σημαντικοί γύρω της, οι γεννήτορες και τροφοί της αγάπης, την κρατούσαν φυλακισμένη με τις μαύρες κλωστές της ενοχής.
Είναι απλώς κλωστές, μα όσοι
είναι δεμένοι μ’ αυτές τις νομίζουν αγκαθωτά σύρματα που θα τους σκίσουν το δέρμα
αν δοκιμάσουν να τις σπάσουν. Και δεν δοκιμάζουν.
Άλλωστε, πώς ήταν δυνατόν να
λύσει τα δεσμά, να γίνει αυτόνομη; Πώς να εγκαταλείψει αυτούς που τόσα της
πρόσφεραν; Να μην τους τα ανταποδώσει; Ήταν τόσο καλοί, τόσο δοτικοί, αν έφευγε
θα ήταν αχάριστη.
«Ποιον θα βρεις να σε αγαπάει
τόσο; Εμείς θυσιαζόμαστε για σένα».
Έτσι της είπαν.
«Ποιον θα βρεις να σε αγαπάει
τόσο; Κανέναν! Μόνο με εμάς είσαι ασφαλής».
Ήταν όλοι τους μέσα
της. Μιλούσαν με το στόμα της κι εκείνη νόμιζε ότι ήταν δικά της λόγια.
Την πότιζαν «αγάπη». Της
ζητούσαν να ζήσει τα δικά τους όνειρα.
Κι εκείνη βγήκε στον κόσμο,
με τα χέρια χωμένα στο σεντούκι της ψυχής της, να τραβάει πληρωμές για ό,τι
αγάπη της έδιναν.
«Για τα γλυκά λόγια που μου
είπες, πάρε λίγη από την υποταγή μου. Για το θαυμασμό που μου έδειξες, σε
πληρώνω με το κορμί μου. Για τη δουλειά που μου πρόσφερες, σ’ εξοφλώ με τον
αυτοσεβασμό μου».
Κι έδινε, έδινε, έδινε, ώσπου
στράγγιξε και περιφερόταν με την αναιμική ψυχή της ετοιμοθάνατη.
Να, όμως! Εκεί λίγο πριν το
τέλος, το ένστικτο που κρατάει ζωντανά τα πλάσματα πάνω στον πλανήτη, αυτό
της επιβίωσης, φώναξε πιο δυνατά από τις φωνές όσων κυβερνούσαν μέσα της.
«Μην αφήσεις ξανά κανέναν να
σε ‘αγαπήσει’ έτσι» της κραύγασε. «Τις ρίζες σου, θα τις ποτίζεις πρώτα εσύ και
μετά οι άλλοι. Την τροφή σου θα τη μαγειρεύεις πρώτα εσύ και μετά οι άλλοι.
Πρώτα θα σ’ αγαπάς, και μετά θ’ αγαπάς και θα σ’ αγαπούν. Αλλιώς, μια ζωή θα
ξεπληρώνεις. Θυμήσου...την αγάπη τους…την ξερνούσες!».
Δεν είναι εύκολο για μια
χρεοκοπημένη ψυχή να μάθει να ζει χωρίς δάνεια και χρέη, να μάθει να
τρέφεται και να μην την τρέφουν, να αγαπιέται γι’ αυτό που είναι και όχι γι’
αυτό που πληρώνει. Παίρνει καιρό.
Η ηρωίδα της ιστορίας μας
ακόμα μαθαίνει. Ακόμα ακούει τις φωνές εκείνων μέσα της. Μα τώρα είναι
σιγανές, αδύναμες και η δικιά της τόσο δυνατή, που τις σκεπάζει όλες.
Η ηρωίδα της ιστορίας μας,
έμαθε πως η αληθινή αγάπη δεν φέρνει ασφυξία, αλλά απελευθερώνει.
Αυτήν προσφέρει στον εαυτό
της, αυτήν και στους γύρω της, αυτή ζητάει και να της προσφέρουν.
Οτιδήποτε άλλο δεν είναι
αγάπη, είναι αφανισμός.
ΠΗΓΗ: www.eyedoll.gr