«Αναμένοντας την ουκρανική αντεπίθεση» είναι η θεματική που εμφωλεύει στις περισσότερες αναλύσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πιθανή εξέλιξή του. Η ίδια η ουκρανική πλευρά έχει αναφερθεί πολλές φορές σε αυτήν, δημιουργώντας την αίσθηση ότι μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή, παρότι μοιάζει να έχει αργοπορήσει. Αυτή η εικόνα μιας κυοφορούσας μεν, στασιμότητας δε, δεν είναι βέβαια ακριβής, ιδίως μάλιστα μετά και την ανατίναξη του φράγματος Kαχόβκα στη Χερσώνα.
Πρόσφατες στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών
Στο αμιγώς στρατιωτικό σκέλος, η μάχη του Μπαχμούτ μαινόταν τους
προηγούμενους μήνες και μόλις προ ημερών φαίνεται πως ολοκληρώθηκε η κατάληψη
της πόλης από τις ρωσικές δυνάμεις. Αυτή η σύγχρονη «κρεατομηχανή» προκάλεσε
δεκάδες χιλιάδες θανάτους, μεγάλο μέρος του συνολικού φόρου αίματος αυτού το
πολέμου, ο οποίος έχει ήδη υπερβεί κατά πολύτις 100.000 ζωές και πολλαπλάσιους
τραυματίες.
Μια δεύτερη στρατιωτική εξέλιξη: οι επιθέσεις με drones στη Μόσχα και σε άλλες περιοχές, σε συνδυασμό με τις
επιθέσεις στην παραμεθόριο ρωσική περιφέρεια του Μπέλγκοροντ, τακτικά
αποσκοπούν στη δέσμευση ρωσικών δυνάμεων (αεράμυνας) μακριά από το Ντονμπάς,
και ταυτόχρονα πλαισιώνουν την ουκρανική πίεση προς τη Δύση για ενίσχυση στο
αεροπορικό σκέλος. Επιπλέον, σχετίζονται και με την ουκρανική απόπειρα να
προκληθούν ρήγματα και ανασφάλεια στη ρωσική κοινή γνώμη.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν και η παγκόσμια περιοδεία του Προέδρου
Ζελένσκι. Η επίσκεψή του σε έξι ευρωπαϊκές χώρες δεν εκπλήσσει, όπως και η
μετάβασή του στην Ιαπωνία για τη διάσκεψη του G7. Μη ευρύτερα αναμενόμενο ήταν
το πράσινο φως πως εντέλει έδωσαν στο πλαίσιο του G7 η ΗΠΑ για την
παραχώρησηF-16 στην Ουκρανία (από άλλες χώρες), ενώ η ενδιάμεση στάση
Ζελένσκιστη Σαουδική Αραβία, όπου συμμετείχε και στη διάσκεψη του Αραβικού
Συνδέσμου, ήταν σίγουρα αναπάντεχη, με άδηλες προς ώρας τις συνέπειές της.
Στο αμιγώς διπλωματικό επίπεδο, το τελευταίο διάστημα έχουν έπειτα από
καιρό εκδηλωθεί προσπάθειες διαμεσολάβησης από τρίτες χώρες με σκοπό καταρχάς
την παύση των εχθροπραξιών. Παρότι η πιθανότητα Ουκρανία και Ρωσία να δεχτούν
να εμπλακούν σε διαδικασίες διαχείρισης της σύγκρουσης είναι τώρα ελάχιστη,έχει
ενδιαφέρον ότι τέτοιες εκκλήσεις έχουν απευθύνει, πέρα από την Κίνα και την
Δανία, η Βραζιλία και η Ινδονησία.
Οι δύο τελευταίες είναι σημαντικές οικονομίες με πολύ μεγάλο πληθυσμό,
μέλη του G20 και διαθέτουν αξιόλογο συμβολικό κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις
(πχ λόγω Λούλαή ιστορικού ρόλου στο κίνημα των Αδεσμεύτων, αντιστοίχως). Αυτή
τους η ενεργοποίηση από μεσοπρόθεσμησκοπιά ενδεχομένως καταδεικνύει ότι μεσαίες
δυνάμεις του Παγκόσμιου Νότου αντιλαμβάνονται ότι η όποια διευθέτηση του
Ουκρανικού θα συνδέεται με μια ευρύτερη αλλαγή στην αρχιτεκτονική και τις αρχές
της παγκόσμιας τάξης· ως προς την παρούσα συγκυρία, δεν θα πρέπει να περάσει
απαρατήρητο ότι το κάλεσμά τους είναι απολύτως συμβατό με ενδυναμωμένες φωνές
από το εσωτερικό των ΗΠΑ που καλούν σεεπίσπευση της πολιτικής διαπραγμάτευσης
μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
Ο ρόλος των ΗΠΑ και η σταδιακή αμφισβήτηση της «άνευ όρων» στήριξης της
Ουκρανίας
Και μόνο λόγω του όγκου της στρατιωτικής βοήθειας που χορηγούν στην
Ουκρανία οι ΗΠΑ αποτελούν το σημαντικότερο «τρίτο μέρος» του πολέμου. Μεταξύ
άλλων, αυτό συνεπάγεται ότι διαθέτουν ισχυρούς μοχλούς πίεσης προς την
ουκρανική πλευρά και ως προς το ζήτημα των ενδεχόμενων διαπραγματεύσεων με τη
Ρωσία.
Είναι σαφές ότι η γραμμή της κυβέρνησης Μπάιντενπαραμένει κυρίαρχη· έχει
χαρακτηριστεί ως «συνετή» από υποστηρικτές της, καθώς συνδυάζει τη σημαντική
στρατιωτικη-οικονομική ενίσχυση της Ουκρανίας με την αποφυγή ευθείας
αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Στο πολιτικό επίπεδο (Κογκρέσο) συνεχίζει να
επιβάλει την ατζέντα της, όμως όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές αυτό δεν θα
πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Η γραμμή αυτή συνεχίζει να είναι πλειοψηφική και
στην κοινή γνώμη, με σαφείς όμως τάσεις αποδυνάμωσης. Στο πλαίσιο αυτό,
έχουν διατυπωθεί διαφορετικές γραμμές στην αμερικανική δημόσια σφαίρα-όλες
επηρεασμένες από διαφορετικές εκδοχές της σχολής του Ρεαλισμού στις Διεθνείς
Σχέσεις- οι οποίες σχηματικά μπορούν να διακριθούν στις εξής:
Η άποψη, διατυπωμένη και από τους πρώην Υπουργούς Εξωτερικών και άμυνας Κοντολίζα Ράις και Ρόμπερτ Γκέιτς, ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έπρεπε να
επιταχύνουν και να αυξήσουν την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, προκειμένου αυτή
να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ του περασμένου φθινοπώρου. Σε μια διακριτή παραλλαγή της, οι ΗΠΑ πρέπει μακροπρόθεσμα να δεσμευτούν
σε στήριξη της Ουκρανίας, ανεξαρτήτως της επιτυχίας της επικείμενης
αντεπίθεσης. Απλουστευτικά, πρόκειται για το πιο «παρεμβατικό» ή/και «αντι-ρωσικό»
ρεύμα σκέψης.
Στον αντίποδα, είναι η θέση που εξαρχής επισήμανε ως κρίσιμο λάθος των
ΗΠΑ τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ (βλ. πχ τις γνωστές θέσεις των H. Kissinger ή J. Mearsheimer). Συνδεόμενη με τη γραμμή μιας «συγκρατημένης»
εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ («restrainers»), εκπρόσωποι αυτής της θέσης έχουν από νωρίς καλέσει σε
εκεχειρία και διαπραγματεύσεις, μη αποκλείοντας ουκρανικές εδαφικές θυσίες
(ιδίως σε ό,τι αφορά την Κριμαία).
Μια τρίτη γραμμή κινείται μεταξύ της γραμμής Μπάιντεν και της
«συγκρατημένης» θέσης και μοιάζει να διαθέτει μεγαλύτερη δυνατότητα επηρεασμού.
Αυτό σχετίζεται με το ότι εκκινεί από δύο πιθανότατα ορθές παραδοχές: α) Ότι η
αναμενόμενη ουκρανική αντεπίθεση δεν πρόκειται, πιθανότατα, να οδηγήσει σε
σημαντικές μεταβολές στους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Αυτό βασίζεται, μεταξύ
άλλων, στο ότι η ενίσχυση του ουκρανικού στρατού με τανκς δεν έχει φτάσει
(ακόμα) στα επιθυμητά επίπεδα, ενώ περαιτέρω ενίσχυση (πχ F-16) απαιτεί πολύ
χρόνο, καθώς και στο ότι η ρωσική πλευρά έχει ενισχύσει με οχυρωματικά και άλλα
έργα τις γραμμές άμυνάς της. β) Ότι οι θέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας ως προς τα
κατειλημμένα εδάφη είναι απολύτως ασύμβατες. Το κεντρικό συμπέρασμα που εξάγει
η γραμμή αυτή είναι ότι ένας μακροχρόνιος πόλεμος είναι απολύτως πιθανός. Προς
αποτροπή αυτού, προτείνει ότι οι ΗΠΑ πρέπει, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της
ουκρανικής αντεπίθεσης, να προετοιμάσουν το έδαφος για πολιτικές
διαπραγματεύσεις, με άξονα μια μακρά εκεχειρία (τύπου Κορέας)· τούτο, κατά τους
εκφραστές της θέσης, σημαίνει ότι η Ουκρανία δεν θα ανακτήσει σύντομα τα χαμένα
εδάφη της.
Η τελευταία παραδοχή, αν και λογικά συνεπής είναι πιθανό να συναντήσει
σοβαρές αντιδράσεις εντός των ΗΠΑ και φυσικά από την Ουκρανία. Η πρόταση της
Ινδονησίας για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις «διαφιλονικούμενες» περιοχές[1], θα μπορούσε υπό
προϋποθέσεις να έχει θετικότερη έκβαση για την Ουκρανία, παρά την αρχική
αντίδρασή της στην προοπτική αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, οι συζητήσεις και πρωτοβουλίες -εκτός, αλλά κυρίως εντός των ΗΠΑ- σχετικά με μια ρωσο-ουκρανική διαπραγμάτευση συνιστούν μια σημαντική μεταβλητή. Επί του παρόντος φαντάζουν πρόωρες ή και αδιανόητες, η έκβαση όμως της αναμενόμενης ουκρανικής αντεπίθεσης, ενδεχομένως να τις καταστήσει σε κάποιους μήνες επίκαιρες.