Εκκινώντας από τη διαπίστωση ενός ολοένα εντεινόμενου περιορισμού ή και
αποκλεισμού της πρόσβασης ευρέων κοινωνικών ομάδων σε ιδιωτικοποιημένα,
ελεγχόμενα περιβάλλοντα, ο Λ. Τριάντης επισημαίνει την ανάγκη ανάσχεσης της
προϊούσας εμπορευματοποίησης του δημόσιου χώρου.Ενάντια στην κυρίαρχη αυτή
τάση, εισηγείται την ενδυνάμωση των διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης και
συμμετοχής και τηνεμπέδωση της χωρικής δικαιοσύνης μέσα από παρεμβάσεις για την
ενίσχυση των δημόσιων εξυπηρετήσεων και των κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών,
την προαγωγή της βιώσιμης κινητικότητας και της δημόσιας συγκοινωνίας καιτη
διασφάλιση προσιτής κατοικίας.Παράλληλα, συνεκτιμώντας τα νέα δεδομένα της
πολυκρίσης, τάσσεται υπέρμιας εναλλακτικής προσέγγισηςτων σύγχρονων αστικών
αναπλάσεων που να παρεμβαίνει σε ζητήματα όπως οι πιέσεις στην κατοικία, η
εκτός ελέγχου ανάπτυξη του αστικού τουρισμού και η συρρίκνωση των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, ευνοώντας την ανάμειξη χρήσεων και δραστηριοτήτων και τη
συνύπαρξη και αλληλεπίδραση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και πολιτισμικών
πρακτικών.
Τι είναι ο χωρικός σχεδιασμός και κατά πόσο έχει σήμερα αλλάξει το
κυρίαρχο πρότυπο σχεδιασμού και ανάπτυξης του χώρου;Πώς συναρτάται αυτό με τα
μείζονα διακυβεύματα της κλιματικής κρίσης και της όξυνσης των ανισοτήτων;
Ο χωρικός σχεδιασμός είναι η έννοια που χρησιμοποιούμε τα τελευταία
χρόνια όλο και περισσότερο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, για να
αναφερθούμε στο πώς οργανώνουμε τις ανθρώπινες και τις μη ανθρώπινες
δραστηριότητες στο χώρο, πώς προγραμματίζουμε την ανάπτυξη, αλλά και πώς
προστατεύουμε το περιβάλλον. Όλα αυτά σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες, από
την πολύ μεγάλη, που υπερβαίνει τα κράτη, μέχρι τις πιο μικρές, όπως τις
γειτονιές όπου ζούμε.Το σύστημα του χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνει τον
χωροταξικό, τον μητροπολιτικό, τον πολεοδομικό, τον αστικό σχεδιασμό και μια
σειρά από στρατηγικές αστικής ανάπτυξης, αναπλάσεις και άλλες παρεμβάσεις.
Πρόκειται για ένα σύνθετο πεδίο, που φτιάχνεται από ιδέες και επιστημονικές
θεωρήσεις, θεσμικά πλαίσια, διοικητικές διαδικασίες, επαγγελματικά δίκτυα και
πρακτικές, αλλά και όλων των ειδών τις διεκδικήσεις και τα συμφέροντα. Αφορά
δηλαδή ουσιαστικά όλη την κοινωνία και το πώς αυτή επιλέγει κάθε φορά να
προσδιορίσει και να προγραμματίσει τις σχέσεις της με το χώρο, τη γη, τη
θάλασσα,τους οικισμούς, το περιβάλλον.
Κατά τα τελευταία 40 χρόνια, την περίοδο δηλαδή της παγκοσμιοποίησης, το
κυρίαρχο πρότυπο σχεδιασμού και ανάπτυξης του χώρου συναρτήθηκε διεθνώς με τις
πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και τις ιδέες της οικονομικής μεγέθυνσης,του
ανταγωνισμού, της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικοποίησης. Αντίστοιχα, την
ίδια περίοδο υποχώρησαν οι αναφορές του σχεδιασμού στην κοινωνική πρόνοια, σε
αναδιανεμητικές λογικές και στον κρατικό παρεμβατισμό, που βρίσκονταν στον
πυρήνα της πολεοδομίας και χωροταξίας κατά τον 20ό αιώνα. Βέβαια, κατά την ίδια
περίοδο της παγκοσμιοποίησης αναδείχθηκαν και αιτήματα για μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη,
για την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς,
αναζητήθηκαν εναλλακτικές και δοκιμάστηκαν τρόποι να συμμετέχει η κοινωνία των
πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Σήμερα, μετά την πανδημία της Covid-19 και σε συνθήκες πλέον πολυκρίσης,
βρισκόμαστε μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις ως προς το τι κάνει και τι θέλουμε
να κάνει ο χωρικός σχεδιασμός, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Για κάποιες
και κάποιους από εμάς, η νεοφιλελεύθερη στροφή των τελευταίων δεκαετιών, η
έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού και προγραμματισμού και μια σειρά από τροχιές
εξάρτησης από το παρελθόν συνέβαλαν τελικά στην όξυνση της ανισότητας στο χώρο
και έκαναν τα περιβάλλοντα όπου ζούμε πιο τρωτά απέναντι στα νέα δεδομένα της
κλιματικής κρίσης. Στην Ελλάδα καταστροφές όπως φωτιές και πλημμύρες, αλλά και
οι κοινωνικές αντιδράσεις που συνοδεύουν πολλά νέα έργα και παρεμβάσεις, μας
υπενθυμίζουν ότι μάλλον κάτι δεν πάει και τόσο καλά με το πώς έχουμε επιλέξει
να φτιάξουμε το χώρο και με το πώς επιλέγουμε να συνεχίζουμε να τον φτιάχνουμε.
Και μέσα και έξω από τις πόλεις.
Προκύπτουν λοιπόν πολλά ερωτήματα: πώς σκεφτόμαστε σήμερα τη ζωή στις
πόλεις, τις καθημερινότητές μας, τις μετακινήσεις μας, τους χώρους κατοικίας
και εργασίας; Πώς σκεφτόμαστε την ανάπτυξη του τουρισμού και της αναψυχής στα
αστικά κέντρα και τα νησιά; Πού θα κατευθύνουμετις οικονομικές και παραγωγικές
δραστηριότητες; Θέλουμε να προστατεύσουμε τα δάση, τη γεωργική γη, τις
παραλίες, περιοχές και τοπία με οικολογική και πολιτισμική αξία και να τα διαφυλάξουμε
για τις επόμενες γενιές; Θέλουμε να έχουμε φυσική πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά
και κοινούς πόρους;Θέλουμε να έχουμε περισσότερο λόγο στο τι αποφασίζεται;
Ο χωρικός σχεδιασμός διαθέτει εργαλεία με τη βοήθεια των οποίων μπορεί
να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα –ή τουλάχιστον να προσπαθήσει– και
να κινηθεί προς την κατεύθυνση του μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής
κρίσης, της άμβλυνσης των ανισοτήτων στο χώρο, της συμμετοχής… Όμως τελικά το
εάν το κάνει ή όχι είναι ζήτημα πολιτικής. Και, κατ’ επέκταση, ένα ζήτημα
κοινωνικό.
Οι κυρίαρχες σήμερα τάσεις όσον αφορά τον δημόσιο χώρο, τόσο στη χώρα
μας όσο και διεθνώς, είναι η εμπορευματοποίηση, η ιδιωτικοποίηση, η συρρίκνωση
και ο έλεγχός του.
Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται συχνά λόγος για την
ανάγκη«εκδημοκρατισμού» του δημόσιου χώρου. Τι νοείται με τον όρο αυτό καιποια
είναι τα βασικά αιτούμενα και οι προϋποθέσεις ενός πιο δίκαιουκαι δημοκρατικού
τρόπου παραγωγής και λειτουργίας του δημόσιου χώρου;
Στην παράδοση της ευρωπαϊκής πόλης, ο δημόσιος χώρος, ιδιαίτερα στα
κέντρα των πόλεων, αναφέρεται πολύ συχνά σε δημοκρατικές και συλλογικές
πρακτικές. Παρ’ όλα αυτά, όντως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καταγράφονται
οι τάσεις που αναφέρετε, και στην Ελλάδα και διεθνώς. Το ερώτημα για έναν εκδημοκρατισμό
του δημόσιου χώρου είναι σύνθετο, γιατί σήμερα φαίνεται να μετατοπίζεταιτο
νόημα καιτης δημοκρατίας και του δημόσιου χώρου. Αφενός, όπως μας λέει η
σύγχρονη πολιτική θεωρία, ο νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει στρατηγικά τη
δημοκρατία, οι δημοκρατικοί θεσμοί δοκιμάζονται, σχέσεις εξουσίας αλλάζουν,
κάτι που το βιώνουμε και στην Ελλάδα όλο και πιο έντονα. Αφετέρου, βλέπουμε
επίσης πολύ έντονες τάσεις ιδιωτικοποίησης δημόσιων χώρων ως προς το νομικό
τους καθεστώς, το σχεδιασμό ή τη διαχείρισή τους.
Και πάλι προκύπτουν πολλά ερωτήματα: για παράδειγμα, πόσο δημόσιος
μπορεί να είναι ένας πολύ εμπορευματοποιημένος χώρος, όπως ένα
τουριστικοποιημένο κέντρο πόλης ή μια κορεσμένη τουριστικά παραλία; Ή πόσο
δημόσιος μπορεί να είναι ένας ιδιωτικοποιημένος χώρος, όπως αυτός που
προγραμματίζεται στο Ελληνικό;Ήο κοινόχρηστος χώρος μέσα σε ένα mall ή πίσω από
τους φράχτες των μεγάλων τουριστικών συγκροτημάτων; Και, επίσης, πόσο δημόσιος
μπορεί να είναι ένας διαρκώς επιτηρούμενος, είτε μέσω της αστυνόμευσης είτε μέσω
τεχνολογικών συστημάτων, χώρος;
Μια βασική προϋπόθεση για έναν πιο δημοκρατικό δημόσιο χώρο θα ήταν
νασκεφτούμε ότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι ουδέτερος, ούτε απλά υπάρχει στο
κενό ή στο σχεδιαστήριό μας. Ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια και τους δρόμους της πόληςγίνεται
δημόσιος μέσα από όσα μπορούμε να κάνουμε οι άνθρωποι εκεί, οι πολύ
διαφοροποιημένες κοινωνικές ομάδες, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Και
όσο περισσότερο συμπεριληπτικός και ανοιχτός είναι, τόσο και περισσότερο
δημόσιος.
Στον δημόσιο χώρο αντανακλώνται οι δυναμικές της κοινωνίας, η ανισότητα,
οι διακρίσεις, οι αποκλεισμοί, οι διεκδικήσεις, οι συγκρούσεις. Ας κάνουμε μια
δοκιμή παρατήρησης σε έναν οποιονδήποτε δημόσιο χώρο που βρίσκεται δίπλα μας.
Είναι πολύ πιθανό να αντιληφθούμε ότι παράμετροι όπως η κοινωνική τάξη, η φυλή,
το φύλο, η σεξουαλικότητα, η ηλικία, η σωματική ικανότητα ή αναπηρία καθορίζουν
ουσιαστικά το ποιες και ποιοι εμφανίζονται στον δημόσιο χώρο και τι μπορούν να
κάνουν εκεί. Και, παράλληλα, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι στον δημόσιο αυτό
χώρο έχουν ήδη περιοριστεί ή και αποκλειστεί με άμεσους ή έμμεσους τρόπους οι
δυνατότητες πρόσβασης και κοινωνικής ορατότητας για διάφορες ομάδες, όπως
γυναίκες, άτομα με αναπηρία, ηλικιωμένες/ους, κουήρ άτομα, μετανάστ(ρι)ες,
ρομά, ευάλωτες και ευπαθείς κοινωνικά ομάδες κ.λπ.
Θα έλεγα ότι ανάμεσα στις σύγχρονες τάσεις μία που φαίνεται να αποκτά
κρίσιμη σημασία είναι η προσπάθεια να φτιαχτούν «δημόσιοι χώροι» που να
αποκλείουν με διάφορους τρόπους τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και να δημιουργούν
«ασφαλή», ιδιωτικοποιημένα, ελεγχόμενα περιβάλλοντα για ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, εγχώρια ή διεθνή. Γνωρίζουμε,εξάλλου,ότι τάσεις «ασφαλειοποίησης» και
ιδιωτικοποίησης στο χώρο πάνε χέριχέρι. Και είναι ένα ζήτημα πολιτικής, αλλά
και πρόκληση για την αρχιτεκτονική και τονχωρικό σχεδιασμό, να αποτρέψουμε τις
τάσεις αυτές.
Με αυτό το αίτημα εκδημοκρατισμού του δημόσιου χώρου που περιγράφετε
συνδέεται και η έννοια της χωρικής διακυβέρνησης, που με τη σειρά της
παραπέμπει σε εκείνη της χωρικής δικαιοσύνης, έκφανση της οποίας είναι και το
λεγόμενο δικαίωμα στην πόλη. Θα θέλατε να μας εξηγήσετεπώς εγγράφονται τα
παραπάνω στη συζήτηση για την άμβλυνση των χωρικών ανισοτήτων;
Η χωρική διακυβέρνηση είναι μια έννοια με πολλές αναγνώσεις.Εμφανίστηκε
κατά τις τελευταίες δεκαετίες μαζί με την έννοια του χωρικού σχεδιασμού, αλλά
εστιάζειπερισσότερο σε διαδικασίες και στο «ποιος κάνει τι». Αναφέρεται σε μια
μετατόπιση προς έναν πιο επιτελικό ρόλο της κεντρικής διοίκησης και του κράτους
στο σχεδιασμό του χώρου. Και, ταυτόχρονα, στην πολύ πιο ενεργή εμπλοκή της
αγοράς και την επαναδιαπραγμάτευση αρμοδιοτήτωνμεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού
τομέα. Αλλά και στη δραστηριοποίηση μιας σειράς ετερόκλητων «παικτών», από
διεθνείς οργανισμούς και δίκτυα μέχρι ΜΚΟ. Ίσως η πιο θετική όψη της χωρικής
διακυβέρνησης είναι το επιθυμητό άνοιγμα προς την κοινωνία των πολιτών και η
ενδυνάμωση διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης και συμμετοχής. Θετική, βέβαια,
στο βαθμό που υπάρχει και προωθείται με τρόπο ουσιαστικό και συστηματικό, όχι προσχηματικό.
Από την άλλη, η χωρική δικαιοσύνη, όπως και το «δικαίωμα στην πόλη»,
είναι έννοιες-προτάγματα που μας έρχονται από τα πεδία της ριζοσπαστικής
γεωγραφίας και της αστικής κοινωνιολογίας, από διανοητές όπως ο Ανρί Λεφέβρ, o
Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ο Έντουαρντ Σότζα κ.ά. Έχουν μάλιστα εμπλουτιστεί σημαντικά τα
τελευταία χρόνια μέσα από τις οπτικές της περιβαλλοντικής και κλιματικής
δικαιοσύνης. Αν και συχνά συνδέουμε τις έννοιες αυτές κάπως αφαιρετικά με
δράσεις ή διεκδικήσεις στον δημόσιο χώρο, νομίζω ότι έχουν μια έντονη
οικονομική και, κατ’ επέκταση, κοινωνική διάσταση, που σχετίζεται με την
ανισότητα.
Στην ουσία μάς προτείνουννα κατανοήσουμε τους μηχανισμούς πίσω από τους
τρόπους με τους οποίους παράγεται και αναπαράγεται ο αστικός χώρος (δηλαδή την
αστικοποίηση, την οικοδόμηση, τα αστικά έργα και παρεμβάσεις, τις χωροθετήσεις)
ως μηχανισμούς που παράγουν οφέλη και ζημίες, υπεραξίες και βάρη, κερδισμένους
και χαμένους, μεταβολές στις τιμές της γης, διανομές και αναδιανομές
εισοδήματος.
Οι προσεγγίσεις αυτές μας δίνουν μια κατεύθυνση για το πώς μπορούμε να
ερμηνεύσουμε την όξυνση των ανισοτήτων στο χώρο. Και, επακόλουθα, πώς θα
μπορούσαμε να παρέμβουμε. Να διεκδικήσουμε δηλαδή την αναδιανομήτων κερδών ως
ανταπόδοση σε ομάδες που μπορεί να αποκλείονται, τόσο κοινωνικά όσο και
γεωγραφικά από τις διαδικασίες αυτές. Τέτοιου τύπου αναδιανομές θα μπορούσαν να
αφορούν τη δημόσια πρόνοια, την ενίσχυση κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών, την
προσιτή κατοικία, τηνκοινωνική ασφάλεια.
Επιπλέον, οι προσεγγίσεις αυτές μας προτρέπουν να αντισταθούμε στη
συνεχή εμπορευματοποίηση του αστικού χώρου, που τείνει να οδηγεί σε κοινωνικούς
αποκλεισμούς. Και να διεκδικήσουμε ξανά τη χρήση, την οικειοποίηση, την
εμπειρία της πόλης ως κάτι που φτιάχνουμε όλες και όλοι από κοινού.Σαν ένα
συλλογικό παιχνίδι ή σαν έργο τέχνης.
Γιατί είναι κρίσιμο οι χωρικέςανισότητες στις οποίες αναφερθήκατενα
αποτυπώνονται και να καταγράφονται και πώς μπορούν οι σχετικοί δείκτες να
συμβάλουν στη χάραξη αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών;
Η καταγραφή, η αποτύπωση και χαρτογράφηση των χωρικών ανισοτήτων είναι
ιδιαίτερα σημαντική για τον χωρικό σχεδιασμό και τη χάραξη δημόσιων πολιτικών
επειδή ακριβώς μας προσφέρει μια τεκμηριωμένη οπτική σε δεδομένα, υπαρκτές
διαστάσεις και ανάγκες της πόλης. Πρόκειται για ιδιαίτερα βοηθητικά εργαλεία
για την κεντρική διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, για έναν προγραμματισμό
που να κατανέμει και να ανακατανέμει πιο ορθολογικά και πιο δίκαια παρεμβάσεις,
προγράμματα, χρηματοδοτήσεις κ.λπ. Άρα, μας βοηθάνε στην τεκμηρίωση των
επιλογών, αλλά και στην προτεραιοποίησή τους,ώστε να ξέρουμε πού να παρέμβουμε
και τι χρειάζεται να έρθει μπροστά. Βέβαια, χρειάζεται ένα πλαίσιο πολιτικής
που θα λάβει υπόψη τις καταγραφές αυτές.
Σκέφτομαι, για παράδειγμα, το υλικό που βρίσκεται αναρτημένο στην πολύ
σημαντική διαδικτυακή πλατφόρμα του Κοινωνικού Άτλαντα της Αθήνας. Οι
χαρτογραφήσεις που περιέχει ως προς τις κοινωνικές ανισότητες, την κοινωνική
αποστέρηση ή συνθήκες τρωτότηταςστο περιφερειακό επίπεδο της Αττικής είναι
ενδεικτικές για να σκεφτούμε το πού θα μπορούσαμε να παρέμβουμε κατά
προτεραιότητα ώστε να αμβλύνουμε τις ανισότητες, πώς θα μπορούσαμε να
κατανείμουμε ορθολογικότερα και δικαιότερα πόρους και προγράμματα.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι από μια πρόσφατη έρευνα που κάναμε με το
LSEUrbanAgeTaskForce. Σε χαρτογραφήσεις που αφορούν το δήμο Αθηναίωνφαίνεται,
ας πούμε, ότι δυτικές και βόρειες δημοτικές κοινότητες στην Αθήνα έχουν πολύ
λιγότερους πράσινους χώρους και πλατείες σε σχέση με τις υπόλοιπες. Άλλες
χαρτογραφήσεις δείχνουν την οικονομική σημασία που έχει η συγκέντρωση θέσεων
εργασίας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στο κέντρο της πόλης. Με βάση τα
δεδομένα και τις χαρτογραφήσεις αυτές, ένας απλός, ορθολογικός συλλογισμός θα
μας οδηγούσε, για παράδειγμα, να ενισχύσουμε το πράσινο εκεί όπου λείπει. Ή να
μην προγραμματίσουμε αλόγιστα και χωρίς τεκμηρίωση την ξαφνική αφαίρεση θέσεων
εργασίας από το κέντρο της πόλης για να τις μεταφέρουμε σε ένα κυβερνητικό
πάρκο στην ΠΥΡΚΑΛ.
Μεθοδεύσεις σαν κι αυτή που επικαλεστήκατε, αλλά και μεγάλες αστικές
αναπλάσεις και παρεμβάσεις,συχνά οδηγούν σε φαινόμενα «εξευγενισμού» και
όξυνσης χωροκοινωνικών πολώσεων και αποκλεισμών. Τον δημόσιο διάλογο
απασχόλησαν, για παράδειγμα, πρόσφατα παρεμβάσεις με τις οποίες επιχειρήθηκε να
αλλάξει η όψη του κέντρου της Αθήνας.
Ποια είναι η σκοπιμότητα παρεμβάσεων όπως αυτές που βλέπουμε σήμερα στην
Πλατεία Συντάγματος, στην Πλατεία Εξαρχείων και στο Λόφο του Στρέφη και τι
πραγματικά λείπει από πόλεις όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη;
Πράγματι, οι αστικές αναπλάσεις και παρεμβάσεις κινητοποιούν πολύ συχνά
τις δυνάμεις της κτηματαγοράς, οδηγούν σε μεταβολές των τιμών γης και ακινήτων
και σε άμεσους ή έμμεσους εκτοπισμούς των ενοικιαστών, των χαμηλότερων
εισοδηματικών στρωμάτων και των λιγότερο ανταποδοτικών χρήσεων. Αυτό, βέβαια,
δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποφύγουμε τις αστικές παρεμβάσεις ή να στεκόμαστε
απέναντι. Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει την υποχρέωση να αναβαθμίζει το αστικό
περιβάλλον, να φροντίζει ώστε να μην υποβαθμίζονται γειτονιές, να
ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες ανάγκες για νέο, ποιοτικό δημόσιο χώρο και στο
κέντρο και στις γειτονιές. Οι παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο λοιπόν χρειάζονται,
εφόσον προκύπτουν μέσα από διαφανείς θεσμικές διαδικασίες, με δημόσιο έλεγχο
και με εμπιστοσύνη στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Όμως δεν αρκούν. Χρειάζεται, νομίζω, μια πιο καθαρή στόχευση και μια πιο
ενεργητική πολιτική που να παρεμβαίνει σε ζητήματα όπως οι πιέσεις στην
κατοικία, η εκτός ελέγχου ανάπτυξη του αστικού τουρισμού ή η επιβίωση των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων.Και στην περίπτωση αυτή ο χωρικός σχεδιασμός διαθέτει
εργαλεία που έχουν δοκιμαστεί σε πολλές πόλεις του ευρωπαϊκού χώρου. Σκέφτομαι,
ας πούμε, τη Βιέννη, που για πολλά χρόνια έχει δοκιμάσει με επιτυχία
προγράμματα ήπιας ανάπλασης που αναβαθμίζουν τα κτίρια, φροντίζοντας όμως να
παραμείνουν οι ενοικιαστές και οι κάτοικοι στη θέση τους. Ή τη Βαρκελώνη, που,
για να αντιμετωπίσει την τουριστικοποίηση, επέλεξε να ρυθμίσει την ανάπτυξη των
τουριστικών καταλυμάτων και της βραχυχρόνιας μίσθωσης και έβαλε μπρος προγράμματα
προσιτής και συνεταιριστικής κατοικίας με πολύ αξιόλογο αρχιτεκτονικό
σχεδιασμό.
Σήμερα, πολλά μπορεί να λείπουν από τις πόλεις μας και πολλά μπορούν να
γίνουν για το πράσινο και τον δημόσιο χώρο, για τη βιώσιμη κινητικότητα και τη
δημόσια συγκοινωνία, για τις δημόσιες εξυπηρετήσεις και υποδομές, για το
απόθεμα των κτιρίων και για αξιοπρεπείς συνθήκες κατοικίας. Αν έπρεπε όμως να
διαλέξω κάτι, νομίζω ότι αυτό που ουσιαστικά λείπει είναι ένα οργανωμένο και
ουσιαστικό δημοκρατικό άνοιγμα προς την κοινωνία των πολιτών. Νομίζω ότι οι
κοινωνίες των πόλεων στην Ελλάδα, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, είναι
από καιρό έτοιμες να δοκιμάσουν μια πιο συστηματική συμμετοχή στις διαδικασίες
λήψης αποφάσεων για την πόλη. Και ότι πολλοί δήμοι, αν υπάρξει το αντίστοιχο
θεσμικό πλαίσιο, θα το τολμήσουν.
Όταν αναφερόμαστε στην «εικόνα μιας πόλης», τι ακριβώς εννοούμε; Μπορεί
αυτή να ανακατασκευαστεί και, εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η εικόνα της πόλης είναι,αρχικά, αυτό που βλέπουμε γύρω μας:τα κτίρια, οι
υποδομές, ο δημόσιος χώρος, οι μορφές, οι δραστηριότητες, οι εικόνες, το αστικό
περιβάλλον.Προσεγγίσεις της γεωγραφίας έχουν μελετήσει νοητικές,
συμπεριφορικές, ψυχολογικές, επικοινωνιακές παραμέτρους της εικόνας της
πόλης.Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η έμφαση στην εικόνα της πόλης έχει
συνδεθεί με στρατηγικές αστικού μάρκετινγκ, μεγάλα έργα ανάπλασης, εντυπωσιακή
αρχιτεκτονική από διεθνή γραφεία. Οι στρατηγικές αυτές επιχειρούν συχνά να
κατασκευάσουν μια νέα εικόνα και μια νέα ταυτότητα για την πόλη. Να
κινητοποιήσουν εκ νέου την οικονομία της, να την κάνουν πιο ανταγωνιστική, να
προσελκύσουν τουρισμό, επενδύσεις και εργατικό δυναμικό. Οι στρατηγικές αυτές,
βέβαια, έχουν δεχτεί πολλή κριτική. Για παράδειγμα, επειδή μπορεί να
ασχολούνται με έργα βιτρίνας ή επικοινωνίας ή επειδή φτιάχνουν αστικά
περιβάλλοντα που μοιάζουν ίδια μεταξύ τους ή, ακόμα, επειδή μπορεί να οδηγούν
σε εκτοπισμούς. Παράλληλα, έχουν δοκιμαστεί και ενδιαφέρουσες εναλλακτικές που
αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου με μέριμνα να μην
αλλοιωθεί η ταυτότητά του.
Για παράδειγμα, για την Αθήνα, μια εναλλακτική τέτοια προσέγγιση θα
αναζητούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου στην πολυκατοικία, τη μικρή
κλίμακα των οικοδομών, την ανάμειξη χρήσεων και δραστηριοτήτων, τη ζωντάνια
στον δημόσιο χώρο, τη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση διαφορετικών κοινωνικών
ομάδων και πολιτισμικών πρακτικών, το παλίμψηστο της ιστορίας και των
κοινωνικών αναφορών, τα δίκτυα εργασίας, υπηρεσιών, παραγωγής που συγκροτούν
τις καθημερινότητες της πόλης. Αντίθετα, η εκτός ελέγχου τουριστικοποίηση του
κέντρου ή μεγάλα έργα, όπως το Ελληνικό και η ΠΥΡΚΑΛ,μπορούμε να πούμε ότι
επιχειρούν να ανακατασκευάσουν την εικόνα της πόλης με έναν περιοριστικό και
μάλλον βίαιοτρόπο. Προτείνοντας μια πιο ρηχή και μια πιο φτωχή εικόνα και
ταυτότητα για την πόλη.
Μου φαίνεται πάντως ότι αυτή η συζήτηση για την κατασκευή και προώθηση
της εικόνας της πόλης, που χαρακτήρισε τις πρώτες δεκαετίες της
παγκοσμιοποίησης, είναι πλέον αναντίστοιχη με τις σύγχρονες προκλήσεις.Θα έλεγα
ότι βρισκόμαστε σήμερα σε μια άλλη αφετηρία της συζήτησης για τις πόλεις, το
περιβάλλον, το χώρο και το σχεδιασμό. Που, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι,
δεν μπορεί να αγνοεί τα νέα δεδομένα της πολυκρίσης.Έχει περιορισμένο
ενδιαφέρον να ασχολούμαστε με μια ελκυστική ή επιθυμητή εικόνα, όταν μπορούμε
να μιλήσουμε για πράγματα πουαφορούν ουσιαστικά μια καλή διαβίωση στις πόλεις
του 21ου αιώνακαι για το πώς θα φτάσουμε εκεί.