Για τις ανάγκες της έρευνας
εξετάστηκαν στοιχεία που είχαν δοθεί σε προηγούμενη μελέτη για τις
συναισθηματικά ευάλωτες οικογένειες και τον βαθμό ευτυχίας των παιδιών που
ζούσαν σε αυτές. Τα στοιχεία αφορούσαν πληροφορίες που έδωσαν 3.288 μητέρες, οι
περισσότερες από τις οποίες ήταν ανύπαντρες και με χαμηλά εισοδήματα. Οι
μητέρες υποχρεώθηκαν να ενημερώσουν τους ειδικούς για την κατάσταση που
επικρατούσε στο σπίτι σε δύο χρονικές στιγμές: όταν το παιδί τους ήταν 3 και 5
ετών.
Οι περισσότερες από τις
οικογένειες αυτές ζούσαν σε χαοτικές συνθήκες. Οι παράμετροι που λήφθηκαν υπόψη
ήταν πολλές. Για παράδειγμα, οι μητέρες ρωτήθηκαν πόσα άτομα ζούσαν στο σπίτι,
αν η τηλεόραση έπαιζε καθημερινά για περισσότερες από 5 ώρες, αν το παιδί είχε
συγκεκριμένη ώρα για τον βραδινό ύπνο, αν το σπίτι ήταν βρώμικο και
ασυμμάζευτο, κ.λπ. Επίσης, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους και τις εργασιακές
υποχρεώσεις της μητέρας. Αν, δηλαδή, μπορούσε να λείψει από την εργασία της για
να φροντίσει η ίδια το παιδί σε περίπτωση ανάγκης ή αν είχε την ευελιξία και
την ευχέρεια να τακτοποιήσει όλες τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Στο τέλος, με
βάση τα κριτήρια αυτά, οι μητέρες έπρεπε να βαθμολογήσουν την κατάσταση στο
σπίτι ως άριστη, πολύ καλή, καλή, μέτρια ή κακή.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι
τα υψηλότερα επίπεδα ακαταστασίας και χάους στο σπίτι είχαν παρατηρηθεί, όταν
τα παιδιά ήταν 3 ετών, γεγονός που επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό την υγεία τους
δύο χρόνια αργότερα. Μάλιστα, οι επιστήμονες, για να είναι απόλυτα σίγουροι για
τα αποτελέσματα, εξέτασαν και το αντίστροφο, δηλαδή αν και κατά πόσο η κακή
υγεία των παιδιών έκανε περισσότερο χαοτική την κατάσταση στο σπίτι, ωστόσο
κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε.
Η Claire Kamp Dush,
επικεφαλής της έρευνας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Ανθρωπιστικών
Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, δήλωσε: «Τα παιδιά έχουν την ανάγκη να
υπάρχει τάξη στη ζωή τους. Όταν στο σπίτι επικρατούν συνθήκες χάους και η
καθημερινότητά τους δεν είναι σταθερή, το άγχος αυξάνεται και η υγεία των
παιδιών γίνεται εύθραυστη».
Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Social Science &
Medicine»