Η ισότητα των φύλων ήταν κεντρικός στόχος του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος από τη γένεσή του, ενώ η καταπολέμηση των ανισοτήτων φύλου, όπως και η εξάλειψη της έμφυλης βίας,αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε προοδευτικού πολιτικού προγράμματος με πρόταγμα την κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι ανισότητες φύλου αποτελούν
δομικό στοιχείο των πατριαρχικών καπιταλιστικών κοινωνιών, απόρροια και
οφείλονται σε τρεις αιτίες. Πρώτον, στη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και
πολιτική ισχύ των ανδρών που τους εξασφαλίζει κυριαρχία επί των γυναικών,
δεύτερον, στην κοινωνική υποτίμηση των ικανοτήτων, της αξίας της εργασίας και
της κοινωνικής συνεισφοράς των γυναικών, που συνιστά την ιδεολογική βάση της
ανδρικής υπεροχής και, τρίτον, στην οικονομική εκμετάλλευση και αναπαραγωγή των
κοινωνικών διακρίσεων εις βάρος των γυναικών από το κεφάλαιο.
Οι έμφυλες ανισότητες
διαπλέκονται με άλλες ανισότητες (ταξικές, φυλετικές, εθνικότητας κ.α.)
διαπερνούν όλους του τομείς της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής και απαιτούν
κοινωνική και κρατική παρέμβαση σε όλα τα μέτωπα.
Η πολιτική ισότητας των φύλων
αντιμετωπίζει στη σημερινή εποχή πολύ διαφορετικές προκλήσεις σε σχέση με το
παρελθόν.Οι γυναίκες κατέκτησαν πολλά τον 20οαιώνα και οι ανισότητες φύλου
μειώθηκαν, ιδίως μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η όποια προσπάθεια επιβολής
συντηρητικών νόμων, αξιών και προτύπων είναι καταδικασμένη να αποτύχει, διότι
αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό.
Η είσοδος και η σταθερή
ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία και η σταδιακή μείωση των εις βάρος
τους διακρίσεων στην αγορά εργασίας στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες
αποτελούν μια παγκόσμια σιωπηλή επανάσταση που έρχεται από μακριά, διαρκεί πολύ
και δεν έχει επιστροφή.
Στη χώρα μας αυτή η
επανάσταση συντελέστηκε μετά την πτώση της χούντας και ιδίως από τις αρχές της
δεκαετίας του 1980 και ύστερα. Συνδέεται μετη σταδιακή μετατροπή της ελληνικής
οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών, την ανάγκη των επιχειρήσεων για περισσότερο
και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, τη θεαματική άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου
των γυναικών, την ευρωπαϊκή νομοθεσία και την πολιτική ισότητας των φύλων, που
επηρέασε και επηρεάζει την εθνική νομοθεσία και πολιτική από την ένταξη της
Ελλάδαςστην ΕΟΚ μέχρι σήμερα.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την
πτώση της χούντας, οι γυναίκεςείναι η ανερχόμενη κοινωνική δύναμη στη δημόσια
ζωή της χώρας μας, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες αναπτυγμένες αλλά και
αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη.
Οι γυναίκες αποτελούν το
42,5% του εργατικού δυναμικού, το 53% των ανειδίκευτων εργαζόμενων. Όμως
ταυτόχρονα ανέρχονται στο 55% των απασχολούμενων σε επιστημονικά και ελευθέρια
επαγγέλματα και στο 48% των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα και των τεχνολογικών
επαγγελμάτων.Τέλος, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αποτελούν το 60% των
αποφοίτωντης ανώτατης εκπαίδευσης και έχουν υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από
τους άνδρες στους 20άρηδες, 30άρηδες και 40άρηδες.
Εντούτοις, παρά τις
κατακτήσεις των τελευταίων πενήντα ετών,η ισότητα των φύλων στην Ελλάδα
αποτελείσήμερα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα,διότι η χώρας μας
βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. με βάση το δείκτη ισότητας του
Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ισότητας των Φύλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω των πολύ
μεγάλωνανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών που υπάρχουν στον τομέα της
εργασίαςκαι της συμμετοχής σε θέσεις εξουσίας.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει
το χαμηλότερο γυναικείο ποσοστό απασχόλησης και το υψηλότερο γυναικείο ποσοστό
ανεργίας στην Ε.Ε., είναι η χώρα της Ε.Ε. με τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου
εις βάρος των γυναικών ως προς την απασχόληση και την ανεργία, ενώ οι έμφυλες ανισότητεςως
προς τη συμμετοχή στην οικιακή εργασία είναι στην Ελλάδα από τις υψηλότερες
στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 30% των διευθυντικών/
διοικητικών στελεχών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ενώ η
χώρακαταλαμβάνει μία από τις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. ως προς το και ποσοστό
συμμετοχής των γυναικών στην κυβέρνηση, στο κοινοβούλιο, στα διοικητικά
συμβούλια των μεγάλων ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων, των τηλεοπτικών
σταθμών κλπ.
Όμως, εκτός από κοινωνικός
και πολιτικός στόχος και στοίχημα, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι στις
σημερινές συνθήκες μείωσης του πληθυσμού και δημογραφικής γήρανσης, η ισότητα
των φύλων στη χώρα μας είναι άμεσα συνυφασμένη με την αναπτυξιακή προοπτική,
άρα αποτελεί μείζονα αναπτυξιακή πρόκληση.
Γνωρίζουμε πλέον ότι ο
πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 450 χιλιάδες και
προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,5 εκ. τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα
συνεχίζει να γηράσκει με επιταχυνόμενους ρυθμούς.Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού
θα είναι τεράστιες και θα αρχίσουν να γίνονται σύντομα αισθητές, ενώ οι
συνέπειες της γήρανσης στο ασφαλιστικό σύστημα προβλέπονται δραματικέςαν δεν
υπάρξει ταχεία αύξηση της απασχόλησης.Τούτων δεδομένων, η κινητοποίηση του
γυναικείου εργατικού δυναμικού και, προπαντός, η αύξηση του γυναικείου ποσοστού
απασχόλησης αποτελούν κομβική κατεύθυνση πολιτικής για την πρόληψη και
αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης και των περιορισμών που αυτή
επιβάλλειστην ανάπτυξη. Απαιτούν ενεργητική πολιτική προώθησης της γυναικείας
απασχόλησης,σε συνδυασμό μεπολιτικέςεργασιακής ένταξης των προσφύγων και
εισαγωγής εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες.
Όμως, η αύξηση του ποσοστού
απασχόλησης των γυναικών και η ισότητα των φύλων είναι αδύνατο ναεπιτευχθεί
χωρίς μεγάλες επενδύσεις στην «οικονομία της φροντίδας»,που δημιουργεί πολλές
γυναικείες θέσεις εργασίας ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνει γυναικείο δυναμικό που
εντάσσεται σταθερά στην αγορά εργασίας.
Πριν από την κρίση της
πανδημίας, φεμινίστριες οικονομολόγοι είχαν υποστηρίξει ότι οι κοινωνικές
επενδύσεις στην φροντίδα θα έπρεπε να αποτελούν βασικό πυλώνα ενός κοινωνικά
δίκαιου και συμπεριληπτικού αναπτυξιακού μοντέλου, που να προωθεί την αύξηση
της γυναικείας απασχόλησης και την ισότητα των φύλων ταυτόχρονα με την ενίσχυση
του κοινωνικού κράτους και το δικαίωμα στη φροντίδα όλων όσων την έχουν ανάγκη.
Η κρίση του κορονοϊού έδειξε
τη σημασία της φροντίδας και για την αναπαραγωγή και «ανθεκτικότητα» των
κοινωνιών σε έκτακτες συνθήκες απέναντι σε έκτακτες απειλές. Ωστόσο, η σημερινή
κυβέρνηση δεν ενέταξε τον τομέα στο «Ελλάδα 2.0» και στις χρηματοδοτήσεις του
Ταμείου Ανάκαμψης, ενώη ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου απουσιάζει εντελώς
από το «Ελλάδα 2.0».
Μια προοδευτική κυβέρνηση θα
πρέπει να αλλάξει τις πολιτικές προτεραιότητες και την κατανομή των πόρων υπέρ
της ισότητας και της κοινωνικής φροντίδας. Οι προγραμματικές θέσεις του
ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ περιλαμβάνουν τη γενναία ενίσχυση και αναβάθμιση του συστήματος
δημόσιας φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και αναπήρων και την ισόρροπη κατά φύλο
διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αποτελούν τη βάση για το πρόγραμμα
μιας προοδευτικής κυβέρνησης.
* Το κείμενο είναι
επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης στο συνέδριο του Ινστιτούτου Εναλλακτικών
Πολιτικών ΕΝΑ «Για μια
Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι -Προτεραιότητες – Πολιτικές»