Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αποτελείμια συνολική προσέγγισητης υγείας των ανθρώπων, από την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη ως τη διαχείριση χρόνιων νοσημάτων και την παρηγορητική φροντίδα. Δίνει έμφαση στην καθολική κάλυψη, την προσβασιμότητα, την ολοκληρωμένη φροντίδα, τη διατομεακή– διεπιστημονική δράση και τη συμμετοχή της κοινότητας. Ο όρος αφορά στην υγεία της κοινότητας και βέβαια συνέχεται και με της δομές ψυχικής υγείας, οδοντιατρικής φροντίδας και κοινωνικής πρόνοιας.
Η προώθηση τηςυγείας καιτης
ευεξίας με βιώσιμο τρόπο αποτελεί βασική αρχή, στοχεύοντας κυρίως στη μείωση
των ανισοτήτων που προκαλούνται από την σύγχρονη οικονομική και κοινωνική
επίθεση.
Η πανδημία άλλαξε την οπτική
της για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Έγινε επιτέλους ορατή. Αναγνωρίστηκαν
χαρακτηριστικά και δυνατότητες που επισημάνθηκαν μεν αλλά δεν ενδυναμώθηκαν.
Η πανδημία είχε πολύπλοκο
αντίκτυπο, από τη μια με βελτιωμένη πρόσβαση σε πολλά περιβάλλοντα, και από την
άλλη με μείωση της πληρότητας των υπηρεσιών. Στον απόηχο της, η πρωτοβάθμια
αντιμετωπίζει αύξηση της ζήτησης, καθώς οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της COVID-19
γίνονται εμφανείς, ενώ παράλληλα επανέρχεται και οξύνεται η ανάγκη πρόληψης και
αντιμετώπισης όλου του φάσματος της νοσηρότητας.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
είναι τώρα στο προσκήνιο περισσότερο από ποτέ γιατί τα θεμελιακά της χαρακτηριστικά
είναι απαραίτητα για τη διαχείριση κρίσεων της αυτές που προκύπτουν στη μετά
cοvid εποχή.
Στην Ελλάδα της πανδημίας, η
αποδιάρθρωση της ΠΦΥ, της και του υπόλοιπου συστήματος υγείας, έχει ωθήσει τα
πράγματα στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Βιώνουμε ένα πλαίσιο της
εξουθενωτικής υποστελέχωσης. Παρά την αύξηση του ιατρικού δυναμικού τη διετία
2018-19 κατά 3,5%, σήμερα υπηρετούν μόλις 2300 γιατροί της δημόσιες δομές ΠΦΥ,
ενώ το προσωπικό των λοιπών ειδικοτήτων των Κέντρων Υγείας, παρά το ότι
αυξήθηκε κατά 9.3% το 2018, παραμένει δραματικά ελλιπές.
H ήδηανεπαρκήςχρηματοδότηση
για κάθε είδους εξωνοσοκομειακή φροντίδα περιορίστηκε στο 26.7% των δαπανών με
περισσότερο από της μισές δαπάνες να βγαίνουν απ’ευθείας από της τσέπες των
ασθενών.
Μονάδες πρωτοβάθμιας υγείας
στερούνται τον εργαστηριακό της εξοπλισμό. Έτσι, οι ασθενείς είναι υποχρεωμένοι
να προσφεύγουν στα εργαστήρια των μεγάλων διαγνωστικών ομίλων ή στα ήδη
βεβαρυμμένα νοσοκομεία.
Περιορίζεται η οδοντιατρική
και οδοντοτεχνική κάλυψη,αυξάνοντας έτσι το κόστος στην τσέπη των ασθενών, σε
αναμονή τουdentalcarepass.
Παράλληλα, οι ανισότητες στη
υγεία εντείνονται.Ένα χαρακτηριστικό μέτροείναι η μη απόδοση ΑΜΚΑ σε πρόσφυγες
και μετανάστες από το 2020, πράγμα που της αφαιρεί τη δυνατότητα πλήρους
πρόσβασης στο δημόσιο σύστημα υγείας, άρα και αντιμετώπισης των υγειονομικών
της αναγκών, ενώ με τη χορήγηση του προσωρινού ΑΜΚΑ καλύπτονται ουσιαστικά μόνο
θέματα υγείας που σχετίζονταιμε την πανδημία.
Αντίστοιχα, οι ανασφάλιστοι
πολίτες,από τον περσινό Ιούλιο,παρά το ότι συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση σε
δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας, χάνουν τη δυνατότητα να
τηςσυνταγογραφούνται φάρμακα και εξετάσεις από ιδιώτες ή συμβεβλημένους με τον
ΕΟΠΥΥ γιατρούς. Αντιμετωπίζουν έτσι πρόσθετα εμπόδια στην πρόσβασή της στην υγεία,
λόγω και του κορεσμού των ραντεβού σε δημόσια εξωτερικά ιατρεία.
Η χρόνια υποχρηματοδότησηκαι
οι πολιτικές αποκλεισμού αποδεικνύονται τελικά δαπανηρές και συνδέονται και με
τα καταστροφικά αποτελέσματα της πανδημίας.Οι ανισότητες στην υγεία διευρύνονται,
αποτέλεσμα της λιτότητας και της φτωχοποίησης των τελευταίων δεκαετιών.
Θεμέλιος λίθος στην προοπτική
αναδιοργάνωσης του συστήματος υγείαςείναι η σύνταξη της χάρτη υγείας, με βασικό
πυλώνα του σχεδιασμού του την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.Της χάρτη υγείας με
βάση της ανάγκες υγείας του πληθυσμού, της κοινωνικές ανισότητες που βιώνει και
όχι μόνο αμιγώς γεωγραφικά και δημογραφικά κριτήρια.
Η οριζόντια διασύνδεση των
υπηρεσιών φροντίδας υγείας, κοινωνικής φροντίδας, ψυχικής υγείας και δημόσιας
υγείας, στο επίπεδο του χρήστη των υπηρεσιών, αποτελεί μεταρρύθμιση που προωθεί
τη στρατηγική της καθολικής πρόσβασης και της ολοκληρωμένης φροντίδας
Η εφαρμογή της πληθυσμιακής
οπτικής στην πράξη μπορεί να περιλαμβάνει: τη χρήση και διαμοιρασμό πληροφοριών
στο επίπεδο του τοπικού πληθυσμού για την ταυτοποίηση κοινών προβλημάτων υγείας
και την ενίσχυση της λήψης αποφάσεων με στοχευμένο τρόπο, με τη συμμετοχή
τηςτηςτης κοινότητας στο σχεδιασμό παρεμβάσεων, αλλά και με τη λογοδοσία των
δομών ΠΦΥ στην τοπική κοινωνία.
Σε τοπικό επίπεδο πρέπει να
διασφαλίζεται και να προστατεύεται η δυνατότητα των υπηρεσιών ΠΦΥ να
προτεραιοποιούντης δράσεις της, με βάση της ανάγκες του πληθυσμού ευθύνης της
και τα τοπικά ζητήματα Δημόσιας Υγείας.
Η αξιολόγηση δράσεων και ο
σχεδιασμός με βάση της τοπικές ή γενικότερες ανάγκες δε μπορεί να γίνει χωρίς
τη συστηματική καταγραφή των δεδομένων μέσα από τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας,
ο οποίος θα συμπληρώνεται από όλη την ομάδα υγείας. Τα δεδομένα αυτά, σε
αντίθεση με αυτό που βλέπουμε σήμερα, πρέπει να είναι ανοικτά και διαθέσιμα για
χρήση και ανάλυση από της υπηρεσίες υγείας.
Η καταγραφή των δεδομένων
μπορεί να οδηγήσει στην παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού με τη χρήση
προτυποποιημένων δεικτών νοσηρότητας, θνησιμότητας και χρήσης υπηρεσιών υγείας.
Η βελτίωση των δεικτών αυτών
που αποτυπώνουν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού και το επίπεδο διαχείρισης των
παραγόντων κινδύνου, ενσωματώνονται στη στοχοθεσίατης πολιτικής υγείας,με βάση
πάντατης αρχές της καθολικής και ισότιμης πρόσβασης.
Η καθιέρωση επαρκώνή μάλλον
γενναιόδωρων χρηματοδοτικών ρυθμίσεωνείναι της πολύ σημαντικός τρόπος
υποστήριξης της ανάπτυξηςτης ανθρωποκεντρικής ΠΦΥ προκειμένου το σύστημα να
ανταποκρίνεταιαποτελεσματικά στην εξέλιξη των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Η
κατανομή τηςχρηματοδότησηςυπερβαίνει κατά πολύ τα τεχνικά ζητήματα.Η μετατόπιση
των προτεραιοτήτων της συστήματος υγείας,ορίζωντας ως βασικό πυλώνα του την
Πρωτοβάθμια, περιλαμβάνει πολιτικές επιλογές και δημιουργεί
πολυάριθμεςπολιτικές προκλήσεις.
Οι δημόσιοι πόροι πρέπει να
αποτελούν τον πυρήνα τηςχρηματοδότησης.Οι πληρωμές από την τσέπη των πολιτών
πρέπει να εξαλειφθούν ή έστω να μειωθούν σεεπίπεδα στα οποία δεν αποτελούν
πλέον οικονομικό φραγμόστην πρόσβαση στην απαραίτητη φροντίδα, ή καταλήγουν στη εξώθηση των νοικοκυριών
βαθύτερα στη φτώχεια.
Η καθολική ΠΦΥ πρέπει να
παρέχεται δωρεάν από το πρώτο σημείο πρόσβασης. Οι πόροι πρέπει να κατανέμονται
δίκαιασε επίπεδα φροντίδας και σε γεωγραφικές περιοχές με στόχο τη
χρηματοδότηση με βάση της ανάγκες του πληθυσμού και τη διασφάλιση ότιφτάνουν
στην πρώτη γραμμή και δίνουν προτεραιότητατης πιο ευάλωτες ομάδες.
Κομβική μεταρρύθμιση της νέου
μοντέλου ΠΦΥ είναι μια διεπιστημονική ομάδα υγείας με έδρα μεν το Κέντρο Υγείας
που απευθύνεται ενεργά στην κοινότητα. Μια ομάδα που εργάζεται συλλογικά για να
εξυπηρετήσει έναν καθορισμένο πληθυσμό ευθύνης, που παρέχει αποδοτικά μια
ισχυρή βάση για το συντονισμό της φροντίδας, επιτρέποντας μακροχρόνιες σχέσεις
με της ασθενείς.Οι ασθενείς απολαμβάνουν
πρόσβαση σε συνεχή, εξατομικευμένη φροντίδα, λαμβάνουν καλύτερης ποιότητας
υπηρεσίες, αναφέρουν υψηλότερη ικανοποίηση και τελικά προκύπτουν χαμηλότερες
δαπάνες για την υγεία.Οι ομάδες υγείας μπορούν να αντιμετωπίσουν εμπόδια στη
φροντίδα, που επηρεάζουν δυσανάλογα ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Με την άμεση
εμπλοκή με της κοινότητες, μπορούν να προσφέρουν αγωγή και προαγωγή υγείας,
έγκαιρο προσυμπτωματικό έλεγχο, συνεργασία των ασθενών στη θεραπεία, μειώνοντας
προοδευτικά της ανισότητες.
Οι σχέσεις εμπιστοσύνης
μεταξύ της ομάδας ΠΦΥ και της κοινότητας διευκολύνουν την επικοινωνία και της
αλλαγές συμπεριφοράς σε χρόνια θέματα υγείας, αλλά και σε καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης. Έτσι αυτό το μοντέλο μπορεί να ενσωματώσει δράσεις Δημόσιας Υγείας,
της η επιδημιολογική επιτήρηση προσφέροντας οφέλη για την ετοιμότητα, την
ανταπόκριση και την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας σε κρίσεις δημόσιας
υγείας.
Η προσφορά υψηλής ποιότητας
ΠΦΥ σε όλους της ανθρώπους, ιδιαίτερα σε υποεξυπηρετούμενους πληθυσμούς,
απαιτεί αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας
εκπαιδεύονται, αναπτύσσονται, αξιολογούνται και αμείβονται.
Ο ρόλος της Πρωτοβάθμιας
Φροντίδας Υγείας να μετριάζει της ανισότητες στην υγεία εξαρτάται από την
ικανότητα των εργαζόμενων στην ΠΦΥ να κατανοούν το είδος της αναγκαίας
φροντίδας και να δουλεύουν «έξω από το κουτί», αντιλαμβανόμενοι της κοινωνικούς
παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού και της επιλογές των ασθενών
της.
Η μετάβαση στην κοινοτική
φροντίδα που βασίζεται στην ομάδα, απαιτεί επαναπροσανατολισμότηςεκπαίδευσης
όλων των επαγγελματιών υγείας και ιδιαίτερα των γιατρών, ενσωματώνοντας την
εκπαίδευση σε κοινοτικά κλινικά περιβάλλοντα. Το εκπαιδευτικό περιεχόμενο
πρέπει να εξελίσσεται πέρα από της κλινικές γνώσεις και δεξιότητες,
καλλιεργώντας πρόσθετες ικανότητες,τηςτης επικοινωνίας με της κοινότητες και
της οικοδόμησης σχέσεων, ενώ παράλληλα πρέπει να ανασχεδιαστεί και η κατανομή
των θέσεων ειδίκευσης σε όλα τα επαγγέλματα υγείας, δίνοντας προτεραιότητα και
προσανατολίζοντας της πτυχιούχους της ειδικότητες της ΠΦΥ.
Συμπερασματικά, ο θεσμός-από
το 2018- των τοπικών Ομάδων Υγείας, έστω και αν λειτούργησε σε μικρό αριθμό και
με περιορισμένη πληθυσμιακή κάλυψη, κατόρθωσε να αποδώσει συμπεράσματα που
μπορούν να αξιοποιηθούν σε μια πιο ολοκληρωμένη αναδιάρθρωση του θεσμού της
ΠΦΥ.
Οι μεταρρυθμίσεις που
απαιτούνται μπορούν να αλλάξουν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, από το
δυσλειτουργικό σύστημα σε μια ποιοτική ολιστική φροντίδα,με βάση της ανάγκες
υγείας του πληθυσμού,που δεν θα κατακερματίζει της δομές της ΠΦΥ με διαφορετικά
λειτουργικά πλαίσια. Θα οργανώνεταισε ένα ενιαίο, δημόσιο, δωρεάν, καθολικό και ανθεκτικό
σύστημα, στη βάση της διεπιστημονικής ομάδας υγείας, της συνέργειας των δομών
υγείας και φροντίδας σε τοπικό επίπεδο, με βασικό στόχο την εμπλοκή της
κοινότητας, τον κοινωνικό έλεγχο για την κάλυψη των αναγκών υγείας και τη
μείωση, αν όχι άρση των ανισοτήτων στην υγεία.
* Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης
στο συνέδριο του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της
Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι -Προτεραιότητες – Πολιτικές»