Η κρίση στην ψυχική υγεία
έχει αναδειχθεί σε ένα από τα κύρια κοινωνικά ζητήματα του 21ου αιώνα και έχει
αναγνωριστεί πλέον ως μείζον θέμα δημόσιας υγείας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατάθλιψη, κατά το 2017, επηρέαζε 322 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως ενώ, το 2020, ανακηρύχθηκε η κυρίαρχη αιτία αναπηρίας (disability)διεθνώς, με βάση και την απώλεια των παραγωγικών ετών αυτού που νοσεί (WHO, “Depression”, 2020). Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν με κάποια αγχώδη διαταραχή υπολογίζεται περίπου στα 260 εκατ. άτομα, με τον επιπολασμό αυτών να αυξάνεται διαρκώς, ειδικά στις χώρες με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα.
Ευρωπαϊκή έρευνα του 2014,
συνδυάζοντας δεδομένα από διάφορες χώρες της Ε.Ε., ανέδειξε ότι το 27% του
ενήλικου πληθυσμού ηλικίας 18 έως 65 ετών έχει βιώσει μέσα στην τελευταία
χρονιά τουλάχιστον μία ψυχική διαταραχή(WHOEurope, 2014).Στο Ηνωμένο Βασίλειο
συγκεκριμένα, 1 στους 4 ανθρώπους αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας σε
ετήσια βάση.
Στην Ελλάδα,παρατηρήθηκε τα
τελευταία χρόνια μία αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας στον πληθυσμό, χωρίς
όμως αντίστοιχα να αυξάνονται οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας και χωρίς να
μειώνεται η ανισότητα της πρόσβασης στην υγεία.
Πιο συγκεκριμένα, η σκληρή πολιτική
λιτότητας που επιβλήθηκε από τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο μετά την οικονομική κρίση του 2008 έχει χαρακτηριστεί ως
«ψυχικός εικονικός πνιγμός» (mentalwater-boarding), με τα ποσοστά αυτοκτονιών
στη χώρα να αυξάνονται κατά 60%, με διπλασιασμό των περιπτώσεων κατάθλιψης, με
υπερπλήρεις δομές ψυχικής υγείας και μία τεράστια αύξηση των κλήσεων στις
γραμμές βοήθειας και υποστήριξης.Αντιθέτως, οι δημόσιες δομές υγείας και
ψυχικής υγείας συρρικνώθηκαν ακόμα περισσότερο, κάτι που αντιστοιχεί με την
γενικότερη εγκατάλειψη των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών στη χώρα.
Η υγειονομική κρίση του covid
ήρθε στη συνέχεια να πλήξει μία κοινωνία ήδη ψυχοκοινωνικά και οικονομικά
επιβαρυμένη μετά από περισσότερα από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και με
συνεχείς, επαναλαμβανόμενες κρίσεις πέρα από την οικονομική, όπως την
προσφυγική και την κλιματική. Στην μέτα-covid εποχή, παρατηρείται μία επιπλέον
αύξηση των ψυχολογικών επιπτώσεων με κάποιους να μιλούν ήδη για μία νέα,
σιωπηρή πανδημία ψυχικής υγείας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι
στην ελληνική κοινωνία, με τις αλλεπάλληλες κρίσεις, σχεδόν παράγεται μία
επιδημία ψυχικής ασθένειας και το στοιχείο αυτό μετατρέπει την ψυχική δυσφορία
σε κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό θέμα. Έναθέμαπου σχετίζεται αφενόςμε τους
πόρους που διατίθενται για την ψυχική υγεία και οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς
στο στόχαστρο, αφετέρου όμως αποτελεί και ζήτημα ανάλυσης, το πώς κατανοούμε
και ανταποκρινόμαστε, σε θεσμικό επίπεδο, στην ψυχική δυσφορία.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να
τονιστεί ότιτόπος θεραπείας των περισσότερων ψυχολογικών διαταραχών είναι
κυρίως το περιβάλλον των ασθενών, δηλαδή η κοινότητα, και όχι το ΕΣΥ. Οι λίγες
και υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας καταβάλλουν μία υπέρ το
δέον προσπάθεια να ανταποκριθούν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού
για ψυχολογική υποστήριξη και μπορούν, ως ένα βαθμό, να πλαισιώσουν σοβαρές
υποτροπές νόσων (συνήθως με βραχυχρόνιες νοσηλείες στις ψυχιατρικές κλινικές
των γενικών νοσοκομείων).Η πλειοψηφία του πληθυσμού, όμως, υποβαστάζεται από τα
λεγόμενα δίκτυα άτυπης φροντίδας (οικογένεια, συγγενείς, φίλοι), τα οποία
συμπληρώνουν σε μεγάλο βαθμό και, συχνά υποκαθιστούν, το επίσημο δίκτυο
κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας.Βαθμιαία, δηλαδή, το βάρος της
χρηματοδότησης της υγείας έχει μετατοπιστεί από το δημόσιο στους οικογενειακούς
προϋπολογισμούς των πολιτών (μέσω και των μηχανισμών της ιδιωτικής ασφάλισης
και ψυχοθεραπείας).
Δεν είναι όμως όλοι οι
πολίτες σε θέση να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος και να υποστηρίξουν ψυχικά και
πρακτικά μία τέτοια μετακύληση.Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων
Οργανώσεων για την Ψυχική Υγεία, το 90%
των πασχόντων που ζουν στην κοινότητα λαμβάνουν άτυπη κοινοτική φροντίδα, η
οποία όμως είναι χωρίς κατάλληλα εργαλεία ή εφόδια, εφ’ όρου ζωής, συχνά σε
μη-ευαισθητοποιημένες, μη-ενημερωμένες τοπικές κοινωνίες, με οικονομικές και
επαγγελματικές αρνητικές συνέπειες, σε συνθήκες κοινωνικής μοναξιάς, αντιμέτωπη
με το στίγμα και την προκατάληψη.
Επίσης, τα προβλήματα ψυχικής
υγείας δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα στην κοινωνία. Οι ψυχικές
δυσκολίες,δηλαδή, δεν βιώνονται το ίδιο από όλα τα μέλη της κοινωνίας.
Διαχρονικές μελέτες δείχνουν πως τα άτομα με χαμηλότερο επίπεδο ψυχικής ευεξίας
(wellbeing) έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν μία ψυχική ασθένεια και η
ψυχική ευεξία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
διαβίωσης του ατόμου. Όσο δυσκολότερες είναι αυτές, τόσο συχνότερη η ψυχική
δυσφορία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι
άνθρωποι με υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό προφίλ δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα
ψυχικής υγείας, αλλά ότι τα ποσοστά είναι συντριπτικά υψηλότερα στους ανθρώπους
από τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα στατιστικά υποστηρίζουν ότι
σχεδόν το 70% των ανθρώπων που ανήκουν στα χαμηλότερα οικογενειακά εισοδήματα
έχουν βιώσει τουλάχιστον ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της ζωής
τους, ενώ για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανεργία οι πιθανότητες να
νιώθουν έντονη ψυχική δυσφορία αγγίζει το 85%.
Τα προβλήματα ψυχικής υγείας
δηλαδή, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές ανισότητες και τις
διακρίσεις που γεννά ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Αν η υγεία, λοιπόν, ορίζεται
ως «μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευημερίας, και όχι
απλά η απουσία μιας νόσου» (WHO, 1948), τότε η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται
να είναι μια υγιής κοινωνία.
Σε δυτικές χώρες όπου το
σύστημα υγείας στηρίζεται κυρίως στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, πχστη Μεγάλη
Βρετανία, τα θεραπευτικά πρωτόκολλα ορίζουν ότι οι κοινές ψυχικές διαταραχές
(άγχος, κατάθλιψη), οι οποίες διαγιγνώσκονται σε μεγάλο ποσοστό του γενικού
πληθυσμού, αντιμετωπίζονται αρχικά στο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας
Υγείας (ΠΦΥ).
Κάποια από τα οφέλη της
ενσωμάτωσης της Ψυχικής Υγείας (ΨΥ) στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα (ΠΦ)
περιλαμβάνουν την εγγύτητα και ευκολότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής
υγείας, την πιο έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών,
περισσότερες πιθανότητες αποκατάστασης μέσα στην κοινότητα, μία περισσότερο
ολιστική φροντίδα (καλύτερος συντονισμός σωματικής και ψυχικής υγείας, ιδίως
εφόσον οι δύο διαστάσεις αλληλεπιδρούν, επηρεάζουν και επηρεάζονται η μία από
την άλλη), και μείωση του στίγματος και των κοινωνικών διακρίσεων καθώς οι
υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας δεν συνδέονται με συγκεκριμένες νόσους αλλά
καλύπτουν ένα φάσμα σωματικών και ψυχολογικών δυσκολιών.
Δομικός στόχος νέων υπηρεσιών
ψυχικής υγείας είναι η διασύνδεσή τους με τις υπηρεσίες γενικής υγείαςκαι η
ανάπτυξή τους και στις τρεις βαθμίδες περίθαλψης της υγείας (πρωτοβάθμια,
δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια). Έως ότου αυτό επιτευχθεί, η γενική και η ψυχική
υγεία στη χώρα μας θα συνεχίσουν να παρέχονται από ξεχωριστές υπηρεσίες,
καθιστώντας αναγκαία την εύρεση αποτελεσματικών σημείων συνάντησης, με στόχο
την απαρτίωσητης φροντίδας μέσω στοχευμένων συνεργασιών.
Τέτοιες συνεργασίες μπορούν
να έχουν ένα διασυνδετικό, συμβουλευτικό, εκπαιδευτικό ή και ερευνητικό
χαρακτήρακαι ναενισχύσουν
♦την
προσβασιμότητα μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας
ψυχικής υγείας, με ευκολότερη και ταχύτερη λήψη σχετικών υπηρεσιών
♦
την πιο έγκαιρη αναγνώριση και διάγνωση των ψυχικών δυσκολιών
♦την
αποτελεσματικότητα της διαχείρισης αυτών
♦
την καλύτερη διασύνδεση με τη δευτεροβάθμια περίθαλψη
♦τη
θέσπιση καλών πρακτικών και μοντέλων παραπομπής περιστατικών σε εξειδικευμένες
υπηρεσίες ψυχικής υγείας
Κατ' ακολουθίαν, όποιες και
αν είναι οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, το βασικόδιακύβευμα παραμένει
όχι μόνο να αποφευχθεί κάποια περαιτέρω υποβάθμιση στις υπηρεσίες ψυχικής
υγείας αλλάαυτές να ενδυναμωθούν και να επεκταθούν μέσα σε ένα επαρκώς
στελεχωμένο, καλά αμειβόμενο, διοικητικά υποστηριζόμενο Εθνικό Σύστημα Υγείας,
όπου ταυτοποιούνται και εξυπηρετούνται αποτελεσματικά οι ανάγκες των ληπτών– εν
δυνάμει όλων μας – και εξασφαλίζεται η ισότητα της πρόσβασης στις υπηρεσίες
ψυχικής υγείας όλων των πολιτών, χωρίς διακρίσεις εισοδήματος ή κοινωνικής
τάξης.
* Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή
της εισήγησης στο συνέδριο τουΙνστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Για μια Προοδευτική
Ατζέντα τηςΕπόμενης Δεκαετίας: Στόχοι -Προτεραιότητες – Πολιτικές»