-Ω μικρό νιάνιαρο!
-Ω ζαρωμένη κυρία!
-Σε μεγάλωσαν με κάθε λογής στέρηση και τώρα γυρεύεις
το πατρικό σου πρότυπο.
-Γέρασες κι ο φόβος της μοναξιάς σε πεθαίνει.
-Είσαι δειλή, αδύναμη να ερωτευτείς τους συνομήλικους
που σε τριγυρίζουν.
-Ύστερα απ’ αυτόν κανείς δε θα γυρίσει να σε κοιτάξει.
-Σε σένα έρχεται για να επιβεβαιώσει τον αντρισμό του.
-Εσύ φοβάσαι μη ξαναγεννηθεί.
-Ω μικρό νιάνιαρο!
-Ω ζαρωμένη κυρία!
-Είσαι μικρή για να ξέρεις.
-Είσαι μεγάλη για να μπορείς.
-Θα ’ρθει η ώρα που θα νιώσεις το κορμί σου
λεηλατημένο ανθόκηπο.
-Ήρθε η ώρα που νιώθεις το κορμί σου άδειο σακί.
-Δε σε περίμενα τόσο σκληρή.
-Δε σε περίμενα τόσο φοβισμένη.
-Θα μπορούσαν να ήταν μάνα και κόρη, όμως, απλά
μοιράζονταν τον ίδιο άντρα. Όλη την ώρα που οι γλώσσες έριχναν μαχαίρια, ούτε
τα ματοτσίνορα δεν κουνήθηκαν. Μόλις σώπασαν, συννέφιασαν και οι δυο. Ήπιαν το
ένα δάκρυ κι άφησαν τ’ άλλο να κυλήσει. Δεν κατάλαβα ποια έκανε την πρώτη
κίνηση, όμως, τις είδα αγκαλιασμένες να χάνονται στο μακρύ δρόμο.
-Θα μπορούσε να ήταν σύζυγος και ερωμένη, όμως ήταν γυναίκα
και γυναίκα.
Βαγγέλης Φίλος