"Η εργασία μού αρέσει, με συναρπάζει. Θα μπορούσα να κάθομαι ώρες ατέλειωτες και να κοιτάζω ανθρώπους να δουλεύουν". Η φράση ανήκει στον Άγγλο Τζερόμ Κ. Τζερόμ, συγγραφέα των βιβλίων
"Τρεις
άντρες σε μία βάρκα" και "Οι νωχελικές σκέψεις ενός αργόσχολου
τύπου". Τα παραπάνω λόγια μοιάζουν με ύμνο στη "γλυκιά απραξία"
και προκαλούν χαμόγελα ειρωνείας, σε έναν κόσμο στον οποίο η τεμπελιά δεν είναι
μόνο καταδικαστέα αλλά χαρακτηρίζεται και "μήτηρ πάσης κακίας". Στη
σύγχρονη κοινωνία η εργασία και η παραγωγικότητα επαινούνται. Σύμφωνα με το
βιομηχανικό μοντέλο ζωής, όσο περισσότερο εργαζόμαστε τόσο περισσότερο αναγνωριζόμαστε
από την κοινωνία. Έτσι, στις μέρες μας όποιος τεμπελιάζει νιώθει ένοχος.
Η απαξίωση
της οκνηρίας κατά κύριο λόγο οφείλεται στις αξίες που προέβαλε η βιομηχανική
επανάσταση. Βαριά υπήρξε η καταδίκη της και από τη χριστιανική παράδοση, κυρίως
την καθολική, που ανέπτυξε την κοινοβιακή μοναστική ζωή με καταμερισμό
εργασίας. Η ακηδία, η ολιγωρία στην εργασία, αποτελεί ένα από τα επτά θανάσιμα
αμαρτήματα, τα οποία αρχικά, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ίσχυαν αποκλειστικά στη
μοναστική κοινωνία. Η λέξη τότε είχε την έννοια της αδιαφορίας και χαρακτήριζε
μοναχούς που επιδείκνυαν έλλειψη πνευματικού ζήλου και αδυναμία συγκέντρωσης
στη μελέτη και στην προσευχή, όσους δε συνέβαλλαν στη μοναστική ζωή ή ήταν
ανήσυχοι.
Την περίοδο
1100-1200 τα θανάσιμα αμαρτήματα επεκτάθηκαν και εκτός μοναστηριών. Εκείνη την
εποχή η εξομολόγηση έγινε υποχρεωτική στις χριστιανικές κοινότητες και η λίστα
με τα αμαρτήματα αποτέλεσε ένα είδος "μπούσουλα" για την αξιολόγηση
των πιστών. Αντιμέτωποι με την κατηγορία της ακηδίας ήταν δυνατό πλέον να βρεθούν
όλοι οι χριστιανοί, όχι μόνο οι φτωχοί καλόγεροι. Ήταν το αμάρτημα των
αργόσχολων, των χασομέρηδων, όσων παραμελούσαν την εργασία τους και ασχολούνταν
με τον τζόγο. Στο στόχαστρο μπήκε πιο πολύ η οκνηρία, ένα χαρακτηριστικό της
ακηδίας μέχρι τότε, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε συνώνυμό της.
Την ίδια
εποχή το σύνθημα "εργασία και προσευχή" κυριάρχησε στην κοινοβιακή
μοναστική ζωή. Κατ' επέκταση και στην κοινωνία η εργασία θεωρήθηκε υποχρέωση
επιβεβλημένη από τον Θεό ως τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Η οκνηρία δεν
ταίριαζε στο θεϊκό σχέδιο για έναν κόσμο αιώνιας δραστηριότητας. Συν τοις
άλλοις, θεωρείτο ότι εξέθετε τον άνθρωπο σε πειρασμούς. Η απραξία μπορούσε να
οδηγήσει σε αμαρτωλές δραστηριότητες και σκοτεινές σκέψεις.
Σήμερα το
απόφθεγμα "αργία μήτηρ πάσης κακίας" είναι ριζωμένο στη συνείδηση
όλων. Μάλιστα, κατά τη βιομηχανική επανάσταση οι Άγγλοι βιομήχανοι ήταν
αντίθετοι σε κάθε αίτημα για μείωση των ωρών εργασίας. Βασικό επιχείρημά τους
στην προσπάθεια επιβολής ολοένα και σκληρότερων ωραρίων εργασίας ήταν ότι οι
εργάτες στον ελεύθερο χρόνο τους θα μπορούσαν να επιδοθούν σε ακολασίες.
Έτσι, οι
ζητιάνοι και οι κλέφτες, οι οποίοι... προτιμούσαν να μην εργάζονται, θεωρήθηκαν
αμαρτωλοί. Η τεμπελιά και η αδράνεια καταδικάζονταν και η απραξία σχεδόν
απαγορευόταν. Την κατανοούσαν μόνο στο διαλογισμό, καθώς θεωρούσαν ότι
αποτελούσε προνόμιο των μακαρίων που επικοινωνούσαν με τον Θεό. Γι' αυτό η
αδράνεια των μοναχών εκλαμβανόταν σαν παραγωγική αργία, σε μια ζωή διαλογισμού
και μελέτης.
Στην Αρχαία
Ελλάδα, όμως, η αργία είχε θετική έννοια. Δε συνδεόταν με την τεμπελιά αλλά με
τον ελεύθερο χρόνο, κατά τον οποίο μπορούσε ο άνθρωπος να αφοσιωθεί στην
ανάγνωση, στη φυσική δραστηριότητα, στη μόρφωση.
Ο τεμπέλης
και ο άεργος ποτέ δεν έχαιραν κοινωνικής αποδοχής. Τον 18ο αιώνα θεωρούσαν την
τεμπελιά χαρακτηριστικό του πρωτόγονου ανθρώπου, του αγαθού αγρίου, ο οποίος
δεν ήταν υποχρεωμένος να εργαστεί γιατί έβρισκε στη φύση τα απαραίτητα για την
επιβίωσή του. Παράλληλα με τη θρησκευτική καταδίκη της τεμπελιάς εμφανίστηκε
και μια νέα "ιδεολογία", που προέβαλλε την εργασία ως χαρά στη
βιομηχανική κοινωνία. Η δουλειά και η παραγωγή πλούτου μετατράπηκαν σε βασικές
αξίες, οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στο
παρελθόν η αριστοκρατική αδράνεια βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τον καθημερινό
μόχθο των χωρικών και η εργασία αποτελούσε οικόσημο της αστικής τάξης, ενώ
σήμερα ο εργοδότης διατείνεται ότι εργάζεται περισσότερες ώρες από τους
υπαλλήλους του.
Εντούτοις,
πάντα υπήρχαν άνθρωποι του πνεύματος που ήταν υπέρμαχοι της αδράνειας. Ο
φιλόσοφος Επίκουρος, ο οποίος έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα, θεωρούσε ότι ο άνθρωπος
οφείλει να απομακρύνεται από τη δημόσια ζωή και τις υποχρεώσεις και να
αποστασιοποιείται από το φυσικό και ηθικό πόνο. Τον 19ο αιώνα ο Γάλλος Πολ
Λαφάργκ, γαμπρός του Καρλ Μαρξ,
υποστήριζε την προλεταριακή αδράνεια. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να
απελευθερωθούν από το "δόγμα της εργασίας", ένα πάθος που ενέτεινε
την εκμετάλλευσή τους. Ο Άγγλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) άσκησε
κριτική στην ιδέα της "αρετής" της εργασίας και στις προκαταλήψεις
ενάντια στην αργία, που θεωρείτο αίτιο για κάθε κακό. Πρότεινε, μάλιστα, οι
άνθρωποι να δουλεύουν μέχρι τέσσερις ώρες τη μέρα, ώστε να τους μένει ελεύθερος
χρόνος για να ασχοληθούν με τον πολιτισμό και τις τέχνες, να γίνουν πιο
αδρανείς, αλλά και πιο ευτυχισμένοι... Σύμβολο του τεμπέλη είναι ο Ομπλόμοφ,
πρωταγωνιστής του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ιβάν Γκοντσαρόφ.
Αποστασιοποιημένος από τη φρενίτιδα της εποχής, ο Ομπλόμοφ προτιμούσε να
αναπαύεται στους καναπέδες του σπιτιού του.
Από τα
χαρακτηριστικά συνθήματα του κινήματος του Μάη του '68, που μεταξύ άλλων
διακήρυττε το δικαίωμα στην τεμπελιά, ήταν το "Μη δουλεύετε ποτέ" και
το "Ζήστε χωρίς νεκρό χρόνο". Σήμερα, παρότι οι μηχανές έχον αναλάβει
μεγάλο μέρος της χειρωνακτικής εργασίας και πολλές οικιακές δουλειές γίνονται
ευκολότερα με τις οικιακές συσκευές, οι καθημερινοί ρυθμοί εξακολουθούν να
είναι φρενήρεις. Οι νέες τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα να μην είμαστε
δεμένοι με το γραφείο, ωστόσο η τηλεργασία εξακολουθεί να θυμίζει σενάριο
επιστημονικής φαντασίας στις περισσότερες επιχειρήσεις. Το ωράριο εργασίας αντί
να "μαζεύει", "ξεχειλώνει" και ολοένα και λιγότεροι
εργαζόμενοι μπορούν να αφιερώσουν χρόνο σε δημιουργικές δραστηριότητες. Προς το
παρόν απέχουμε παρασάγγας από το να κατακτήσουμε το δικαίωμα στην
"παραγωγική" αργία των αρχαίων.