Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Η ιστορία του μίνι| Με λίγα λόγια, η μίνι φούστα έγραψε ιστορία


 

Απελευθέρωσε τις γυναίκες, ξεσήκωσε τους άντρες, δίχασε τους σχεδιαστές, προβλημάτισε τους οικονομολόγους. Με λίγα λόγια, η μίνι φούστα έγραψε ιστορία η οποία συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.

Τον περασμένο Απρίλιο ένας Αζέρος μουσουλμάνος, κάτοικος Αγ. Πετρούπολης συνελήφθη γιατί κατέβαλε σε δύο συμπατριώτες του 3.000 ευρώ για να σκοτώσουν την 21χρονη κόρη του, επειδή παρά τις συστάσεις του συνέχιζε να φορά μίνι. Δύο χρόνια νωρίτερα, στη Σιβηρία, ομάδα αρχαιολόγων ανακάλυπτε πέτρινα αγαλματίδια του 7500 π.Χ. που απεικόνιζαν γυναίκες ντυμένες με μίνι φούστες. Αυτό που συνδέει τη μία «λίθινη εποχή» με την άλλη είναι ένα μικρό κομμάτι ύφασμα με τεράστιες προεκτάσεις, διότι από το 7500 π.Χ. μέχρι σήμερα τα πράγματα έχουν πάψει να είναι απλά, παρά τα φαινόμενα που συνήθως απατούν.

-Η προϊστορία του μίνι
Στο πλαίσιο της απλούστευσης και της απελευθέρωσης στο ντύσιμο που έφερε μαζί της η άνοδος της αστικής τάξης, η πρώτη γυναικεία φιγούρα που άρχισε να φοράει όλο και πιο κοντές φούστες ήταν η flapper, η «νέα γυναίκα» των '20s, η οποία χόρευε τσάρλεστον, κάπνιζε, έκοβε τα μαλλιά της κοντά και τόνιζε τα μάτια της με μαύρο κολ, ελεύθερη από τα δεσμά του κορσέ χάρη στη σουφραζέτα που είχε προηγηθεί.

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα με μακριές φούστες στα '30s, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ευνόησε και πάλι την άνοδο του στριφώματος για έναν απλό λόγο: την οικονομία που έπρεπε να γίνεται στο ύφασμα και το γεγονός ότι κάθε γυναίκα το προμηθευόταν με δελτίο. Στα '40s, οι σταρ του Χόλιγουντ αρχίζουν να φλερτάρουν με το μίνι, αντιμετωπίζοντάς το όμως περισσότερο ως μία προέκταση του σέξι εσωρούχου και του μαγιό.

Από το 1947 και μετά, η μακριά και πολύ φαρδιά φούστα του περιβόητου «New Look» του Κριστιάν Ντιόρ αποτελούσε ουσιαστικά μια σημειολογική αποτύπωση της μεταπολεμικής αφθονίας. Σε αυτό το look ήρθε ουσιαστικά να αντιταχθεί (και) ενδυματολογικά η νεολαία των '60s καθιερώνοντας το μίνι στη σύγχρονη μορφή του. Προηγουμένως, έπρεπε να αντιμετωπιστεί ένα πρακτικό ζήτημα: Για να ανέβει πραγματικά η φούστα, έπρεπε να εξαφανιστεί η ζαρτιέρα. Αυτό συνέβη πολύ βολικά το 1959, όταν η υφαντουργία Γκλεν Ρέιβεν στη Βόρεια Καρολίνα λάνσαρε μια επινόηση του Αλεν Γκαντ του πρεσβύτερου, το καλσόν.

-Η χρυσή εποχή
Για την πατρότητα του σύγχρονου μίνι «ερίζουν» τρεις σχεδιαστές: ο Γάλλος Αντρέ Κουρέζ, ο γεννημένος στην Ιταλία Πιέρ Καρντέν και η Αγγλίδα Μέρι Κουάντ. Αν και η τελευταία έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως νικήτρια, ο Κουρέζ μάλλον δικαιώνεται από τους ιστορικούς μόδας, οι οποίοι ωστόσο προσθέτουν στην ήδη μπερδεμένη κατάσταση τον βρετανό σχεδιαστή Τζον Μπέιτς (γνωστός για τα πανέμορφα κοστούμια της Νταιάνα Ριγκ στην τηλεοπτική σειρά «Οι εκδικητές»), αναφέροντας ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε ήδη παρουσιάσει μερικά πολύ τολμηρά μίνι φορέματα.

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η πρώτη φορά που εμφανίστηκε το μίνι ήταν στην παρισινή πασαρέλα του Κουρέζ, εν έτει 1964, μπροστά σε ένα κοινό που παρακολουθούσε το θέαμα εμβρόντητο και ακούνητο αντί να χειροκροτά έστω από ευγένεια, ως είθισται στις επιδείξεις. Οι μίνι φούστες του Κουρέζ ήταν σε γραμμή Α και το στρίφωμά τους τελείωνε δέκα εκατοστά πάνω από το γόνατο.

Την επόμενη χρονιά, η Μέρι Κουάντ λάνσαρε στην μπουτίκ της «Bazaar» τη δική της εκδοχή για το μίνι, η οποία ήταν εφαρμοστή και ακόμη πιο κοντή, φτάνοντας μέχρι τη μέση του μηρού. Σύντομα, το μίνι της Κουάντ έγινε σημαία του mod στυλ στο Λονδίνο.>

-Τα swinging sixties ή «Chelsea Girls» ή «Dolly Birds» βάδιζαν παράλληλα με τη σεξουαλική επανάσταση, με τους Beatles και τους Stones, με την καθιέρωση των τινέιτζερ ως γκρουπ υπολογίσιμου από τις εταιρείες μάρκετινγκ και ούτω καθεξής. Μέχρι τo 1967, η κυριαρχία του μίνι στην ποπ κουλτούρα έγινε αδιαμφισβήτητο γεγονός.

-Το κυρίαρχο μίνι
Ηταν θέμα χρόνου τα κορίτσια του Λονδίνου των swinging sixties να επιβάλουν τη φούστα τους και τα γούστα τους σε όλο τον κόσμο. Το 1965 η Τζιν Σρίμπτον, το αντίπαλον δέος της Τουίγκι, αποφάσισε να εμφανιστεί στον ιππόδρομο της Μελβούρνης με λευκό μίνι φόρεμα και χωρίς καλσόν, καπέλο και γάντια, σε μια κατάφωρη παραβίαση του ενδυματολογικού κώδικα. Η φωτογραφία της έκανε το γύρο του κόσμου και στο φόντο της διακρίνεται η αντίδραση κάποιων κυριών μέσης ηλικίας, που την κοιτούν επικριτικά φορώντας καπελαδούρες και πέρλες.

Στη ραγδαία εξάπλωση και απενοχοποίηση του μίνι συνεισέφερε και η Τζάκι Κένεντι. Στο Παλμ Μπιτς, η παλιά συμμαθήτρια της Τζάκι, Λίλι Πούλιτζερ, ήταν μια επώνυμη κυρία γνωστή για το μποέμ στυλ της: Ψυχαγωγούσε τους καλεσμένους της στην κουζίνα, κυκλοφορούσε ξυπόλητη -και χωρίς εσώρουχο- και είχε κλεφτεί με τον Πίτερ Πούλιτζερ της γνωστής εκδοτικής οικογενείας. Επίσης, είχε στήσει έναν πάγκο όπου πουλούσε χυμούς. Κάποια στιγμή, διαπίστωσε ότι χρειαζόταν ένα ρούχο που να μη φαίνονται οι λεκέδες από τα φρούτα, έτσι ζήτησε από τη μοδίστρα της να της φτιάξει ένα αμάνικο μίνι φόρεμα με έντονα πολύχρωμα εμπριμέ. Σύντομα τα φορέματα αυτά, που έμειναν στην ιστορία με το παρατσούκλι «Lilly's», άρχισαν να πουλιούνται σαν τρελά από τον πάγκο της, ο οποίος εξελίχθηκε σε μια αυτοκρατορία μόδας. Κάπως έτσι το εμπριμέ μίνι έγινε μόδα, και μάλιστα φοδραρισμένο με λευκή μουσελίνα, ένα τρικ με το οποίο η Πούλιτζερ ενθάρρυνε τις οπαδούς της να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να μη φοράνε εσώρουχα. Παρά το τολμηρό της υπόθεσης, αυτή ήταν η εμπορική πλευρά της τάσης, με τα χαρούμενα εμπριμέ να αμβλύνουν τις εντυπώσεις των μονοχρωμιών των Κουρέζ και Κουάντ.