Όσο σημαντικά είναι βραχυπρόθεσμα τα αποτελέσματα της ανθρωπιστικής βοήθειας, άλλο τόσο αβέβαιες είναι οι συνέπειες που η παροχή ή μη αυτής μπορεί να έχει για την εξέλιξη μιας κρίσης. Η διάρκεια ενός πολέμου δεν ταυτίζεται πλήρως με την αρχή και τη λήξη γενικευμένων ένοπλων συγκρούσεων και μαζικών θανάτων. Αντ’ αυτού, η περίοδος που έπεται του τέλους των συρράξεων, η περίοδος της «αποκατάστασης», εγκυμονεί πολλαπλούς κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή.
Η
εργαλειοποίηση της ανθρωπιστικής βοήθειας στο βωμό του ανταγωνισμού και των
συσχετισμών ισχύος μεταξύ των εμπλεκομένων είναι εμφανής σε πολλές κρίσεις εδώ
και δεκαετίες, από την Υεμένη ως την Παλαιστίνη και από τη Ρουάντα ως την πρώην
Γιουγκοσλαβία. Η παροχή αγαθών και υπηρεσιών για την επούλωση τωνπληγών του
πολέμου αποτελεί και η ίδια μια μορφή εμπλοκής στον πόλεμο αυτό, ενώ δεν είναι
λίγες οι περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα λιγότερο νομιμοποιημένων
μορφών εμπλοκής στην ίδια ή σε άλλες συγκρούσεις. Παράλληλα, η επιλογή των αποδεκτών
της βοήθειας από τους παρόχουςτης δεν γίνεται βάσει του βαθμού αναγκαιότητας,
αλλά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής, υποκινούμενης από κριτήρια
ιδεολογικά και λογικές εθνικού συμφέροντος και συμμαχιών.
Μάλιστα, η
ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην παγκόσμια διακυβέρνηση
αποτυπώνεται πολλές φορές σε ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες και συνεργασίες είτε με
κυβερνήσεις είτε με άλλους ιδιωτικούς φορείς, όπως οι ιδιωτικές στρατιωτικές
εταιρείες. Η διάχυση του νεοφιλελευθερισμού σε όλους τους τομείς της διεθνούς
πολιτικής έχει επιτρέψει τον υπερπλουτισμό ανθρωπιστικών ιδρυμάτων, των οποίων
ο ρόλος κατά τη μεταβατική μεταπολεμική περίοδο είναι τέτοιος που ωθεί τα
δεύτερα σε «αιχμαλωσία» από το κεφάλαιο των πρώτων. Το φαινόμενο αυτό έχει
χαρακτηριστεί και ως «φιλανθρωκαπιταλισμός».
Μικρής
σημασίας όμως είναι οι χαρακτηρισμοί σε σύγκριση με τη βαρύτητα των
αποτελεσμάτων των διεργασιών αυτών για τους κατατρεγμένους πληθυσμούς. Οι υπό
διάλυση εσωτερικές δομές διακυβέρνησης, οι διεφθαρμένες και καταπιεστικές
κυβερνήσεις, οι επιδημίες, οι λιμοί, οι εκτοπισμοί πληθυσμών και οι επιθετικές
και αυθαίρετες ενέργειες εγκατεστημένων ξένων στρατευμάτων συνθέτουν ένα
μωσαϊκό το οποίο χρήζει άμεσης εξωτερικής βοήθειας. Η θέαση της ανθρωπιστικής
βοήθειας ως μέσου ανταγωνισμού και πλουτισμού από τα κράτη και τον ιδιωτικό
τομέα τείνει στην αέναη αναπαραγωγή των δομικών αιτίων που οδήγησαν στην κρίση,
δίχως τη ριζική αντιμετώπισή τους προκειμένου να μην αναζωπυρωθεί η σύγκρουση ή
να μη διαιωνιστεί η ανθρωπιστική κρίση που τη συνοδεύει. Η προαναφερθείσα
διάκριση μεταξύ των ληπτών της βοήθειας και η εκτύλιξη της διαμάχης μεταξύ
διαφορετικών εθνικών και ιδιωτικών συμφερόντων επιτείνει την ίδια την
ανθρωπιστική κρίση, οδηγώντας σε καταστάσεις όπως ο αποκλεισμός διόδων
μεταφοράς τροφής και φαρμάκων, η διαιώνιση της πείνας και των ασθενειών, η
ενίσχυση αποσταθεροποιητικών θυλάκων, αλλά και η καταστολή και εξουθένωση
κινημάτων και εθελοντών.
Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα που δύναται να συνοψίσει όλα τα παραπάνω είναι η
παρούσα κατάσταση στη Συρία. Ο λαός της Συρίας, ιδίως στα βορειοδυτικά της
χώρας, βιώνει μια διαρκή και πολύπλευρη ανθρωπιστική κρίση. Μεγάλο μέρος του
πληθυσμού είναι εκτοπισμένο και εγκλωβισμένο στα σύνορα με την Τουρκία, ενώ οι
επαναστατικές ομάδες Κούρδων και ο άμαχος πληθυσμός δέχονται αλλεπάλληλα πυρά
από την κυβέρνηση Άσαντ και τους συμμάχους της, καθώς και από την τουρκική
κυβέρνηση. Παράλληλα, το ξέσπασμα επιδημίας χολέρας και η ραγδαία αύξηση της
τιμής του σιταριού, λόγω της ουκρανικής κρίσης και της ασταθούς κατάστασης στον
Λίβανο, οδηγούν σε πολύ υψηλά επίπεδα φτώχειας και επισιτιστικής επισφάλειας.
Αποκορύφωμα της δυσμενούς αυτής συνθήκης διαβίωσης ήταν ο σεισμός που
σημειώθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου, ο οποίοςανέδειξε ακόμη περισσότερο τις
ασύμμετρες λογικές που χαρακτηρίζουν τη χορήγηση ή μη της ανθρωπιστικής
βοήθειας στη Συρία. Σε θεσμικόεπίπεδο, ήδη από την αρχή του συριακού πολέμου, η
επέμβαση για την παροχή προστασίας και βοήθειας από εξωτερικές δυνάμεις
αποτέλεσε αντικείμενο διχογνωμίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών,
όπου η Ρωσία δεν δίστασε να κάνει χρήσητου δικαιώματος αρνησικυρίας,
προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της επί του συριακού εδάφους.
Η βοήθεια
για υγειονομικές υποδομές, σίτιση και στέγαση στη βορειοδυτική Συρία μετά το
σεισμό παραμένει ελάχιστη: μόνο κάποιες περιοχές που βρίσκονται υπό τη διοίκηση
Άσαντ έχουν λάβει κάποια βοήθεια από χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και τα ΗΑΕ.
Καθοριστικός για την έλλειψη βοήθειας ήταν ο αποκλεισμός της διασυνοριακής
περιοχής Μπαμ αλ-Χάουα τις τρεις πρώτες μέρες μετά το σεισμό. Διαφαίνεται εδώ
πως ακόμα και μια τόσο μεγάλη φυσική καταστροφή γίνεται αντικείμενο
εκμετάλλευσης για την ενίσχυση της επιθετικότητας ενάντια στις ομάδες που
αντιτίθεται στο καθεστώς Άσαντ. Η Δύση απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από
τη Συρία, πόσο μάλλον από το βορειοδυτικό της τμήμα, όπου η πλειοψηφία του
πληθυσμού στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην ανθρωπιστική βοήθεια για την
επιβίωσή της, αφήνοντας 4.500 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και εκατομμύρια
άλλους να παλεύουν μόνοι μέσα στα συντρίμμια. Συνολικά, σχεδόν δεκαπέντε
εκατομμύρια Σύριοι είχαν ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια το 2022, με το 90% του
πληθυσμού να βρίσκεται κάτω το όριο της φτώχειας ένδεκα περίπου χρόνια μετά την
έναρξη του πολέμου.
Τα
συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν είναι πολλά. Η παροχή ανθρωπιστικής
βοήθειας είναι αναγκαία. Οφείλουμε όμως να αναλογιστούμε τις μακροχρόνιες
συνέπειες της βοήθειας που παρέχεται από κρατικούς και ιδιωτικούς δρώντες για
τις ίδιες τις κοινωνίες σε βάθος χρόνου. Η απόλυτη εξάρτηση από την
ανθρωπιστική βοήθεια οδηγεί και σε εξάρτηση από αυτόν που την παρέχει. Η
περίπτωση του σεισμού στη Συρία καταδεικνύει πως δεν μπορεί να υπάρξει
ουσιαστική δέσμευση για αλληλεγγύη όταν η επιδίωξη του συμφέροντος αποτελεί
βασική προτεραιότητα, με τη θέαση της βοήθειας ως εργαλείο υψηλής στρατηγικής.