Όπως αναφέρει η Αμερικανίδα ερευνήτρια Dr Kristen Navara στο Biology Letters, αυτό μπορεί να οφείλεται στο υψηλότερες θερμοκρασίες ή στις μεγαλύτερες μέρες. Υποστηρίζει ότι το κλίμα μπορεί να διαφοροποιεί τη συχνότητα των αποβολών και την ποιότητα του σπέρματος. Είναι πιθανόν, όμως, να εξηγείται από κάποιο εξελικτικό πλεονέκτημα στην ύπαρξη περισσότερων γυναικών κοντά στον ισημερινό.
Οι ειδικοί γνωρίζουν ήδη ότι η αναλογία γέννησης αγοριών και
κοριτσιών ποικίλλει σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Η διαφοροποίηση
ερμηνεύεται εν μέρει από τις κοινωνικές δομές – π.χ., στην Κίνα προτιμώνται τα
αγόρια, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλο ποσοστό αμβλώσεων όταν το αγέννητο μωρό
είναι κορίτσι.
Ωστόσο, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι φυσικές διεργασίες. Η
έρευνα υποδεικνύει ότι το θηλυκό έμβρυο είναι λιγότερο ευπαθές απ’ ό,τι το
αρσενικό, ενώ είναι πιο ευαίσθητο στις περιβαλλοντικές επιδράσεις κατά τη
διάρκεια της κύησης. Σε περιπτώσεις εξαιρετικής πίεσης από το περιβάλλον,
συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών πολέμου, η συχνότητα γέννησης κοριτσιών
υπερβαίνει αυτή των αγοριών.
Οι ειδικοί υποψιάζονται ότι το γεωγραφικό πλάτος μπορεί να
παίζει ρόλο. Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι πιθανότητες αυξάνονται
υπέρ των αγοριών όσο κατευθύνεται κανείς προς τον Νότο – τουλάχιστον στην
ευρωπαϊκή ήπειρο. Ωστόσο είναι δύσκολη η εξαγωγή συμπερασμάτων όταν
διερευνώνται απομονωμένες περιοχές, εξαιτίας της μεγάλης ευρύτητας των
διακυμάνσεων στον πολιτισμό, την κοινωνία και την οικονομία.
Η Dr Navara από το Πανεπιστήμιο της Γεωργίας μελέτησε την
αναλογία των δύο φύλων σε 202 χώρες κατά τη διάρκεια μίας δεκαετίας και
λαμβάνοντας υπ’ όψιν κοινωνικοοικονομικές διαφορές μεταξύ των εθνών και των
ηπείρων.
Κατά μέσο όρο παγκοσμίως, γεννιούνται λίγο περισσότερα αγόρια
απ’ ό,τι κορίτσια, με 106 άντρες να αντιστοιχούν σε 100 γυναίκες (ποσοστό
γέννησης 51,5%). «Η μόνη χώρα στον κόσμο που γεννά περισσότερα θηλυκά απ’ ό,τι
αρσενικά είναι η Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία», διαπιστώνει η καθηγήτρια.
Στην έρευνά της, η Dr Navara βρήκε ότι τα κράτη γύρω από τον
ισημερινό γεννούν σημαντικά μικρότερο ποσοστό αγοριών ετησίως σε σύγκριση με
τις χώρες που βρίσκονται σε εύκρατα και υποαρκτικά γεωγραφικά πλάτη: 51,1% και
51,3% αντιστοίχως. Αυτό το μοτίβο μένει σταθερό παρά «την τεράστια ηπειρωτική
ποικιλία στον τρόπο ζωής και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση».
Σύμφωνα με τον Dr Bill James από το University College του
Λονδίνου, ειδικό στη μελέτη των δύο φύλων, αν και οι διαφορές που εντοπίστηκαν
είναι στατιστικά σημαντικές, δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο όσο άλλοι
παράγοντες που έχουν σχετιστεί με τα ποσοστά γέννησης ανά φύλο.
«Γενικά, όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις,
έχουν την τάση να γεννούν περισσότερα κορίτσια απ’ ό,τι αγόρια, αν και υπάρχουν
εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που φέρουν τον ιό της ηπατίτιδας Β,
έχουν περισσότερες πιθανότητες να κυοφορήσουν αγόρι. Το ίδιο ισχύει και για τις
γυναίκες που παθαίνουν προεκλαμψία κατά την εγκυμοσύνη».
Υποστηρίζει ότι υπάρχουν εξελικτικές εξηγήσεις για τη
διαφοροποίηση στην αναλογία των δύο φύλων. «Η θεωρία είναι ότι στα θηλαστικά,
τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερη διακύμανση στην αναπαραγωγική τους επιτυχία.
Κάποια έχουν πολλούς απογόνους και κάποια άλλα κανέναν, ενώ τα περισσότερα
θηλυκά έχουν τουλάχιστον έναν απόγονο. Επομένως, συμφέρει τις αναπαραγωγικά
υγιείς γυναίκες στις καλές εποχές να έχουν αγόρια γιατί μπορούν να τους
αποφέρουν περισσότερα εγγόνια. Αλλά όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και είναι
λιγότερο αναπαραγωγικά υγιείς, είναι καλύτερο να γεννούν κορίτσια επειδή με
αυτόν τον τρόπο θα έχουν τουλάχιστον ένα εγγόνι».