Όπως περιέγραψαν οι ειδικοί του Κολεγίου Μπράιν Μορ, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της Αμερικανικής Ένωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης (AAAS), τα τεστ που ανέπτυξαν μπορούν να εντοπίσουν εγκαίρως τα παιδιά με προβλήματα λόγου προκειμένου να υπάρξει η απαιτούμενη παρέμβαση.
Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ομιλία ανακτούν το «χαμένο έδαφος» μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, οι επιστήμονες τονίζουν ότι υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός παιδιών των οποίων η λεκτική καθυστέρηση μπορεί να τα συνοδεύσει μέχρι και το σχολείο, δημιουργώντας προβλήματα στην ανάγνωση αλλά και στη γενικότερη διαδικασία της μάθησης.
Η λίστα της… επιτυχίας
Οι ερευνητές ζήτησαν από μια ομάδα γονιών να σημειώσουν σε μια λίστα τις λέξεις που έλεγαν τα παιδιά τους μέχρι την ηλικία των δύο ετών. Συγκεκριμένα, μέσα από μια λίστα 310 λέξεων οι γονείς έπρεπε να σημειώσουν τις λέξεις εκείνες που έλεγε το παιδί τους ακόμα και αν δεν τις πρόφερε κανονικά ή τις χρησιμοποιούσε με διαφορετικό νόημα. Στη συνέχεια, οι ειδικοί παρακολούθησαν την πρόοδο των παιδιών αυτών για ένα διάστημα 15 ετών. Από αυτά, τα 26 παιδιά άργησαν να μιλήσουν, ενώ 23 είχαν ένα μέσο λεξιλόγιο για την ηλικία τους.
Βάσει των ευρημάτων, τα παιδιά ηλικίας δύο ετών έλεγαν, κατά μέσο όρο, περί τις 70-225 διαφορετικές λέξεις. Αντίθετα, τα παιδιά που εμφάνιζαν καθυστέρηση στο λόγο τους πρόφεραν μόλις 50 λέξεις ή λιγότερες. Ανάμεσα στις πρώτες λέξεις που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά ήταν οι λέξεις «γάτα», «σκύλος», «αυτοκίνητο», «παπούτσι» και «όχι».
Κατά τη διάρκεια της 15ετούς παρακολούθησης των μικρών συμμετεχόντων, οι ερευνητές τους υπέβαλαν συχνά σε τεστ λεξιλογίου, γραμματικής, λεκτικής μνήμης και ανάγνωσης, προκειμένου να διαπιστώνουν την πρόοδό τους. Ανακάλυψαν λοιπόν, ότι μεγαλώνοντας τα περισσότερα παιδιά κατάφεραν να φτάσουν το μέσο γλωσσικό επίπεδο των συνομηλίκων τους, σημειώνοντας όμως καθυστέρηση σε κάθε στάδιο ανάπτυξής τους.
«Τα παιδιά ανέκτησαν το χαμένο έδαφος του λόγου με διαφορετικούς ρυθμούς» εξηγεί η ψυχολόγος και επικεφαλής της μελέτης δρ Λέσλι Ρεσκόρλα. «Μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών, τα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν σε ένα μέσο επίπεδο και μέχρι την ηλικία των έξι ετών σημείωναν μια μέση σχολική επίδοση. Τα όχι και τόσο καλά νέα όμως, αφορούν τις ηλικίες μετά τα 17 έτη, όπου τα παιδιά που μικρά είχαν εμφανίσει καθυστέρηση στον λόγο τους είχαν πολύ χαμηλότερες επιδόσεις στις μετρήσεις μας συγκριτικά με συνομηλίκους τους» προσθέτει.
Καθοριστική η στάση των γονιών
Από την πλευρά της η καθηγήτρια Ναν Μπέρνσταιν Ράτνερ, ειδικός σε θέματα ακοής και λόγου από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, έσπευσε να σχολιάσει ότι τα εν λόγω τεστ σε παιδιά ηλικίας δύο ετών θα μπορούσαν να προσδιορίσουν ποια από αυτά αποτύγχαναν να «ξεσηκώσουν» λέξεις λόγω προβλημάτων ακοής, αυτισμού ή νοητικών προβλημάτων.
«Πάνω από το 20% των παιδιών μπορούν να αντιμετωπισθούν ως παιδιά με καθυστέρηση λόγου, όμως περίπου το 80% είναι παιδιά που απλά ωριμάζουν πιο αργά με αποτέλεσμα να φτάνουν τελικά τους συνομηλίκους τους» λέει η ίδια. «Κάποια από αυτά τα παιδιά θα έχουν καλή εξέλιξη χωρίς βοήθεια, ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι. Εάν δεν έχουμε μια κρυστάλλινη σφαίρα, τότε είναι προτιμότερο να τα εντοπίσουμε στην ηλικία των δύο ετών και να τα παρακολουθούμε από τόσο νωρίς, αντί να περιμένουμε για να δούμε τι θα γίνει» τονίζει η Ράτνερ.
«Τα παιδιά που εμφανίζουν προβλήματα στον λόγο και στην ανάγνωση δεν θα επιτύχουν στην κοινωνία. Η λίστα λέξεων είναι απλή και δεν απαιτεί εξειδίκευση ή ειδικά μηχανήματα. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα μολύβι και ένας γονιός με θέληση» καταλήγει.
Η επικεφαλής της μελέτης, δρ Ρεσκόρλα πάλι επιμένει: «Αυτό που χρειάζονται πραγματικά τα παιδιά είναι κάποιον να τους μιλάει προκειμένου να τους προσφέρει το γλωσσικό ερέθισμα. Μαθαίνουν και από την τηλεόραση κάποια πράγματα, όμως σίγουρα χρειάζονται έναν... σύμμαχο στον ''αγώνα'' της γλώσσας»
Πηγή: tovima.gr